Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Ο Κυριάκος»

Ο Κυριάκος ο Ζαμπέτας υπήρξε ένα από τα θύματα του Βασιλικού Θεάτρου, όπως επί σειράν ετών υπήρξε θύμα του Χόλυγουντ.

Τη μακάρια αυτή προπολεμική εποχή, την εποχή της νιότης μας, ανέβαινε η παρέα μας πολύ συχνά στην άνω πόλη και εκεί συναντούσαμε τα βραδάκια στο Κουλέ Καφέ, τον Κυριάκο, το γιο της καφετζούς, της κυρα-Ζαμπέτας.

Ο Κυριάκος ήταν ένας φαντασμένος τεμπέλαρος εικοσιπεντάρης, που κατοικούσε μαζί με τη μάνα του ψηλά, στο δρόμο προς τους Αγίους Αναργύρους, στα Κάστρα, κοντά στην Πορτάρα, σ' ένα σπίτι μ' ένα δωμάτιο και μια κουζινίτσα, κολλημένο στο κάστρο, το όλον τρεις τοίχοι και τέταρτος, το κάστρο. Το σπίτι του 'μεινε, αφού συχωρέθηκε η κυρα-Ζαμπέτα με τ' όνομα, η μάνα του.

Ήταν μια πρόσφυγα από τα Μουδανιά του Μαρμαρά, μια φοβερή αντρο-γυναίκα. Ο Κυριάκος μαζί με το σπίτι κληρονόμησε και τ' όνομά της, γιατί του κολλήσανε το παρατσούκλι Ζαμπέτας και μ' αυτό τον ξέραμε όλοι.

Η κυρα-Ζαμπέτα έβλεπε, εν ζωή, το φλιτζάνι κι έριχνε τα χαρτιά. Η φήμη της μεγάλωσε, όταν ο ακαμάτης ο γιος της αποφάσισε, ένα φεγγάρι, να εγκαταλείψει το «Καφενείον ο Πλάτανος» στο Τσινάρι και να τη βοηθήσει, μαζεύοντας με μεγάλη επιτυχία από τις γειτονιές, πληροφορίες, για τα συγγενολόγια και τις ερωτοδουλειές των γυναικών, που ήταν υποψήφιες πελάτισσες της κυρα-Ζαμπέτας. Η συνεργασία αυτή απέδωσε πολλά στην οικογένεια σε γνωριμίες και χρήμα.

Σύντομα όμως ο ονειροπαρμένος πληροφοριοδότης σιχάθηκε και βαρέθηκε αυτές τις κοινωνικές αποστολές και τις δημόσιες σχέσεις της επιχείρησης και περιορίστηκε οριστικά στις προσωπικές καλλιτεχνικές του επιδιώξεις.

Η κυρα-Ζαμπέτα ήταν μια γυναίκα με δυναμικό χαρακτήρα. Βριζότανε και μαλλιοτραβιότανε με τις γειτόνισσες, λογομαχούσε με τους μανάβηδες και μπακάληδες για το ζύγι και αρκετές φορές την πήγανε στο Τμήμα «δι' άδικον επίθεσιν» με γκαζοτενεκέ στη βρύση. Φορούσε μονίμως μια κόκκινη κλαδωτή φανελένια ρόμπα και το πρόσωπό της, με μια ιδέα μουστάκι, ήταν άγριο και κατακόκκινο, σαν απόπληκτο. Στις κυρίες όμως που κατέφθαναν σπίτι της με τα φλιτζάνια τους τυλιγμένα σ' εφημερίδα, για να τους διαβάσει τον ξεραμένο τελβέ, φερότανε γλυκά και με ευγένεια κι έτσι, με το γλυκό και τη μαλαγανιά, αποσπούσε το δεκάρικο ή το εικοσάρικο, ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης.

