Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σκοτεινός Βαρδάρης

(απόσπασμα)

Στις 10 Μαΐου 1913 η ομάδα του ανθρωπογεωγράφου Ζαν Μπρυν φτάνει με το Οριάν Εξπρές στη Θεσσαλονίκη και καταλύει στο ξενοδοχείο ‒ για λόγους που εξυπηρετούν αυτήν τη μυθιστορία ‒ Σπλέντιτ Παλάς. Το πρωί της ενδεκάτης Μαΐου, το ατμόπλοιο των γαλλικών ναυτιλιακών γραμμών Messageries Maritimes Γουσταύος Φλωμπέρ, που εκτελεί το δρομολόγιο Μασσαλίας-Θεσσαλονίκης δύο φορές την εβδομάδα, μπαίνει στο λιμάνι του Θερμαϊκού κόλπου. Η θέα είναι πανοραμική. Προκαλεί και προσκαλεί την όραση σ’ ένα παιχνίδι χρωμάτων και εντυπώσεων.
Τι θα μπορούσε να κρατήσει το βλέμμα ενός φωτογράφου από αυτή την καινούργια πόλη; Αν κρίνω από τις φωτογραφίες που ο Ωγκύστ Λεόν θ’ αρχίσει να τραβά ακριβώς την επομένη της άφιξής του στη Θεσσαλονίκη, το βλέμμα του συγκρατεί περισσότερο τη λεπτομέρεια παρά το σύνολο, έλκεται από την εκφραστικότητα και όχι από τη θεαματικότητα, από τη διάθλαση του φωτός ‒που απλόχερα του προσφέρει η βαλκανική παραθαλάσσια πολιτεία ‒, παρά από τη διάχυσή του, από τις ανθρώπινες φιγούρες και τα πρόσωπά τους, σκιασμένα τις περισσότερες φορές, παρά από τα τοπία. Την ώρα που το Γουσταύος Φλωμπέρ έμπαινε στον Θερμαϊκό, ο Γάλλος φωτογράφος πρέπει να ένιωσε βαθιά μέσα στο αδηφάγο βλέμμα του τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο εκτυφλωτικό μεσογειακό φως της Προβηγκίας και σε τούτο που μόλις ανέβαινε πίσω από τον Χορτιάτη μέσα σε μια αχλή ή και αραιή ομίχλη ‒ δεν ξεχώριζες ακριβώς ‒, πάντως μέσα σε κάτι που το έκανε να μοιάζει μάλλον νοτισμένο και θολό, άρα φευγαλέο, άπιαστο. Μπορεί και να ταράχτηκε ο νεαρός Προβηγκιανός, καθώς ένιωσε τη γητειά να απλώνεται, να έρχεται προς το μέρος του, αντέδρασε όμως σχεδόν αμέσως γνωρίζοντας πως το βλέμμα του σύντομα θα είχε τη δύναμη να την αιχμαλωτίσει.
Προς το παρόν, πάντως, είμαστε εμείς που βλέπουμε τον Ωγκύστ Λεόν και όχι εκείνος εμάς. Και τον βλέπουμε να μπαίνει στη μικρή λέμβο που τον μεταφέρει από το γαλλικό ατμόπλοιο στην αποβάθρα. Τον παρακολουθούμε να αποβιβάζεται κρατώντας τις δύο βαλίτσες του. Τη μικρή, αλλά δυσανάλογα βαριά, ξύλινη, και την πολύ ελαφρότερη, αν και μεγαλύτερη, υφασμάτινη. Επιτέλους, έφτασε στη “Salonique”. Η αποβάθρα είναι γεμάτη κόσμο, αλλά τι κόσμος είναι αυτός; Ο φωτογράφος μας εστιάζει γρήγορα το βλέμμα του σε φυσιογνωμίες και ενδύματα, το ένα διαφορετικό από το άλλο. Βλέπει τα καλυμμένα με μαντίλες πρόσωπα και δίπλα τους τα ευρωπαϊκά καπέλα, περιεργάζεται τα μακριά καφτάνια και δίπλα τους τα κομψά ευρωπαϊκά ρούχα τα ραμμένα σύμφωνα με την τελευταία λέξη της παριζιάνικης μόδας• το βλέμμα του στέκεται στις μακριές γενειάδες και πιο κει στα καλοσχηματισμένα μουστάκια, πιο πολύ όμως από το βλέμμα ερεθίζεται η ακοή του. Μιλάνε όλοι μαζί, αλλά δεν λένε τίποτε ίδιο, ή τουλάχιστον έτσι του φαίνεται εκείνου: εδώ πιάνει κάτι λέξεις τουρκικές, που σε δυο λεπτά αντιγυρίζουν σε κάτι τραγουδιστό που του φαίνεται κάπως πιο οικείο, λατινικά, ας πούμε. