Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι πρόσφυγες κατακλύζουν τις εκκλησίες

Anatolica

(απόσπασμα)

Κατά την εποχή για την οποία γράφω, η Θεσσαλονίκη φιλοξενούσε ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, πέραν εκείνων που απάρτιζαν υπό κανονικές συνθήκες τον πολύγλωσσο πληθυσμό της. Ουδέποτε άλλοτε η πόλη υπήρξε τόσο πλήρης όσο εκείνη τη στιγμή. Υπερατλαντικά πλοία, φορτωμένα με βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα και μικρά ελληνικά ακτοπλοϊκά, γεμάτα μέχρι βυθίσεως με Έλληνες επιστράτους έφταναν κάθε στιγμή. Νύχτα και μέρα τα σκάφη αποβίβαζαν στρατιώτες σε κοσμοβριθείς αποβάθρες, σε μία πόλη που είχε αρχίσει να αναρωτιέται πού θα έβρισκαν οι πολίτες της ψωμί, όταν θα άρχιζαν να εφαρμόζονται στρατιωτικές επιτάξεις. Οι ορδές που εισέβαλαν περιλάμβαναν όχι μόνον άντρες, αλλά και αναρίθμητα μεταφορικά ζώα, τα οποία ποίκιλλαν από τα γερά μουλάρια των Συμμάχων, αγορασμένα στην Κύπρο ή τη Νέα Ορλεάνη, μέχρι τα μικροσκοπικά ιππάρια και γαϊδούρια των ελληνικών μεταγωγικών. Τα συμμαχικά στρατόπεδα βρίσκονταν έξω από την πόλη, περίπου πέντε μίλια στα δυτικά, αλλά ακόμη και έτσι οι δρόμοι ήταν κοσμοπλημμυρισμένοι, σε σημείο που δύσκολα μπορούσε κανείς να κινηθεί ελεύθερα. Το πρόβλημα της εξεύρεσης στέγης για τέτοιους ασυνήθιστους αριθμούς ανθρώπων έθετε σε εμφανή δοκιμασία τις Αρχές. Τα τοπικά στρατόπεδα γρήγορα καταλήφθηκαν. Ο στρατωνισμός σε ιδιωτικές κατοικίες μετρίασε, αλλά δεν εξάλειψε την πίεση. Τελικά, οι διαθέσιμες εκκλησίες παραδόθηκαν στην αλλότρια χρήση της στέγασης στρατιωτών. Η μικρή βασιλική της Υπαπαντής, που βρίσκεται μερικά μέτρα νοτίως της Αψίδας του Γαλερίου, ήταν πλήρης μέχρι κορεσμού από στρατιώτες. Μπήκα μέσα στη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα ‒το εσωτερικό της οποίας εκσυγχρονίσθηκε και ευτελίσθηκε κατά τρόπο λυπηρό‒ και βρήκα μία αποθήκη του ελληνικού στρατιωτικού υγειονομικού σώματος.

