Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου

(απόσπασμα)

Ύστερα από τρεις μήνες παραμονής στην Καραντίνα της Καλαμαριάς, οι υπηρεσίες Αποκαταστάσεως Προσφύγων κινήθηκαν πιο γρήγορα. Άρχισαν να στέλνουν τους επιβιώσαντες πρόσφυγες έξω, στο ύπαιθρο, στα χωριά και τις πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, γιατί στο μεταξύ κατέφθαναν καινούργιες καραβιές ξεριζωμένων του Καυκάσου. Από τις σαράντα τέσσερις οικογένειες του Βεζίνκιοϊ που απέμειναν ζωντανές, τέσσερις πήγαν στο κοντινό χωριό της Σαλονίκης, την Πολίχνη, ενώ οι άλλες σαράντα τράβηξαν πιο μακριά, για το Πρόχωμα, στις όχθες του Αξιού. Ο Νικόλας δήλωσε στην υπηρεσία ότι θέλει να πάει στο Κιλκίς, γιατί διατηρούσε στη μνήμη του όμορφες αναμνήσεις από την επίσκεψή του στην πόλη και την περιοχή της, τον καιρό των Βαλκανικών πολέμων. Εκεί άλλωστε είχε εγκατασταθεί και ο γαμπρός του ο Πέτρος, ο άντρας της ξαδέλφης του της Ανατολής.
Ο Τίμος όμως δεν ήθελε να πάει μαζί του. Προτιμούσε την Πολίχνη, που ήταν κοντά στη Σαλονίκη, όπου δούλευε η Άννα και όπου μπορούσε να βρει και ο ίδιος μια ευπρόσωπη δουλειά. Ο Νικόλας αγανάκτησε μέσα του για την απειθαρχία του μεγάλου γιου του, αλλά δεν τόλμησε να επιμείνει, γιατί ο ίδιος τον είχε χωρίσει από την οικογένεια. Αν πρόσταζε τον Τίμο να τον ακολουθήσει στο Κιλκίς, μπορούσε ο δεύτερος να του πετάξει στα μούτρα τη φράση ότι τη μια μέρα τον διώχνει και την άλλη τον καλεί κοντά του. Άλλωστε είχε υποσχεθεί, από το Καρς κιόλας, στην Άννα ότι, όταν θα έφταναν στην Ελλάδα, θα χώριζαν από τον πατέρα του. Και τώρα παρουσιαζόταν η αφορμή να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Έτσι, όταν φόρτωσε ο Νικόλας στο κάρο που νοίκιασε τα πράματα και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και έφυγε, ο Τίμος και η Άννα αγκάζαραν ένα μικρό δίτροχο αμαξάκι, έβαλαν πάνω το μπαούλο και τα λιγοστά μπαγάζια τους και τράβηξαν για την Πολίχνη. Στο χωριό τούτο είχαν χτιστεί κιόλας από το υπουργείο αρκετά μικρά προσφυγικά σπιτάκια. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σ’ ένα από αυτά που του παραχώρησε η υπηρεσία. Βρισκόταν στην άκρη του χωριού, απόμερα, και διέθετε ένα δωματιάκι και μια κουζινούλα. Η Άννα μπήκε μέσα, το καθάρισε και το έκανε να αστράψει από πάστρα. Κατόπιν ταχτοποίησε τα πράματά της, το στόλισε με τα κεντήματά της, που είχε φέρει από την πατρίδα, έστρωσε το κρεβάτι και νοικοκύρεψε τα πάντα.

