Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ψυχή μπλε και κόκκινη

(απόσπασμα)

Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό προσφυγικό κατάλυμα· δυο δωμάτια, μια στενόχωρη σάλα και κουζίνα. Μόνο τα δυο δωμάτια είχαν ξύλινο πάτωμα, η σάλα και η κουζίνα χώμα. Το αποχωρητήριο ήταν έξω, καμιά εικοσαριά βήματα μακριά, δίπλα στο αχούρι, αλλά δεν είχαμε ζώα, παρά μόνο λίγες κότες, κι έτσι το χρησιμοποιούσαμε σαν πρόχειρη αποθήκη. Έμπαζε από παντού, αφού ήταν χτισμένο με πέτρες και λάσπη, κι η πόρτα του σκέτη σκουριασμένη λαμαρίνα. Κάθε φορά που πήγαινα στο «μέρος» -έτσι το λέγαμε- για το χοντρό μου, έπρεπε να σημαδεύω την τρύπα καθισμένος αλά τούρκα, γιατί αν δεν τα κατάφερνα με μάλωνε η μάνα μου, αφού έπρεπε να κουβαλήσει έναν επιπλέον κουβά νερό από τη βρύση της γειτονιάς για να το καθαρίσει. Κι επειδή φαίνεται πως δεν ήμουν ο μόνος που δεν ήμουν καλός στο σημάδι, αυτό το κουβάλημα, αποκλειστικό καθήκον της μάνας μου, αφού οι άντρες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές του σπιτιού ούτε κι αν επρόκειτο να καθαρίσουν τα σκατά τους, κι επειδή νερό χρειαζόταν και για τη λάτρα του σπιτιού, το πλύσιμο ή το λούσιμο με ζεματιστό νερό και πράσινο σαπούνι όλης της οικογένειας στη σάλα, όπου τ' απόνερα δημιουργούσαν λάσπη στο πάτωμα, αυτό το κουβάλημα του νερού με δυο κουβάδες, έναν στο κάθε χέρι, ήταν η αιτία που η μικροκαμωμένη μάνα μου απέβαλε την αδελφή μου -την πρώτη Αγγελικούλα, γιατί υπάρχει και η δεύτερη, η αδελφή μου- ολόκληρο μωρό πεθαμένο. Αγγελική λέγανε τη γιαγιά μου που με μεγάλωσε, αφού η μάνα μου μικροπαντρεύτηκε και δεν είχε προλάβει να χαρεί τη ζωή της. Δεκαεφτά χρονών τη γνώρισε ο πατέρας μου, που την περνούσε ακριβώς μια δεκαετία, σ' ένα χορό των τηλεγραφητών, όπου την είχε φέρει ντάμα του ο θείος Ηρακλής. Την άλλη μέρα στο γραφείο ο πατέρας μου διπλάρωσε το συνάδελφό του κι άρχισε να τον ρωτά πώς και τι η αδελφή του, κι όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν διαθέσιμη, ζήτησε την άδεια μιας ουσιαστικότερης γνωριμίας, με σκοπό το γάμο, που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί, μ' ένα τρικούβερτο γλέντι στην ταβέρνα του «Λαδά», και μάλιστα με ψήσιμο αρνιού στη σούβλα. Ο πατέρας μου δέχτηκε ως προίκα κάτι χρήματα κι αγόρασε τα απαραίτητα έπιπλα (ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι με καρέκλες), που τα στρίμωξε όλα στο ένα δωμάτιο του σπιτιού που του παραχώρησαν. Στο άλλο κοιμόταν η γιαγιά κι αργότερα, δίπλα της, πάνω στο μιντέρι που του έβαζαν μαξιλάρια για να μην πέσω, εγώ. Ο παππούς ο Διαμαντής είχε πεθάνει από σάκχαρο και από τη στενοχώρια του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τότε που από αφέντης στο δίπατο αρχοντικό της Πόλης βρέθηκε πένητας στο σπίτι αυτό του Εποικισμού με βιος ένα αμπέλι δυο στρέμματα, να θρέψει τέσσερα παιδιά και τη γιαγιά μου. Έτσι δεν ευτύχησε να με παίξει στα γόνατά του, παρά μόνο με κοίταζε βλοσυρά, φορώντας το κατάμαυρο φέσι του, μέσα από το κάδρο με το τζάμι, τη μεγάλη φωτογραφία του που η γιαγιά είχε κρεμάσει δίπλα στο εικονοστάσι για να προσεύχεται. Τα αδέλφια της μάνας μου, ο Πασχάλης, ο Ηρακλής κι ο Πλάτων (η μητέρα ήταν η τρίτη στη σειρά), κοιμόνταν οι δυο στη σάλα κι ο τρίτος, ο μικρότερος, στην κουζίνα. Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι γεννήθηκα, στο Τόπαλτι, που τώρα λέγεται Ροδοχώρι, και για πολλά χρόνια ήταν το κέντρο της οικογένειας, του κόσμου μου, ακόμα κι αφού φύγαμε, όταν συμπλήρωσα τα τέσσερά μου χρόνια, τότε που ο πατέρας μου χρεώθηκε ως το λαιμό κι αγόρασε με δόσεις μια μονοκατοικία στην άλλη άκρη της Θεσσαλονίκης, στου Χαριλάου, εκεί που κρύβαμε το θείο Ηρακλή κι αργότερα το θείο Πλάτωνα. Το δωμάτιο της γιαγιάς είχε ένα παράθυρο στο δρόμο, που η γιαγιά το είχε μετατρέψει σε παρατηρητήριο βάζοντας δυο χοντρά μαξιλάρια στο μιντέρι, για να μπορεί καθισμένη να εποπτεύει καθετί που συνέβαινε στη γειτονιά, ακόμα και στις απόκρυφες λεπτομέρειές της. Η εμβέλεια του παρατηρητήριου αυτού ξεπερνούσε τη στροφή του δρόμου και έφτανε μέχρι το σπίτι της συννυφάδας της -αυτό κυρίως υπήρξε ο καθημερινός της στόχος- με το γνησίως ανατολίτικο όνομα Σουσάνα, που είχε την τύχη όχι μόνο να επιβιώσει ο άντρας της, ο Χρίστος, μικρότερος αδελφός του παππού μου του Διαμαντή, αλλά και να προκόψει. Κι ήταν ο καημός της γιαγιάς Αγγελικής μέγας, αφού ο Χρίστος, άξεστος κι αμόρφωτος, τον οποίο ο παππούς ο Διαμαντής τον είχε κάτι σαν παραγιό στο μεγάλο του εμπορικό στην Πόλη, κατόρθωσε να τα οικονομήσει, δουλεύοντας στην αρχή εργάτης σε εργοστάσιο που έκοβε καρφιά, κι αργότερα, αφού αγόρασε μία κι ύστερα κι άλλες μηχανές, αποκτώντας δικό του. Κι αναρωτιόταν η γιαγιά πού τάχα είχε βρει τα λεφτά, εκτός κι αν είχε κουβαλήσει λίρες απ' την Πόλη, που βέβαια δεν μπορούσε να ήταν δικές του. Γιατί η ιστορία του ήταν κάπως μπερδεμένη κι ούτε η γιαγιά μπορούσε να βρει μιαν άκρη. Ο παππούς ο Διαμαντής στην περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας έγινε προμηθευτής του ελληνικού στρατού πουλώντας ζωοτροφές, κι αργότερα, με την προτροπή και μεσολάβηση κάποιου Έλληνα αξιωματικού του εφοδιασμού -είχε αρπάξει προφανώς μίζα γερή- άνοιξε φούρνο στην Προύσα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια, πουλώντας αποκλειστικά όλες του τις κουραμάνες στον ελληνικό στρατό. Στο εμπορικό της Πόλης έμεινε ο μεγάλος αδελφός του, ο Μανόλης, μαζί με τον Χρίστο. Το μαγαζί δούλευε γιατί ο Μανόλης, έχοντας ενστερνιστεί πλήρως το οθωμανικό πνεύμα λειτουργίας της κρατικής μηχανής, λάδωνε ανελλιπώς τους Τούρκους χωροφύλακες. Παρ' όλα αυτά μια μέρα εμφανίστηκαν δυο νέοι και δύστροποι τζαντερμάδες, που -διαφωνώντας προφανώς στο ποσό της καταβολής- τον πήραν για ανάκριση κι από τότε χάθηκαν οριστικά τα ίχνη του. Με την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου ο παππούς ο Διαμαντής πλήρωσε έναν καϊκτσή να φυγαδεύσει την οικογένειά του κι εκείνος γύρισε στην Πόλη να περιμαζέψει την περιουσία του. Βρήκε το μαγαζί εγκαταλειμμένο, λεηλατημένο, το σπίτι κλειδωμένο κι άδειο, τον Χρίστο άφαντο. Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί στο εξοχικό μιας ξαδέλφης του στον Βόσπορο, γιατί οι Τούρκοι τον καταζητούσαν ως προδότη, συνεργάτη των Ελλήνων. Για να γλιτώσει το κεφάλι του, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε σε Τούρκους κι Έλληνες, το μόχθο μιας ζωής ολόκληρης, κι έφτασε κυνηγημένος, κρυμμένος στ' αμπάρι ενός καραβιού, στα Νέα Μουδανιά (έτσι τα ξέρουμε σήμερα), πάμφτωχος και με το σάκχαρο στα ύψη, όπου αντάμωσε την υπόλοιπη οικογένεια, τη γιαγιά Αγγελική και τα τέσσερα παιδιά τους, να λιμοκτονούν σε μια σκηνή του Εποικισμού, αφού ο φίλος του καϊκτσής κράτησε τα δυο μπαούλα της γιαγιάς -τους έβγαλε στη στεριά και την κοπάνησε σηκώνοντας αμέσως άγκυρα- ως επιπλέον αμοιβή για την επικίνδυνη, πράγματι, αποστολή του. Αργότερα τους μετέφεραν για μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και επειδή ήταν εξαμελής η οικογένεια, τους παραχώρησαν το σπίτι με το αμπέλι. Ο Χρίστος εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη δυο χρόνια αργότερα, αφού ο παππούς ο Διαμαντής είχε πεθάνει και από το κάδρο τού ήταν αδύνατο να ζητήσει εξηγήσεις. Πήρε απ' τον Εποικισμό κι αυτός σπίτι έχοντας τετραμελή οικογένεια (την Κική από πρώτο γάμο και τον Γιώργο, γιος της Σουσάνας), που γρήγορα το ευπρέπισε με τσιμέντο στο πάτωμα και ακριβά για την εποχή έπιπλα, ακόμα και ψυγείο του πάγου. Αμπέλι του έδωσαν μεγαλύτερο αλλά πιο μακριά, μισό και πλέον χιλιόμετρο απείχε από το σπίτι τους, γι' αυτό κι έχτισε ένα τσαρδάκι στην αρχή κι αργότερα κανονικό παράσπιτο, με μια κρεβατσούλα στην αυλή, να ξαπλώνει και να ροχαλίζει. Γιατί πολύ αγαπούσε τον ύπνο ο θείος Χρίστος. Μόλις γύριζε απ' τη δουλειά, η θεία Σουσάνα του έπλενε πάντα τα πόδια με ζεστό νερό σε μια μπακιρένια λεκάνη, κι αφού τα σκούπιζε προσεκτικά, θαρρείς με ευλάβεια, ο θείος Χρίστος ανέβαινε στο κρεβάτι κι έτρωγε σταυροπόδι το φαΐ του πάνω σ' ένα μικρό σοφρά, πίνοντας κι άφθονο ρακί. Ξαφνικά έγερνε στο πλάι κι άρχιζε το ροχαλητό. Η θεία Σουσάνα κι άλλοτε και η Κική σήκωναν τότε το σοφρά με τ' αποφάγια και τον σκέπαζαν. Κι αυτό ήταν που βασάνιζε τη γιαγιά Αγγελική, πως αυτό το ζώο έγινε άνθρωπος με παράδες, κι εκείνη, η αρχόντισσα, κατάντησε πολλές φορές ζητιάνα, άλλοτε στην Κατοχή (θυμάμαι που μου έλεγε «Πήγαινε, τζιγέρι μου, στη Σουσάνα να φας λίγο χωσάφι»), μα κυρίως αργότερα, στον Εμφύλιο, τότε που έριξε τα μούτρα της κι έπεσε στα πόδια του Χρίστου και τα φιλούσε για να της δώσει λίρες να γλιτώσει τον Πλάτωνα απ' το εκτελεστικό απόσπασμα.

Σφυρίδης Περικλής, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σ. 16-20.