Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου

(απόσπασμα)

Οι πρόσφυγες, στο μεταξύ, συνεπαρμένοι από το πανοραμικό θέαμα των ακτών, αγνάντευαν τα παραλιακά χωριά, τις αμμουδιές, τα δάση και τα βουνά που διακρίνονταν στον ορίζοντα και έμεναν έκθαμβοι από την ομορφιά τους, από το λαμπερό φως του ήλιου και τη δροσιά του καθαρού και διάφανου αέρα. Το καράβι πέρασε κατά τα χαράματα από τη χερσόνησο του Άθω, το Άγιο Όρος, που τα βυζαντινά μοναστήρια του, σαν περίτεχνες αετοφωλιές κρεμασμένες στον ουρανό, φάνταζαν ανάμεσα και πάνω στους θεόρατους βράχους, τις δασωμένες κορφές και τις καταπράσινες πλαγιές. Το απομεσήμερο ο «Ναυαγός» διάβηκε απόμακρα από τα άλλα ακρογιάλια της Χαλκιδικής, άλλοτε δασωμένα κι άλλοτε αμμουδερά, και το απόγευμα, με το γέρμα του ήλιου, έστριψε δεξιά και μπήκε στον κόλπο του Θερμαϊκού. ‒ Ο Όλυμπος! φώναξε ο Νικόλας που τον αναγνώρισε. Το όνομα του βασιλιά των ελληνικών βουνών, της κατοικίας των θεών και της πηγής των μύθων, επαναλήφθηκε πολλές φορές με θαυμασμό και έκσταση από πολλά στόματα, ενώ οι ματιές όλων έψαχναν να βρουν στις χιονισμένες κορφές του τα παλάτια του Δία. ‒ Σαν το Αραράτ μοιάζει, παρατήρησε η Άννα. ‒ Έχεις δίκιο, συμφώνησε ο Τίμος, αλλά είναι πιο χαμηλό. ‒ Τι όμορφο βουνό που είναι! αναφώνησε η Όλγα. Θαρρείς και βλέπω την κορφή του Καυκάσου, το Κεζμπέκ! Η σειρήνα του καραβιού σφύριξε ξαφνικά και τρόμαξε τους επιβάτες. ‒ Φτάνουμε! Φτάνουμε! φώναξαν μερικοί. Το καράβι ύστερα από λίγη ώρα σίμωσε στο Μεγάλο Καραμπουρνού, το παρέκαμψε, έστριψε πάλι δεξιά και μπήκε στον μυχό του Θερμαϊκού. Η πανέμορφη πόλη του ελληνικού βορρά άστραψε στο φως του δειλινού, μπροστά στα θαμπωμένα μάτια των προσφύγων. ‒ Η Σαλονίκη! Η Σαλονίκη! Φτάσαμε! κραύγασαν με ανακούφιση πολλοί επιβάτες πετώντας ψηλά τα καπέλα, τις τραγιάσκες, τις σιάπκες, τις ρεπούμπλικες και τα παπάχια τους. Αναταράχτηκε χαρούμενα όλο το ανθρωπομάνι του καραβιού και συνωστίστηκε στη μια πάντα του πλεούμενου, κάνοντάς το να γείρει… Ο καπετάνιος και το πλήρωμα έκαναν συστάσεις να απομακρυνθούν οι επιβάτες από την επικίνδυνη πλευρά για να μη βουλιάξουν. Όσοι βρέθηκαν όμως στην άκρη καμάρωναν μαγεμένοι τα όμορφα και ομοιόμορφα παραλιακά διώροφα και τριώροφα χτίρια, που έμοιαζαν με παλατάκια παραταγμένα στη σειρά, καθώς και το άπειρο σπιτομάνι με τα ανατολίτικα λαϊκά οικήματα και τα αρχοντικά που ανηφόριζαν στο λόφο, όπου, σαν κορόνα βασιλική, φάνταζε το Εφταπύργιο. Τα βυζαντινά τείχη, πάλι, έζωναν την πόλη ξεκινώντας από το μεγαλόπρεπο Λευκό Πύργο, χαμηλά, στην άκρη της θάλασσας, και ανέβαιναν σκαρφαλώνοντας ως την Ακρόπολη, που στεφάνωνε το λόφο