[…]

Ο Τίμος σταμάτησε την κουβέντα και παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πείσει τη γυναίκα του να χαλάσει το μικρό νοικοκυριό της και να πάει να υποδουλωθεί πάλι στην απαιτητική οικογένεια και τον αυταρχικό πατέρα του. Έτσι συνέχιζαν να ζουν οι δυο τους στο μικρό σπιτάκι, ανεξάρτητοι και αγαπημένοι. Η Άννα σηκωνόταν κάθε μέρα νωρίς, κατά τις έξι το πρωί, και πήγαινε στη δουλειά της, τις πιο πολλές φορές μόνη. Δεν είχε παρέα και συχνά μάλιστα κατέβαινε στη Σαλονίκη με τα πόδια. Κατηφόριζε, λοιπόν, πριν φέξει ακόμα, ένα βαθύ ρέμα έξω από το χωριό και μετά ανηφόριζε. Προχωρούσε, περνούσε ένα φυλάκιο στρατιωτικής εγκατάστασης και κατόπι συνέχιζε το δρόμο της ως το Μπεχ-Τσινάρ, στα Σφαγεία, όπου είχε πιάσει δουλειά τελευταία. Έκανε τη μαγείρισσα σε μια λαϊκή παραλιακή ψαροταβέρνα, γιατί το μπάλωμα των τσουβαλιών στην αποθήκη όπου απασχολιόταν είχε τελειώσει και δεν ήθελε να ξαναπάει τόσο μακριά, στην άλλη άκρη της πόλης, στο Ντεπό, για να ζητήσει δουλειά σε άλλη αποθήκη.
Ο Τίμος πάλι είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα γιαπί, μαζί με μερικούς συμπατριώτες του από την Πολίχνη, και δούλεψε μερικές μέρες. Κατόπιν σταμάτησε, γιατί δεν άντεχε στην εξαντλητική δουλειά του οικοδόμου. Ο Νικόλας, στο μεταξύ, συνέχισε να πηγαινοέρχεται στο χωριό και, όσο έβλεπε το ζευγάρι να προοδεύει και να βάζει στην πάντα τρόφιμα και χρήματα, τόσο πιο συχνά το επισκεπτόταν, γιατί κάθε φορά, γυρνώντας στο Κιλκίς, κουβαλούσε μαζί του είτε λίγες δραχμές, που του έδινε η Άννα, είτε λίγα φαγώσιμα, που του έβαζε στο δισάκι ο Τίμος.
Η ζωή στο Καράισεϊν, όπως έλεγαν τότε την Πολίχνη, κυλούσε κανονικά. Το ζευγάρι δούλευε και έβγαζε τα απαραίτητα για τη συντήρησή του, έστω κι αν πότε-πότε ο Τίμος έχανε τη δουλειά του και έμενε για λίγο άνεργος. Ξαναπροσπαθούσε όμως αμέσως, έψαχνε για καινούργια απασχόληση και πάντα κάτι γινόταν. Ταυτόχρονα οι δυο τους έπαιρναν, όπως όλοι οι πρόσφυγες, ένα μικρό μηνιάτικο επίδομα, συμπλήρωναν μ’ αυτό τα οικονομικά τους, δηλαδή τις δεκαοχτώ δραχμές από τα μεροκάματά τους και ζούσαν μια υποφερτή ζωή.
Ο Τίμος έπιασε τελευταία μια δουλειά κοντά στο Λευκό Πύργο, σ’ ένα ξυλάδικο που είχε στηθεί κάτω από τα αιωνόβια δέντρα της παραλίας. Έσιαζε πάλι καρφιά. Το αφεντικό του, ένας δαιμόνιος Εβραίος, αγόραζε από τους Αγγλογάλλους αξιωματικούς ξύλα, σανίδια, κασόνια, ό,τι ξυλικό έβρισκε, και, αφού το περιποιόταν κατάλληλα, αφού το καθάριζε από τα καρφιά και τα σάπια κομμάτια, το ξαναπουλούσε στους επιπλοποιούς και τους ξυλέμπορους σε διπλάσια τιμή.
