Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μπορεί να γυρίζει κανείς πολλές ώρες ανάμεσα στα χλοϊσμένα μονοπάτια και τις λαγκαδιές του Άνω Βόλου και να μην τα χορταίνει και να ξεχνά την κούρασή του απ’ αυτή την ακροβασία. Τόσο όμορφος είναι ο Άνω Βόλος σε γραφικότητα, όσο αντίθετα είναι χαραγμένο δίχως καμιά φαντασία το σχεδόν γεωμετρικό σχέδιο της νέας πολιτείας, που είναι κανονικό σαν σταυρόλεξο. Στον Άνω Βόλο, όπως σε όλα λίγο-λίγο τα χωριά του Πηλίου, τα σπίτια είναι φυτρωμένα στην τύχη, με τη γραφική αταξία που έχουν τα έργα της φύσεως, τα δέντρα του δάσους ή τα λουλούδια του κάμπου. Περνάς ανάμεσα από παλιά, γραφικά σπιτάκια, που τα ανταμώνεις ξαφνικά, ολότελα αναπάντεχα. Έχουν πετρένιες σκάλες, έχουν στενά παράθυρα και στολίδια σκεδιασμένα στους τοίχους. Έχουν και μια σκεπή που, αντίς για κεραμίδια, έχει πλακίτσες και σχιστόλιθο, γκρίζες, πρασινωπές, γαλαζοκίτρινες. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι σκεπασμένα όλα τα παλιά σπίτια του Πηλίου.

 

[…]

 

Έτσι είναι και τα σπιτάκια στον Άνω Βόλο. Με τον καιρό τα αφομοίωσε αισθητικά η τριγυρινή φύση, τα περίλαβε μέσα στο διακοσμητικό της σχέδιο, και τώρα είναι φυτρωμένα σαν θεϊκά χτίσματα ανάμεσα στα πλατάνια και τους ωραίους γαλάζιους βράχους που στολίζουν το φαράγγι. Πάνω στους τοίχους, όπως και πάνω στις στέγες, ο χρόνος έχει απλώσει με απαλές πινελιές την πατίνα της παλιάδας και της ιερότητας. Την άνοιξη τ’ αγκαλιάζουν λογής αναρριχητικά, και το φθινόπωρο σηκώνει σύρριζα στους φθαρμένους τοίχους τους κόκκινες και πορτοκαλιές φυλλωσιές από λιγνόκορμα δέντρα. Στάθηκα μπροστά σ’ ένα τέτοιο σπίτι, που σήκωνε στη στέγη του πολλά χρόνια και πολλή αξιοπρέπεια και αρχοντιά. Οι πλάκες της σκεπής ήταν μαλλιασμένες από το μούσκλι, τα γεράματα ήταν απλωμένα σαν παλιό φόρεμα πάνω σ’ όλο το σκαρί του. Μολαταύτα είχε ένα παράθυρο με λουλακί περβάζι, και μέσα σ’ αυτό το παράθυρο ήταν μια γλάστρα αλειμμένη με γαλάζιο ασβέστωμα, και μέσα στη γλάστρα άνθιζε ένα φλογερό κόκκινο λουλούδι. Ήταν ένας λεβεντόγερος αυτό το σπίτι, αυτό το παλιόσπιτο. Πάσχιζε να στυλώσει ακόμα ασίκικα τη σκεβρωμένη κορμοστασιά του και φόρεσε στ’ αυτί, πάνω από το άσπρο τσουλούφι, ένα μάτσο πορφυρά γαρύφαλλα. Ύστερα βγήκε ένα όμορφο κορίτσι στο παράθυρο. Και ήταν αυτό ακόμα ένα λουλούδι που φορούσε στ’ αυτί του ο λεβεντόγερος.

