Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Συμεών ο πρόσφυγας

(απόσπασμα)

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου

Δεκέμβριο του ʾ34, κοντά στα Χριστούγεννα, πρωί Δευτέρας, γύρω στις εντεκάμισι, βρόντηξε η πόρτα μας. Κάποιος τη χτύπησε με το χέρι.
– «Μπα; Δεν έχουμε φως;» ξαφνιάστηκε και απόρησε η μητέρα μου. Έκανε έναν σύντομο έλεγχο στρέφοντας το διακόπτη. Το φως όμως άναψε.
– «Θα είναι εκείνη η Καλλιόπη. Αυτή μόνο δε χτυπάει το κουδούνι και βροντάει την πόρτα. Περίεργο όμως…», μουρμούρισε ανοίγοντας.
– Βρε μπάμπω! Δευτέρα σήμερα. Την Πέμπτη δε σε είπα για την πλύση; Πάλι ούριασες ;
– «Ποια μπουγάδα τώρα», αναστέναξε η κυρα-Καλλιόπη, μπαίνοντας λαχανιασμένη από το ανέβασμα της σκάλας και από μιαν απροσδιόριστη ταραχή.
Κατέρρευσε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της, έβγαλε βαθύ στεναγμό κι έδειχναν οι μορφασμοί της σαν να ʾχε αντιμετωπίσει κάποια τραγωδία, μόλις πριν από λίγο.
Η κυρά-Καλλιόπη, η πλύστρα μας, πρόσφυγας από ένα χωριό της Σμύρνης, ήταν μια γριά με φερσίματα εντελώς απροσδόκητα. Τις μέρες που ερχότανε να μας πλύνει, ήμασταν πάντα έτοιμοι νʾ ακούσουμε, από το φαφούτικο στόμα της, συνταραχτικές ειδήσεις και σχόλια για τα πιο απίθανα συμβάντα.
Όταν ανασκουμπωνότανε και έβαζε πλύση στο σπίτι μας, με τα μπουγαδοκόφινα, τις στάχτες, τις σόδες και τα λουλάκια, δεν έκλεινε ούτε στιγμή το στόμα της. Μιλούσε συνέχεια. Ακόμα κι όταν μασούσε το προσφάι που της έδινε η μητέρα μου στο μέσον της δουλειάς. Διηγιότανε ασταμάτητα, ακόμα και με μπουκωμένο στόμα, διάφορα περιστατικά που άρπαζε το αυτί της από δω κι από κει, συνήθως όμως και κατά προτίμηση, τραγικά: για ξυλοδαρμούς νιόπαντρων, για ξαφνικά και αναπάντεχα διαζύγια, για εγκυμοσύνες κοριτσιών, για δυστυχήματα στο δρόμο –«Νά! Να με κάψει ο Θεός αν σας λέω ψευτιές! Εκεί που ερχόμουνα! Μπροστά στα μάτια μου!…»–, ότι τον τάδε τον πάτησε το τραμ και τον έκανε λιώμα, ότι το γαλατά της τον δάγκωσε το γαϊδούρι του και τον τρέξανε στον Ερυθρό Σταυρό για «τιτανικό» –«καλά τον ήκανε, να μάθει να μη νερώνει το γάλα»• ότι ο Γιουβανάκης, ο ψιλικατζής, ηλωλάθηκε και ηπήρε φαρμάκι να πεθάνει για κείνη την «καρσινή του, τη γλιτζού » την Ευτέρπη• ότι, όπως είδε στο δρόμο που ερχότανε, βάλανε μπρος… να γκρεμίσουν το Λευκοπύργο. Κι όλα αυτά τα παραμύθια τα διάνθιζε με θεατρικές, πλατιές χειρονομίες, κρατώντας στα χέρια τα βρεγμένα ρούχα της μπουγάδας, εξακοντίζοντας νερά και σαπουνάδες στους τοίχους.
Την άλλη κιόλας μέρα, όλα τα πράγματα μπαίνανε, ένα-ένα, στη θέση τους. Διαπιστώναμε ότι τα πιο πολλά απʾ όσα μας είχε αραδιάσει ήταν σκέτα ψέματα, και τα υπόλοιπα παρατραβηγμένα ως εκεί που δεν πάει. Τα ʾβγαζε από το νου της. Όπως, παραδείγματος χάριν, αυτό για το Λευκοπύργο: Σκάβανε κάποιοι εργάτες, να φυτέψουν λίγα πεύκα γύρω του, κι αυτή το γύρισε, ως συνήθως, στο τραγικό. Όταν επρόκειτο για συγκεκριμένα ή και γνωστά μας πρόσωπα, ήταν εύκολο να εξακριβώσουμε πως όσα έλεγε ήταν δικές της επινοήσεις ή κακοήθειες άλλων λαδικών, για ερωτικά τρίγωνα, για απιστίες παντρεμένων, για τα ξεπορτίσματα της τάδε «με το γιαβουκλού τση », για βιασμούς και για άλλα πολλά. Τα εφεύρισκε μόνη της ή της τα λέγανε άλλες, κι αυτή όχι μόνο τα πίστευε, αλλά τους έβαζε αλατοπίπερο και τα μετέφερε διογκωμένα πόρτα πόρτα, όπου πήγαινε να βάλει πλύση. Μυθοπλάστης και τερατολόγος η Καλλιόπη, τι να σου πω!