Ο γιος του Νικόλα δεν ένιωθε ταπεινωμένος σιάζοντας ολοήμερα καρφιά. Απεναντίας ήταν ευχαριστημένος που είχε βρει πάλι μιαν απασχόληση και έτρεμε μήπως τη χάσει, μήπως τον σταματήσουν ξανά και μείνει άνεργος. Από το μεροκάματό του των εννιά δραχμών έδινε κάθε μέρα μια δραχμή ρουσφέτι στον επιστάτη, για να τον κρατάει στη δουλειά, όπως έκαναν κι οι άλλοι εργάτες, και τις υπόλοιπες οχτώ τις έφερνε στο σπίτι.
Η Άννα όμως είχε στεριώσει για καλά στο μαγέρικο. Το αφεντικό της την εκτιμούσε πολύ, γιατί τα καλομαγειρεμένα φαγητά της τραβούσαν πολύ εργατικό κόσμο που δούλευε στο λιμάνι και στη θάλασσα. Μια μέρα μάλιστα του έδειξε όλη τη μαστοριά της. Κατάφερε κάτι εντυπωσιακό. Αφού πήρε όλα τα υλικά που του είχε ζητήσει, έβαλε όλο το μεράκι και την τέχνη της και του έφτιαξε ένα μπορτς. Όταν το ετοίμασε και του έδωσε το κουτάλι να δοκιμάσει τούτο το ρωσικό φαγητό, εκείνος τρελάθηκε από την απίθανη γεύση του:
‒ Θαύμα! Θαύμα! Περίφημο! Μπράβο! κραύγασε ενθουσιασμένος.
Ξαναδοκίμασε επανειλημμένα και, κάθε φορά που ρουφούσε την πηχτή και γεμάτη κομματάκια από λαχανικά, πατάτες και κρέας, σούπα, έγλειφε τα χείλια του. Και σε μια στιγμή, σαν να του ήρθε ξαφνική έμπνευση, ρώτησε:
‒ Κυρά-Άννα, μπορώ να σου ζητήσω να πηγαίνεις κάθε μέρα στο σπίτι μου και να μαγειρεύεις για τα παιδιά μου; Ξέρεις, δεν έχω γυναίκα. Είμαι χήρος.
‒ Ευχαρίστως, αφεντικό. Πόσα παιδιά έχεις; ρώτησε εκείνη χαρούμενη.
‒ Δυο. Θα κάνεις και την γκουβερνάντα, αν θέλεις. Θα μαγειρεύεις εδώ και όταν τελειώνεις, θα φεύγεις και θα πηγαίνεις να μαγειρεύεις και στο σπίτι μου. Κατόπιν θα κάθεσαι με τα παιδιά μου.
‒ Εντάξει. Τι μεροκάματο θα παίρνω;
‒ Είκοσι δραχμές, μαζί και φαγητό.
‒ Σύμφωνοι.
Το αφεντικό της Άννας ήταν πλούσιο. Η ψαροταβέρνα του είχε πολλή δουλειά. Όλη μέρα είχε κίνηση, ακόμα και το βράδυ. Τη μέρα δούλευαν τρία γκαρσόνια και το βράδυ τέσσερα, μαζί με έναν μπουζουκτσή που έπαιζε ρεμπέτικα τραγούδια για τους πελάτες. Πιο πέρα από την ταβέρνα ήταν οι αδελφοί Γεωργιάδηδες που είχαν πολλά μαγαζιά και εργαστήρια, καθώς και ένα βυρσοδεψείο, όπου κατεργάζονταν ντόπια δέρματα. Οι υπάλληλοι και οι εργάτες που δούλευαν εκεί και στα κοντινά χασάπικα, μανάβικα και ψαράδικα, έρχονταν στην ταβέρνα πιο πολύ για τα φαγητά της Άννας παρά για τα ψάρια.
Ο Τίμος τελικά παράτησε το σιάξιμο των καρφιών και ζήτησε δουλειά στο Μπεχ-Τσινάρι, για να βρίσκεται κοντά στη γυναίκα του. Δεν άργησε να προσληφθεί σε μια επιχείρηση σαν οικοδόμος, γιατί εκεί γύρω χτίζονταν πολλά σπίτια. Σ’ αυτό τον βοήθησαν κάτι αγρότες, πρόσφυγες από ένα χωριό του Καρς, το Καράκκλησε, που δούλευαν στο μπετόν αρμέ.

Σαμουηλίδης Χρήστος, Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 363-367.