Έδινε συμβουλές πώς να πετύχει η γέννα και να γεννηθεί αρσενικό, έδινε οδηγίες για το ανεμογκάστρι, αφαλόκοβε τα νεογέννητα βοηθώντας τη μαμή, ή κάνοντας η ίδια τη μαμή σε επείγοντα περιστατικά, έκοβε με ξυράφι τους χαλινούς κάτω απ' τη γλώσσα για τη θεραπεία της χρυσής, μοσχοπουλούσε σε μικρά μπουκαλάκια του κινίνου μαγικά ερωτικά φίλτρα για τις μεγαλοκοπέλες, τις Κυριακές πουλούσε κεράκια και λιβάνι στην Ευαγγελίστρια, δίνοντας μάχες εκ του συστάδην με τις γύφτισσες, είχε και μια τανάλια οδοντογιατρού, που την έφερε στην προσφυγιά απ' τα Μουδανιά κι έβγαζε δόντια φτωχών και πονεμένων.

Ήξερε να κάνει ξόρκια και ξεβάσκαμα για τα μάγια, όταν καμιά πελάτισσα ζητούσε τη βοήθειά της, επειδή έτυχε να βρει έξω απ' την πόρτα της ένα απολειφάδι από σαπούνι, γεμάτο μπηγμένες καρφίτσες και μαλλιά κολλημένα, και γενικώς βοηθούσε τους πονεμένους και κατατρεγμένους, ασθενείς και οδοιπόρους, έναντι μικρής αμοιβής. Συμβούλευε και τις στείρες πώς να γονατίζουν και ποια αποσπάσματα από τη Σολομωνική να μουρμουρίζουν, την ώρα που στην εκκλησία λέει ο παπάς «τας … στείρας, τας στείρας εν σοφία πρόσχομεν».

Μούντζωνε το γιο της με τα δυο της χέρια και με το δίκιο της, του πατούσε τις φωνές και τον καταριότανε, γιατί ήταν ανεπρόκοπος και κοπρίτης, τα περίμενε όλα απ' αυτήν και δεν έλεγε να κουνήσει τα ξερά του να πιάσει καμιά δουλειά, να βοηθήσει κι αυτός στα έξοδα.

-Τι να προφτάσνα μπρε τ' αγόρι 'μ δυο χέρια που δουλεύνα πε το πρωγί ώσαμε το βράδ'; Πού χάνεσαι, μπρε τεμπελχανά, διαβόλ' γιε, πε τη φυσαρμόνκα και τα κενηματόγραφα; Του ξεφώνιζε, κι αυτή τη φορά τον ξαναφασκέλωνε με σταυρωτές τις παλάμες.

-Να! που κακό χρόνο και μαύρο να 'ς, Ζοζέ Μοχίκα, μπουνταλά, που δε ξεκολλάς πε τον κατρέφτ' και σε κοροϊδεύνα ουλ', σασκίν'.

Τον κανακάρη της όμως το γιο της, τον απασχολούσε η χωρίστρα του, η μπάλα στα γήπεδα, οι ηθοποιοί του κινηματογράφου και το τραγούδι, γιατί συν τοις άλλοις νόμιζε ότι είχε και ωραία φωνή, εκτός από το ωραίο του παρουσιαστικό. Κουβαλούσε ένα πορτοφόλι γεμάτο με δικές του «εβδομαδιαίες» φωτογραφίες… σε στάση ηθοποιού. Δηλαδή με γυρισμένο προφίλ στο φακό το μισογερμένο μπούστο του, ενώ το πρόσωπο, γυρισμένο ανφάς, πόζαρε, σ' άλλες φωτογραφίες γελαστό και σ' άλλες ακουμπισμένου ηθοποιού. Για το επίτευγμα αυτό, ποζάριζε συχνά στο Φώτο-Λάκης στην Αριστοτέλους, που διαφήμιζε ότι «εκτελούνται φωτογραφίαι εις στάσιν ηθοποιού», αν το θυμάστε.

Ζησιάδης Λεωνίδας, «Ο Κυριάκος» στο Ζησιάδης Λεωνίδας, Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 86-89.