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί και έρχονται άλλες λέξεις με αρκετά φωνήεντα και βαριά σύμφωνα ‒ να είναι ελληνικά; ‒, αλλά να!, επιτέλους το αυτί του μεταφέρεται στην Ευρώπη, στην πατρίδα του, αυτά αναμφισβήτητα είναι γαλλικά: «Monsieur Léon, monsieur Léon», κάποιος τον φωνάζει.
Γυρίζει. Μα βέβαια!, είναι ο Ζυλ, το παιδί για όλες τις δουλειές, έρχεται προς το μέρος του μ’ εκείνες τις αστείες κινήσεις του και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά• είναι η συμπάθειά του, το ξέρει, μόλις βρει λίγο χρόνο, τρέχει και στήνεται δίπλα του, θέλει να γίνει φωτογράφος, όλο ερωτήσεις και απορίες είναι, κι εκείνος, παρ’ όλο που τον κουράζει μερικές φορές, του τις λύνει. Νάτος, λοιπόν, ο μικρός Ζυλ! Έφτασε, αφού έδωσε αρκετές σκουντιές και αγκωνιές, εντελώς ασύμβατες προς την πατροπαράδοτη γαλατική ευγένεια.
Στο κάδρο μας τώρα, ο Γάλλος φωτογράφος με τον μικρό, κατάξανθο Νορμανδό που ήδη έχει σηκώσει και τις δύο αποσκευές του, τη βαριά και την ελαφριά, και του λέει, του λέει, του λέει. Για το δικό τους ταξίδι με το Οριάν Εξπρές, για τις γλυκές, όπως τις ονόμαζαν όλοι στην αποστολή, μικρές ιδιοτροπίες του κυρίου Μπρυν, άσε πια για την πόλη: «Αυτή δεν είναι πόλη, monsieur Léon», τον ενημέρωσε ο μικρός Ζυλ, «είναι “salade macédoine”. Πώς είναι έτσι τόσο ανακατωμένα όλα εδώ πέρα; Μέχρι και βασιλιάδες δολοφονούν εδώ• μάθαμε πως πριν δύο μήνες σκοτώσανε το βασιλιά τους, ακόμη δεν τον είχανε αποκτήσει καλά-καλά και τον ξαποστείλανε μια και καλή. Αλλά έχει, μας είπανε, κάτι καφέ σαντάν, monsieur Léon… Κάτι καφέ σαντάν!».
Καθώς τους βλέπουμε ν’ απομακρύνονται στο βάθος του κάδρου, πάντα με την ευγενική βοήθεια του νεαρού Νορμανδού, δηλαδή με σκουντιές και αγκωνιές για να ανοίξει δρόμο μέσα στο πολύβοο και πολύχρωμο πλήθος της “salade macédoine”, εικάζουμε πως μέσα σε μια μέρα που η ομάδα του Ζαν Μπρυν βρισκόταν στην πολυπόθητη πόλη, ο φιλοπερίεργος νεαρός είχε καταφέρει να πληροφορηθεί και για άλλους χώρους ψυχαγωγίας, αν και γνώριζε από άλλες αποστολές πως, όταν αρχίσει η δουλειά, δεν υπάρχει χρόνος ούτε για μια απλή βόλτα. Έτσι ο φωτογράφος έμαθε για την ύπαρξη θεάτρων και κινηματογράφων οι οποίοι μάλιστα πρόβαλλαν και τελευταίας εσοδείας έργα: «Άκου να δεις! Το περιμένατε αυτό, κύριε, εδώ; Τι μυστήρια πόλη είναι αυτή! Κάτι θα ξέρει ο κύριος Μπρυν που μας έφερε στο τέρμα Θεού να τραβήξουμε φωτογραφίες. Ε; Τι λέτε κι εσείς;».

Χουζούρη Έλενα, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004², σελ. 175-178.