Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σκοτεινός Βαρδάρης

(απόσπασμα)

Σεπτέμβριος 1913. Παρότι είχε πια τελειώσει ο πόλεμος, ο Ωγκύστ Λεόν τον συναντούσε παντού, καθώς το Οριάν Εξπρές διέσχιζε το μέχρι πρότινος οθωμανικό βιλαέτι της Μακεδονίας. Από το παράθυρο έβλεπε, κάθε λίγο και λιγάκι, εγκαταλελειμμένα οχυρά, κατεστραμμένα πυροβόλα, ανατιναγμένα από τις οβίδες οχυρώματα, καμένα χωριά, καραβάνια ξεσπιτωμένων ανθρώπων που πήγαιναν, Κύριος οίδεν, πού. Ο Γάλλος φωτογράφος έβαζε μια καινούργια λέξη στη ζωή του: πρόσφυγες. Και επέστρεφε στα Βαλκάνια για τρίτη φορά, να κάνει φωτογραφία, αμετακίνητη μέσα στο χρόνο, αυτήν ακριβώς τη λέξη.

«Η τρίτη σας αποστολή εις τα Βαλκάνια, κύριοι, έχει ως στόχον κυρίως να φωτογραφίσετε τους πρόσφυγας. Διότι τώρα πλέον μετά την Συνθήκην του Βουκουρεστίου, πρόσφυγες μετακινούνται εις ολόκληρον την περιοχήν», τους ανακοίνωσε ο Αλμπέρ Καν μιλώντας, όπως πάντα, ήρεμα, καθησυχαστικά· αποφασιστικά. Είμαστε σε θέση να καταλάβουμε γιατί ο Αλσατός μεγαλοτραπεζίτης επικεντρώνει το ενδιαφέρον της τρίτης αποστολής στα Βαλκάνια στους πρόσφυγες. Αυτήν τη φορά θέλει αυτές οι εικόνες να μη χαθούν μέσα στο χρόνο, να μην ξεχαστούν, να εγκατασταθούν για τα καλά στη μνήμη όλου του κόσμου, να γίνουν κι αυτές Ιστορία, από την οποία βεβαίως οι άνθρωποι, όπως θα αποδειχτεί σύντομα, δεν θα διδαχτούν τίποτε, αυτό όμως δεν θέλει να το πιστεύει ο ρομαντικός μας ήρωας. Από τον Μισέλ Ζαρρύ, από τους φίλους του στο Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και από τις ανταποκρίσεις των εφημερίδων έχει όλες τις πληροφορίες ο Αλμπέρ Καν.

«Καραβάνια προσφύγων φεύγουν από τον τόπο τους και πηγαίνουν ούτε κι αυτοί ξέρουν πού. Σου σφίγγεται η ψυχή να τους βλέπεις. Έχουν στοιβάξει ό,τι μπορούσαν σε κάρα που τα σέρνουν αγελάδες ή κάτι ψωράλογα, και τραβούν στο άγνωστο. Οικογένειες ολόκληρες με βυζανιάρικα παιδιά! Κι όχι τίποτ' άλλο, το καλοκαίρι φεύγει, όπου να 'ναι θ' αρχίσουν βροχές, κρύα, τι θα γίνει όλος αυτός ο κόσμος; Κι ας μη με ρωτήσουν ποιοι είναι. Ό,τι θέλεις είναι: χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Έλληνες, Σέρβοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Τσιγγάνοι. Αδειάζουν ολόκληρες περιοχές, εγκαταλείπονται πόλεις· η Στρώμνιτσα και το Μελένικο, είναι δυο πόλεις που μου έρχονται πρόχειρα στο νου. Όλος ο ελληνικός πληθυσμός τις εγκατέλειψε, μόλις παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία· και οι μουσουλμάνοι το ίδιο. Αυτούς τους τελευταίους τους συνάντησα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Απερίγραπτες εικόνες εξαθλίωσης, αγαπητέ μου. Ωραία άρχισε ο Εικοστός αιώνας! Μήπως πρέπει να ντρεπόμαστε λιγάκι;» αφηγείται στον Αλσατό μεγαλοτραπεζίτη και εξίσταται ένας από τους εμπορικούς πράκτορες της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη· δεν έχει πολλές ημέρες στο Παρίσι και είναι πηγή πληροφοριών από πρώτο χέρι.