Λέγοντας ότι όλες οι διαθέσιμες εκκλησίες μετατράπηκαν σε στρατόπεδα, δεν εννοώ ότι εκείνες που δεν επιτάχθηκαν από τις στρατιωτικές αρχές χρησιμοποιούνταν, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει, για τους σκοπούς της θείας λατρείας. Η Θεσσαλονίκη κατατάσσεται δεύτερη μετά τη Ραβέννα ως προς τον αριθμό και τη σημασία των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων. Ωστόσο, πολύ λίγες από τις πολυάριθμες εκκλησίες της βρίσκονταν τότε στη διάθεση του κλήρου και του ποιμνίου. Μερικές από τις μεγαλύτερες βασιλικές της, μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες τρουλωτές εκκλησίες της ‒κατασκευασμένες από λεπτούς πλίνθους που είχε αλλοιώσει ο χρόνος‒ είχαν τώρα αφιερωθεί σε έναν σκοπό που, αν και δεν μπορούσε να θεωρηθεί απρεπής, απείχε ωστόσο από το φυσιολογικό. Ήταν οι κατοικίες εκατοντάδων ελληνικών οικογενειών από την Τουρκία, τις οποίες είχαν εκδιώξει οι Νεότουρκοι από τη Θράκη, την Καλλίπολη ή τη Δυτική Μικρά Ασία. Από τα μέσα του 1914 οι πρόσφυγες εκείνοι είχαν βρει καταφύγιο στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης και ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο δεν έμεινε αναξιοποίητο. Κάθε οικογένεια οριοθέτησε το έδαφος στο οποίο διέμεινε στο κεντρικό κλίτος, στην αψίδα, στον νάρθηκα ή στο υπερώο και μέσα σε αυτά τα πολύ περιορισμένα όρια προσπάθησε, όσο ήταν δυνατόν, να έχει μία κανονική ζωή, μέχρι την ώρα που η έκβαση του πολέμου θα της επέτρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της. Οι γυναίκες εξακολούθησαν να πλένουν, να ράβουν και να κάνουν όλες τις οικιακές εργασίες, σαν να ζούσαν στα σπίτια τους και όχι στα πόδια της Αγίας Τράπεζας ή πίσω από μια κολυμπήθρα. Το φαγητό μαγειρευόταν σε αναρίθμητες μικρές φωτιές και ο ναός γέμιζε με την ευωδιά όχι του θυμιάματος αλλά με εκείνη που ανέδυαν τα κρεμμύδια και οι τηγανητές τομάτες. Στο κεντρικό κλίτος της κραταιάς βασιλικής της Αγίας Παρασκευής, που ήταν ιδανική λόγω του μεγέθους της να φιλοξενήσει αστέγους, μερικές πολυμήχανες οικογένειες είχαν στήσει μικρούς πάγκους και πουλούσαν στις άλλες φρούτα και λαχανικά. Συνήθως οι άτυχοι αυτοί άνθρωποι οριοθετούσαν τα σύνορα του χώρου που διεκδικούσαν με τενεκεδένια κουτιά από μπισκότα, τοποθετημένα κατά μήκος του δαπέδου της εκκλησίας. Μερικές φορές ‒όπως στην περίπτωση της εκκλησίας των Ταξιαρχών, ένα ελκυστικό μικρό οικοδόμημα με ενδιαφέρουσα κρύπτη‒ χώριζαν τους διαδρόμους κρεμώντας μικρασιατικά χαλιά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί κατά τη φυγή τους. Όλοι ανέδυαν μια συγκινητική προθυμία να επιστρέψουν στα εγκαταλειμμένα σπίτια τους. «Να περάσετε γρήγορα από τα στενά για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας» [ΣτΕ: ελληνικά στο κείμενο]: αυτή ήταν η μελαγχολική επωδός καθώς γυρνούσα ανάμεσά τους, στους παράξενους ξενώνες τους. Αλλά σύντομα επρόκειτο να αναδυθεί και η άλλη πλευρά του πίνακα. Αφού θαύμασα την τέχνη της πλινθοδομής και την επινοητική κατασκευή της εκκλησίας των Δώδεκα Αποστόλων, η οποία την τελευταία φορά που είδα, το 1907, ήταν τζαμί, αλλά τώρα την κατέκλυζαν ελληνικές οικογένειες από το Αϊδίνι, ανηφόρισα ως την Αγία Αικατερίνη, ένα άλλο μικρό βυζαντινό έργο τέχνης, αξιοσημείωτο για τα ασυνήθιστα ογκώδη αντερείσματα, που δημιουργούν την αίσθηση της στήριξης σε μια βάση συμπαγούς βράχου. Εκεί, επίσης, είχαν βρει καταφύγιο περίπου δέκα οικογένειες από τη Μικρά Ασία και οι γυναίκες, πιο ομιλητικές από τους άντρες, διηγήθηκαν τις συνήθεις θλιβερές ιστορίες καταπίεσης, λεηλασίας και φυγής.

Γρηγορίου Αλέξανδρος – Χεκίμογλου Ευάγγελος,Η Θεσσαλονίκη των Περιηγητών, 1430 – 1930, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Μίλητος, Αθήνα 2008, σελ. 206-209.