Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Anatolica

(απόσπασμα)

Έπειτα βγήκα από την πόλη από μία μικρή πύλη και προχωρούσα κατηφορίζοντας ανάμεσα στο δυτικό τείχος και το τουρκικό κοιμητήριο, όταν πρόσεξα στα δεξιά μου, στη μέση ενός κήπου, ένα κτίριο του τύπου που σύντομα θα έχει εξαφανιστεί από την Ευρώπη. Ήταν ένα ορθογώνιο τουρκικό οικοδόμημα, η ηλικία του οποίου ήταν εμφανώς διακοσίων ή τριακοσίων χρόνων. Πάνω από την αυλή του υψωνόταν ένας μιναρές, δίπλα σε ένα κτίσμα που έμοιαζε με τέμενος. Στο δυτικό άκρο του κτιρίου, με θέα στον κόλπο, υπήρχε ένα μεγάλο περίπτερο με πλατιά πρόστεγα και οροφή, πλούσια διακοσμημένη και λαξευμένη, με μικρούς ξύλινους εξώστες και κόγχες, ένα περίπτερο πολύ όμορφο παρά τη φθορά του, που θύμιζε τα υποστατικά μερικών μεγάλων τουρκικών «Derebeyi», μερικών «αρχόντων της πεδιάδας» του παρελθόντος. Η όλη τοποθεσία, παρά την ατμόσφαιρα της εγκατάλειψης, ήταν κατακλυσμένη από γυναίκες και παιδιά και βλοσυρούς άντρες, με ρούχα που θα μπορούσαν να είναι γραφικά, αν δεν ήταν τόσο πολύ σχισμένα. Ένα μικρό περιφραγμένο νεκροταφείο με μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, επιστεγασμένες με τους υψηλούς σκούφους των Μεβλεβήδων δερβίσηδων, μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για τεκέ αυτού του τάγματος. Ωστόσο ήμουν ακόμη μπερδεμένος, λόγω του πλήθους των γυναικών και των παιδιών που συνάντησα στην είσοδο. Δύο-τρεις δερβίσηδες και ένας κύριος με ράσο τύπου Κωνσταντινούπολης, που συστήθηκε ως γιος του σεΐχη, ήταν καθισμένοι στο «σελαμλίκ» όταν μπήκα μέσα. Και αφού τους είπα ότι είχα επισκεφθεί την έδρα του τάγματός τους στο Ικόνιο και ότι ήμουν φιλοξενούμενος του κληρονομικού αρχηγού του, του Τσελεμπή Κόνιαλη, στην εξοχική κατοικία του στη Μιράμ, τότε μου εξήγησαν το μυστήριο της παρουσίας των ανδρών, γυναικών και παιδιών που κατέκλυζαν την αυλή του μοναστικού ενδιαιτήματός τους. Ήταν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Νέα Σερβία, για τους οποίους η ζωή στις πατρίδες τους είχε γίνει τόσο αδύνατη όσο και για τους Έλληνες πρόσφυγες από την Τουρκία. Έτσι πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν από την κινητή περιουσία τους και, μέχρι να έρθει η ώρα να βρουν νέα πατρίδα στην Τουρκία, τους παραχωρήθηκε καταφύγιο σε αυτή τη μονή των περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Το θολωτό κτίσμα στην αυλή δεν ήταν τέμενος, αλλά «σεμά χανέ» (χώρος χορού). Στα μαλακά και γυαλισμένα δάπεδά του κατασκήνωσαν οι ατυχείς αυτές οικογένειες, όπως έκαναν οι δυστυχισμένοι χριστιανοί σύντροφοί τους στα λίθινα δάπεδα των ορθόδοξων εκκλησιών. Ήταν πράγματι μία εντυπωσιακή αντιστοιχία, της οποίας υπήρξα μάρτυρας μέσα στα τείχη και ένα οδυνηρό υπόμνημα στην πολιτική για την Εγγύς Ανατολή […].

Η Θεσσαλονίκη των Περιηγητών, 1430 – 1930, Γρηγορίου Αλέξανδρος – Χεκίμογλου Ευάγγελος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Μίλητος, Αθήνα 2008, σελ. 209.