Πέρασα ανάμεσα από τα χειμωνιασμένα πλατάνια της ρεματιάς που κατέβαζε τα νερά της ανάμεσα από τα σπίτια. Τα παλιά πλατανόφυλλα είχαν στρωθεί χρυσαφιά και τώρα πάνω στους υπερήφανους κορμούς έσκαγαν τα αμέτρητα ματάκια οι φρέσκιες φυλλωσιές. Οι ρίζες τους, ρωμαλέες, στριφογύριζαν ανάμεσα στις γαλάζιες πέτρες, τρύπωναν στα έγκατα της γης και έπιναν, αξεδίψαστα φίδια, το τρεχάμενο νερό. Κάπου εδώ γύρω συνεπήρε το ρέμα το σανδάλι του Ιάσονα. Αν έψαχνε κανείς κάτω από τα πλατανόφυλλα;…

 

[…]

 

Βρήκαμε κάποτε εδώ στον Άνω Βόλο ένα σπιτάκι κοκέτικο, σαν κουκλόσπιτο. Από τη μια κι από την άλλη είχε δυο πορτοκαλιές, στολισμένες σαν νύφες με τα χρυσά φρούτα τους. Είχε κι αυτό μια πετρένια σκάλα, και πάνω στα σκαλοπάτια της, από πάνω ως κάτω, ήταν αραδιασμένες γλάστρες κόκκινες, με λουλούδια και μυριστικά. Τα πεζούλια ήταν βαμμένα με επιμέλεια, σουβαντισμένα με πρασινωπό γαλάκτωμα. Είχε κι ένα χαμηλό παράθυρο με καθαρή άσπρη κουρτίνα και ένα γατάκι που καθότανε, έγερνε λοξά το κεφαλάκι και μας κοίταζε. Ήταν βελουδένιο μαύρο, με άσπρες βούλες και μας κοίταζε με τα χρυσοπράσινα ματάκια του. Κάτι παράξενα, μαγνητικά μάτια, που σταθήκαμε και το θαυμάζαμε. Μόνο μερικές αιλουροειδείς γυναίκες έχουν ένα τέτοιον τρόπο να κοιτάζουν. Οι καθαρευουσιάνοι ποιητές του περασμένου αιώνα, αυτό ήταν που έλεγαν «τακερόν βλέμμα».

Ανεβήκαμε ακόμη, ώσπου σταθήκαμε κάτω από πελώριους, όρθιους βράχους. Αγαπώ τους ελληνικούς βράχους. Τους μελέτησα μέσα στην ομορφιά τους και τους μελετώ σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι γεμάτοι έκφραση, καθένας με το χαρακτήρα του, με την ξεχωριστή προσωπικότητά του. Τα χρώματά τους είναι γοητευτικά. Αλλάζουν αποχρώσεις κάτω από την κίνηση του ήλιου και των ίσκιων. Αλλάζουν χρώματα αδιάκοπα. Από την αυγή ώσπου να πέσει ο ήλιος. Οι περισσότεροι είναι στολισμένοι με πολύχρωμες στάμπες από λεπτότατους λειχήνες πράσινους, πορτοκαλιούς, τριανταφυλλένιους, που απλώνουνται σαν μεταξωτά μαντηλάκια να στεγνώσουν στον ήλιο. Μερικοί είναι γέροι, με γένια χρυσοπράσινα. Άλλοι πάλι μορφάζουν, σαν γιγάντια κεφάλια βάκχων στεφανωμένα με φρέσκους κισσούς. Ανάμεσα από τα γένια τους στάζουν τα νερά. Τέτοιοι είναι και οι βράχοι στον Άνω Βόλο.

Εκεί ψηλά, κολλημένο πάνω στον γκρεμό, σκυμμένο πάνω από τον ίλιγγο της ανοιχτής αβύσσου, είναι ένα εκκλησάκι. Είναι αδειανό, είναι έρημο, σαν το εκκλησάκι του παδιάτικού μας σχολικού τραγουδιού, κι ανάμεσα από τα θαμπωμένα του τζάμια δεν έφεγγε κανένα καντήλι. Ποιος να το ’χτισε εκεί ψηλά; Κάποιος καλόγερος το σήκωσε, για να εκφράσει σ’ ένα ταπεινό μνημείο τη θρησκευτική συγκίνηση που συνεπήρε την ψυχή του μέσα σ’ αυτό το έντονο τοπίο. Τα νερά προσεύχονται εδώ για τους ανθρώπους που ξέχασαν το Θεό, την ομορφιά του Θεού, τη δύναμη του Θεού και τη Σοφία του. Τα νερά φωνάζουν και τραγουδούν εδώ, παντού. Αφρίζουν και χιμούν, ξεχύνονται μέσα σε χοάνες μύλων που ρήμαξαν, που σταμάτησαν από πολλά χρόνια οι φαφούτικες πέτρες τους, και έφαγε τα σιδερένια γρανάζια τους το σιγανό δόντι της σκουριάς.