Έβλεπε και το φλιτζάνι, όπου μέσα σʾ αυτό, εκτός από τα συνηθισμένα για παράδες, μεγάλες πόρτες, λόγια, νυφικά στέφανα και κηδείες, «διάβαζε» του κόσμου τα τρομαχτικά και παράδοξα που έμελλε να συμβούν σε καναδυό τέρμενα, συνδυάζοντάς τα με λάγνες προβλέψεις σεξουαλικής μορφής. «Ηβοί καλέ! Κοίτα να δεις! Μια σπαθάτη, ίδια η ανεψιά σου η Φεβρωνία, με τέσσερα βυζιά! Νά! δες και συ, και μέτρα τα. Να μου το θυμηθείς! Θα γεννήσει εύκολα. Μʾ ένα αχ θα το πετάξει…».
Εξηγούσε και τα όνειρα. Βέβαια! Κινητός ονειροκρίτης η Καλλιόπη. «Ήπιασες ψάρια; λαχτάρα! Ήφαγες ψάρι; χωρισμός. Είδες να σε κυνηγάνε ξεβράκωτο; καλά μαντάτα. Ηπήγες να κατουρήσεις; ευτυχία. Ονειρεύτηκες πεθαμένο; κρεβάτι». Τέτοια.
Τα ʾλεγε, όμως, γλαφυρά η Καλλιόπη. Με κείνο το χαριτωμένο, ρυθμικό και στρογγυλεμένο σμυρναίικο ιδίωμα. Στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη. Ήταν απόλαυση να την ακούς. Κι εγώ ακόμα, παρά τη μικρή μου ηλικία, έντεκα χρονών παιδί, ξεραινόμουνα στα γέλια με τα αστεία της, που τα πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. «Μέσα εσύ!», μου ʾβαζε τις φωνές η μάνα μου, όταν η διήγηση έπαιρνε κακό δρόμο κι άρχιζαν τα ερωτικά και οι χοντράδες της Καλλιόπης.
Η μπάμπω είχε το σπιτάκι της στο Νέο Κορδελιό, αλλά μπορούσε να κοιμάται, όποτε της ταίριαζε, σε μια παράγκα στην οδό Ακροπόλεως, όπου κατοικούσε εργένης ο γιος της. Δε διατηρούσε καμιά απολύτως σχέση με τον ηλεκτρισμό. «Δαιμονικό μαραφέτι» τον χαρακτήριζε. Γιʾ αυτό και δεν ακουμπούσε ποτέ το δάχτυλο στο κουδούνι, να μην τη χτυπήσει το ρεύμα. Στην παράγκα, όπως και στο συνοικισμό της άλλωστε, ανάβουν ακόμα γκαζόλαμπες, διότι σʾ αυτές τις περιοχές δεν έχει φτάσει το ηλεκτρικό.
Άλλοι την περιφρονούσανε, τη σιχαίνονταν. Τους εκνεύριζε. Η θεία μου η Φωφώ, η τσαούσα, δεν μπορούσε να την υποφέρει.
– «Όταν τη βλέπω έτσι ξερακιανή, μαυριδερή, ξεδοντού και μʾ εκείνο το πονηρό της το γέλιο», έλεγε, «τη φαντάζομαι καβάλα στο σκουπόξυλο, να περιίπταται μέσα στο πλυσταριό».
Η μητέρα μου όμως, καθώς είχε ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, αισθανότανε μεγάλη ευφορία, ακούγοντας τις σαχλαμάρες της Καλλιόπης και μη δίνοντας, βέβαια, καμιά απολύτως πίστη σʾ αυτά που έλεγε. Ήταν γιʾ αυτήν σαν να παρακολουθεί στο θέατρο κάποιον πετυχημένο κωμικό μονόλογο. Αντιθέτως, ο πατέρας μου, ο οποίος αποστρέφονταν τις «χυδαίες λέξεις», δεν την έβρισκε καθόλου διασκεδαστική και απορούσε με τη συμπάθεια που της έδειχνε η μητέρα μου. Δυσανασχετούσε.
– Πάλι αύριο θα ʾρθει αυτή η φαρμακομύτα; Την κάνεις γούστο εσύ. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι κι εσένα θα σε κουτσομπολεύει δεξιά κι αριστερά…
– «Δε βαριέσαι…», απαντούσε ανέμελα η μάνα μου, χαμογελώντας. «Ποιος θα δώσει πίστη στα λεγόμενα αυτής της παλαβής…».
Κι όμως. Σήμερα η μητέρα μου, από διαίσθηση, την πήρε στα σοβαρά…. Να ʾρθει έτσι, εκτάκτως, εκτός πλύσης και μάλιστα με τέτοιο απελπισμένο μούτρο, ήταν φανερό ότι αυτή τη φορά κάτι συνέβαινε. Έκανε σαν να είχε δει, μόλις τώρα, το Χάρο με τα μάτια της. Δεν ήταν σαν τις άλλες φορές, που στο ζαρωμένο της μούτρο διακρινόταν ένα κρυφό, σκωπτικό παιχνίδισμα και, ενώ εξιστορούσε του κόσμου τα τραγικά γεγονότα, τα πονηρά της μικρά ματάκια, γελούσαν. Όχι. Σήμερα ήταν αληθινά αναστατωμένη.

Ζησιάδης Λεωνίδας, Συμεών ο πρόσφυγας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996 / 1995, σελ13-16.