Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Λοιπόν», είπε η Εύα, «τ’ αποφάσισες οριστικά;»

Μια φλέβα χτυπούσε στο λαιμό της.

Ο Μπιλ έγνεψε καταφατικά, δαγκώνοντας τα χείλια.

Η Εύα σηκώθηκε, άνοιξε ένα συρτάρι, που συνήθως φύλαγε τα πλεκτικά της, πέρασε μπρος από τον Μπιλ, άφησε ένα φάκελο στα γόνατά του και ξανακάθισε.

Ο Μπιλ έβαλε το φάκελο στην τσέπη του χωρίς να βγάλει τα μάτια από την τηλεόραση. «Φχαριστώ», είπε. Γελούσε με την κωμωδία και δάκρυα του έτσουζαν τα μάτια.

Όταν ο Καπάτος γύρισε στο δωμάτιο, είχαν ήδη κάτσει στο τραπέζι. Έφαγαν, ήπιαν αμίλητοι, λες κάποιο μυστικό βάραινε, που κι οι τρεις ήξεραν, μα που ο καθένας κρατούσε για τον εαυτό του.

Μεσάνυχτα, περασμένα, βυθισμένος στην πολυθρόνα του, ο Καπάτος τον αποχαιρέτισε μ’ ένα αόριστο βλέμμα. Πρώτη φορά, ο Μπιλ έβλεπε την απογοήτευση χυμένη στο πρόσωπό του. Από νέος, που συνήθως έμοιαζε, φαινόταν να έχει γυρίσει στην ηλικία του, με προγούλια και άσπρα μαλλιά. Και η Εύα αμίλητη, τον συνόδεψε ως την έξοδο και στάθηκε στα σκοτεινά, μπρος στις σκάλες.

«Αντίο», είπε η φωνή στο σκοτάδι. «Να προσέχεις.»

Ήταν Μάης, ένας χρόνος αφότου ο Μπιλ ξεκινούσε απ’ την Αθήνα. Οι καφετέριες είχαν βγάλει καρέκλες στην παραλία, η καμπάνα του Αγίου Νικολάου χτυπούσε πένθιμα, οι μεγάλοι νήστευαν κι ακολουθούσαν την περιφορά μέσα σε μενεξέδες, και οι νέοι μασουλώντας χάμπουργκερ, καβαλούσαν Γιαμάχες αυθεντικές, πεντακοσάρες και χιλιάρες. Ούτε κι ο ίδιος πίστευε το πόσο γρήγορα είχαν γίνει όλα. Αν τ’ άκουγε για κάποιον άλλον, θα είχε πει: «αυτά δε γίνονται στην μπάλα!»

Ανήμερα το Πάσχα, την ώρα που οι άλλοι έψηναν αρνιά και γλεντούσαν στη Μακρυνίτσα και στην Πορταριά, ο Βασίλης Σερέτης φόρτωνε τη βαλίτσα του για Αθήνα. Το τρένο αργούσε κι εκείνος στην παραμικρή κίνηση νόμιζε πως όλο και κάποιος θα εμφανιζόταν. Τη μια έβλεπε τη Βάνα να έρχεται χλωμή με τα μαλλιά της ίσια και την κοιλιά της φουσκωμένη, την άλλη θαρρούσε πως είχε εμπρός του τον Ριμπά. Ορθωνόταν ψηλός, σκούρος μέσα σε σκούρα φανέλα, το αριστερό εξτρέμ της ομάδας και του ’λεγε: «Αρκετά, νιάνιαρο, μας το ’παιξες βεντέτα, γύρνα πίσω μη φας το ξύλο της χρονιάς σου». Μα δεν ήρθε κανείς. Σχεδόν ευχόταν να έρθει κάποιος. Ήρθε το τρένο κι εκείνος χώθηκε στο κουπέ του. «Αντίο», έκανε νεύοντας σε κάποιο φανταστικό πρόσωπο που είχε έρθει να τον ξεπροβοδίσει, κι όπως δεν έβλεπε ψυχή, άπλωσε τα χέρια του, μούντζωσε την πόλη και τους ανθρώπους κι έφτυσε χάμω.

«Όχι, παίζουμε!»

 

Κουμανταρέας Μένης, Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος, Αθήνα 1986 (7η), σ. 121-122.