ολούθε. Πολλά παλικάρια ανοίγοντας λίγο ελεύθερο χώρο στο κατάστρωμα πιάστηκαν απ’ τα χέρια και βάλθηκαν να χορεύουν με τη συνοδεία της εύθυμης, ζωηρής και μεθυστικής μουσικής που τιναζόταν από τις χορδές της λύρας. Το πλοίο σίμωνε στο Μικρό Καραμπουρνού και σε λίγο έμπαινε στον όρμο της Καλαμαριάς, όπου φάνηκαν κάτι ομοιόμορφες μακρόστενες ξύλινες παράγκες, αραδιασμένες σαν κουτιά σε ατέλειωτες κάθετες και οριζόντιες σειρές. Η προσοχή όλων στράφηκε μονομιάς σε τούτον τον καταυλισμό, γιατί μάντεψαν πως εκεί μέσα θα στεγάζονταν και οι ίδιοι. ‒ Είναι παραπήγματα του συμμαχικού στρατού που μετατράπηκαν σε καραντίνα, εξήγησε ο καπετάνιος σε μια ομάδα προσφύγων που τον τριγύρισε. ‒ Και κείνα τα αντίσκηνα εκεί πάνω; ρώτησε κάποιος. ‒ Αυτά είναι πρόσθετα, για να χωρέσουν οι καινούριοι. ‒ Ο Θεός να μας φυλάξει! μουρμούρισε μια γυναίκα κάπως ανήσυχη. Οι φωνές και η κινητικότητα των προσφύγων λιγόστευε όσο πλησίαζε το καράβι στη σκάλα. Σε λίγο το πλεούμενο αγκυροβόλησε στα ανοιχτά και αμέσως σχεδόν άρχισε η αποβίβαση των ταλαιπωρημένων επιβατών του στις μαούνες, που είχαν κιόλας πλησιάσει και πλευρίσει. Άνθρωποι και πράγματα κύλησαν στα μικρά σκαφίδια, που ξεκίνησαν αμέσως για τη σκάλα του όρμου. Φτάνοντας εκεί ξεφόρτωσαν στα σβέλτα το ανθρώπινο φορτίο τους και ξαναγύρισαν στο καράβι. Το πήγαινε έλα συνεχίστηκε αδιάκοπα και γρήγορα πολλές φορές για να αδειάσει το ξέχειλο πλοίο από τους ανυπόμονους Ποντοκαυκάσιους, που βιάζονταν να πατήσουν το πόδι τους στην ελληνική στεριά, για να πιστέψουν πως έχουν φτάσει στ’ αλήθεια ζωντανοί στη μυθική πατρίδα. Οι πρώτοι νεαροί που περπάτησαν τη σκάλα και έφτασαν στην παραλία της Καλαμαριάς έσκυψαν συγκινημένοι και φίλησαν τη γη. Αμέσως κατόπιν πιάστηκαν πάλι στο χορό και το τραγούδι με τη συνοδεία της λύρας, που την έπαιζε ένας εκστασιασμένος λυράρης. Σε λίγο έφτασαν και άλλοι από τη σκάλα και έστησαν ένα δεύτερο χορευτικό κύκλο. Ακολούθησε και τρίτος και τέταρτος και πέμπτος, ώσπου ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε και κάλυψε όλη την παραλία της καραντίνας. Οι χορευτές νέοι και μεσήλικες, άντρες και γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν οργιαστικά δίπλα στα παρατημένα πράματά τους, ενώ από το «Ναυαγό» το πλήρωμα παρακολουθούσε με θαυμασμό το κουράγιο τούτης της ράτσας που δεν την τσάκιζε κανένα μαρτύριο και καμιά περιπέτεια. ‒ Ο Θεός να τους δίνει δύναμη και να τους βοηθήσει να αντέξουν και σ’ αυτά που τους περιμένουν! είπε ο καπετάνιος στοχαστικά και πρόσταξε στους ναύτες του να σηκώσουν άγκυρα.

Σαμουηλίδης Χρήστος, Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 349-351.