Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το φοβερό βήμα

(απόσπασμα)

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 8 Οκτωβρίου του 1927, δευτερότοκος γιος του Γρηγορίου Κ. Ταχτσή και της Έλλης, το γένος Θεοδώρου Ζάχου. Το πρώτο παιδί του ζεύγους, που ήταν αγόρι, είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννα.

[…]

Οι πρόγονοι του πατέρα του ήταν Έλληνες απ’ την πάλαι ποτέ Ανατολική Ρωμυλία, που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες γύρω στα 1860, όταν η Βουλγαρία έκανε την εθνική της επανάσταση κι ανακηρύχτηκε σ’ ανεξάρτητο κράτος. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας του το 1890, τέταρτο από πέντε επιζήσαντα παιδιά του Κωνσταντίνου Ταχτσή και της Φανής, το γένος Καλαφάτη.
«Αλλά για την οικογένεια της μάνας μου», γράφει ο Ταχτσής στην παραλλαγή Β της αυτοβιογραφίας του, «έμεναν πάντα Βούλγαροι. Κι η λέξη Βούλγαρος ήταν βρισιά. Σήμαινε κατά περίπτωση τον αιμοβόρο, ύπουλο ή απλώς ξεροκέφαλο άνθρωπο. Σ’ αυτή την εθνική προκατάληψη για την οικογένεια του πατέρα μου, πρέπει να προστεθεί και μια κοινωνική. Στη δύσκολη για όλους δεκαετία του ’30 ερχόταν μέρα που μας έκοβε ο φούρναρης το βερεσέ και δεν είχαμε ούτε ψωμί και δεν υπήρχε περίπτωση που να μη χρωστάμε πέντε ή έξι νοίκια. Αλλά υπήρχε ο μύθος για κάποια περασμένα μεγαλεία. Πόσο πραγματικά ήταν ή πόσο φανταστικά δεν έχει σημασία. Και μ’ αυτό το μύθο μεγάλωνα εγώ. Στα δέκα μου ήμουν κιόλας ένας ανυπόφορος σνομπ, που ντρεπόταν γι’ αυτό που θεωρούσα προσωρινή οικονομική δυσπραγία. Επιπλέον, ξεχνούσα ότι ήμουν φιλοξενούμενος, ένα “ορφανό” που ανάτρεφε η οικογένεια της μάνας μου για να τη βοηθήσει, κι είχα μεγάλες απαιτήσεις. Αλλά δεν το ξεχνούσε η θεία, που συντηρούσε ουσιαστικά όλη την οικογένεια μ’ ένα μεροκάματο που έβγαζε και δικαίως λογάριαζε και την τελευταία δεκάρα. Για να μου κόψει λοιπόν τον αέρα μού θύμιζε την ταπεινή κοινωνική καταγωγή της οικογένειας του πατέρα μου. “Μωρέ, για φαντάσου”, έλεγε. “Ο κύριος είν’ αριστοκράτης. Κωνσταντίνος Ταχτσής-Καλαφάτης-Κοεμτζής-Χρυσοχόου-Ντε Πετράς! Δεν τον φτάνουν οι ελβιέλες. Μου θέλει πέδιλα σουέτ και να ’ναι κι απ’ του Simi!” Αυτά τα επίθετα –το χλευαστικό, γαλλοπρεπές Ντε Πετράς επειδή το Ταχτσής είναι παραφθορά τούρκικης λέξης, που σημαίνει λοθοξόος ή χτίστης– υποδήλωναν ότι οι πατρικοί μου πρόγονοι ήταν ταπεινοί τεχνίτες. Δεν είχε σημασία αν την ίδια εποχή έτρωγαν καλύτερα από μας. Πράγματι, ο παππούς ο Κωνσταντίνος ήταν χρυσοχόος, μ’ ένα μικρό αλλά κερδοφόρο μαγαζί πάνω στην Εγνατία οδό, και το σπίτι τους, ένα διώροφο μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής πίσω απ’ το τότε δημαρχείο, στην οδό Δαγκλή, ήταν ιδιόκτητο. Σημασία είχε ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς τους προγόνους απ’ τη μεριά της μάνας μου, που ήταν κτηματίες, διανοούμενοι και έμποροι, έστω και ξεπεσμένοι, ήταν άνθρωποι χωρίς κανένα ένδοξο παρελθόν και χωρίς φιλοδοξίες για μελλοντικές διακρίσεις του είδους που καλλιεργούσε σε μένα η γιαγιά, χωρίς όμως να είναι και σε θέση να με βοηθήσει να τις πραγματοποιήσω. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε μέσα μου από πολύ νωρίς ένα μεγάλο διχασμό. Ταξικά, όπως αργότερα ερωτικά, προσπαθούσα να ισορροπήσω πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Αργά ή γρήγορα θα ’πεφτα. Από ποια μεριά; Του πατέρα μου και μιας ήσυχης αλλά ταπεινής ζωής ή της μάνας μου, που έκρυβε πολλούς κινδύνους, αλλά και την υπόσχεση της επαναπόκτησης των παλιών μεγαλείων για τα οποία μου μιλούσε με τόση νοσταλγία η γιαγιά;».

Ταχτσής Κώστας, Το φοβερό βήμα, Εξάντας, Αθήνα 1989, σελ. 19-21.