[…]

Γύρω στις έντεκα το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1913, η γαλλική φωτογραφική αποστολή με τον Ζαν Μπρυν επικεφαλής είχε μια σημαντική συνάντηση στο κτίριο που είχε σχεδιάσει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Βιταλιάνο Ποζέλι το 1891 για να το χρησιμοποιούν ως κονάκι τους οι Οθωμανοί της πόλης, ως διοικητήριο, δηλαδή. Σε αυτό το κτίριο, για το οποίο δικαίως περηφανεύονταν οι Οθωμανοί, στεγάζονταν και οι ελληνικές αρχές της πόλης.

Μια άμαξα οδηγεί τους Γάλλους στο κονάκι. Οι δρόμοι που διασχίζουν οι άνθρωποί μας δεν τους είναι άγνωστοι: από την παραλιακή στρίβουν στη Σερβρή Πασά, όλο επάνω, περνούν τον Φαρδύ Δρόμο, που αυτή την ώρα έχει πολλή κίνηση, κινούνται ακόμη δεξιότερα, επάνω, και να το το όμορφο αρχιτεκτόνημα του Ποζέλι μπροστά τους, δεσπόζει με τη λευκή φινέτσα του. Δυτικοευρωπαϊκός αέρας φυσάει γύρω τριγύρω, άμαξες περιμένουν λίγο πιο πέρα, ένα Φορντ του 1911 έχει κάνει την εμφάνισή του, κόσμος μπαινοβγαίνει, κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος, ένα άγημα Κρητικών χωροφυλάκων στέκεται κοντά στην είσοδο: «Αυτή είναι η Σαλονίκη», σκέφτεται ο Γάλλος φωτογράφος και νιώθει πάλι εντονότατη την επιθυμία να αρχίσει να τραβά φωτογραφίες. Η άμαξα όμως έχει σταματήσει μόλις, και ένας ένας κατεβαίνουν.

Ο άνθρωπος που τους περιμένει είναι γνώριμός τους, ο Νικόλαος Τσώπρος, Έλληνας διερμηνέας στο Προξενείο της Γαλλίας. Τους οδηγεί στον επάνω όροφο, στο Γραφείο του εκπροσώπου του Βασιλείου της Ελλάδος και της κυβέρνησης στην Αθήνα, Κωνσταντίνου Ρακτιβάν· εκεί βρίσκεται και ο Γάλλος υποπρόξενος, ο Τουρκέ ντε Μπωρεγκάρ.

Από τον Έλληνα εκπρόσωπο ακούς, Ωγκύστ, πως στο Μελένικο δεν έχει μείνει κανένας Έλληνας. Ακούμε κι εμείς μαζί σου: «Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στο Ντεμίρ Χισάρ, το Σιδηρόκαστρο, από τις 27 Ιουνίου, οπότε ο ελληνικός στρατός εκδίωξε τον βουλγαρικό», συνεχίζει. «Στο Μελένικο ανθούσε, από κάθε άποψη, το ελληνικό στοιχείο», τους είπε ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν στα ελληνικά με μεταφραστή τον Νικόλαο Τσώπρο· «εκεί λειτουργούσε τυπογραφείο από το 1843, ο κύριος Νικόλαος Χρηστομάνος, από το Μελένικο κι αυτός, είχε εκδώσει την εφημερίδα Ερμής, εδώ, στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του περασμένου αιώνα. Ο κύριος Τσώπρος με έχει ενημερώσει για τους πρόσφυγες αυτούς οι οποίοι ξεριζώθηκαν αδίκως από την πόλη τους, αλλά έτσι είναι οι συμφωνίες κορυφής, κύριοι: απαιτούν αμοιβαίες υποχωρήσει και ισορροπίες». Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν αναφέρθηκε στους μουσουλμάνους πρόσφυγες: «Αυτοί, αγαπητοί μου, είναι, τολμώ να πω, σε άθλια κατάσταση, έχουν στήσει καταυλισμούς στην περιοχή η οποία εκτείνεται πέραν των τειχών της πόλεως, έχουν έρθει κυρίως από τη Στρώμνιτσα, δεν είμαι σίγουρος για το πού πηγαίνουν, αν και οι ίδιοι δείχνουν να το γνωρίζουν. Μερικοί από αυτούς έχουν έρθει μέσα στην πόλη, αν πάτε στην περιοχή του Ιπποδρομίου θα δείτε τα συσσίτια τα οποία έχουν οργανώσει φιλόπτωχες Ελληνίδες. Πάντως, οποιαδήποτε βοήθεια χρειαστείτε, κύριοι, οι ελληνικές αρχές θα είναι στη διάθεσή σας», ολοκλήρωσε ευγενικά ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης.

Χουζούρη Έλενα, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004, σελ. 255-256, 262-264.