Ανεβήκαμε μέσα σ’ έναν απ’ αυτούς του παλιόμυλους. Ένας νέος Βολιώτης λαογράφος και φανατικός εραστής των γραφικοτήτων του Πηλίου, ο Κίτσος Μακρής, μου ετοίμαζε εκεί μιαν έκπληξη. Ανεβήκαμε με κόπο τις σάπιες σκάλες του έτριζαν. Η υγρασία φύτρωνε μανιτάρια στους τοίχους. Οι τοίχοι αυτοί ήταν σκεπασμένοι με αισχρογραφήματα των νέων χωρικών, που ανακοινώνουν έτσι γραφικά και επιγραφικά τον φοβερό καημό του ανικανοποίητου ερωτισμού της ελληνικής επαρχίας που τους κατακαίει. Υπάρχουν όμως εκεί και τοιχογραφίες του Θεόφιλου του Τσολιά, του θρυλικού εκείνου συμπατριώτη μου ζωγράφου, που έκαμε χρόνια εδώ τσομπάνος και στόλισε με τη λαϊκή του εικονογράφηση πολλά ντουβάρια του Βόλου. Εδώ είναι ζωγραφισμένος ο καπετάν Γαρέφης και άλλοι ήρωες του μακεδονικού αγώνα. Εδώ είναι και ο «Σμολέσχης», όπως τον γράφει ο Θεόφιλος, ο «Σμολέσχης ο ήρως του πολέμου του 97». Έρμος ο ήρωας και έρμος ο ζωγράφος του.

 

[…]

 

Μου ’πανε τότε πως κάποιος ή κάποια θεοφιλόφιλος, επρόκειτο κάποτε να αγοράσει ακριβά αυτόν τον παλιόμυλο, για να διατηρήσει σαν μουσειακά τα ζωγραφισμένα ντουβάρια του. Ο σνομπισμός και ο πανικός του μοντέρνου που δέρνει μερικούς αστούς, μπορεί να φτάσει σε τέτοιες κωμικότητες. Ας με συμπαθήσει η πεινασμένη ψυχή του ένδοξου συμπατριώτη μου, που με δικαιολογημένη κατάπληξη θα παρακολούθησε από τους κόλπους του Αβραάμ τη μεγάλη φασαρία που δημιούργησαν στο Παρίσι και στην Αθήνα οι έξυπνοι έμποροι των απλοϊκών ζωγραφημάτων του.

Μου διηγήθηκαν, εδώ στο Βόλο, πως, μια μέρα, τόνε ρώτησαν το Θεόφιλο, εκεί που δούλευε πασαλείβοντας έναν τοίχο:

—Ποιον ζωγραφίζεις εκεί, Θεόφιλε;

Και ο Θεόφιλος, που ήταν ένας αγαθός, ένας άγιος άνθρωπος, τον κοίταξε με απορία, συλλογίστηκε λιγάκι, κατόπι απάντησε με χριστιανική ειλικρίνεια:

—Να δούμι τι θα βγει! Μπουρεί να βγει Οδυσσέας Αντρούτσος, μπουρεί να βγεί κι Κατσαντώνης!

Η ιστορία δεν αναφέρει αν βγήκε Μέγας Αλέξαντρος.

 

Μυριβήλης Στρατής, «Ο Άνω Βόλος», Απ’ την Ελλάδα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1982(6η), σ. 241-246.