Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Συμεών ο πρόσφυγας

(απόσπασμα)

Μπρος ο Ηρακλής, πίσω το όργανον της τάξεως και παραπίσω οι δυο αυτήκοοι μάρτυρες, ανέβηκαν την ετοιμόρροπη, ξύλινη σκάλα και μπήκαν στη σάλα του Αστυνομικού Τμήματος, που ήταν στεγασμένο σ' ένα τριώροφο παμπάλαιο τουρκόσπιτο.

[…]

Στο τμήμα υπήρχε ζωηρή κίνηση. Αν και Κυριακή, κόσμος και κοσμάκης μπαινόβγαινε. Μέσα σ' ένα δωμάτιο, στο βάθος, ακούγονταν φωνές από κάποια ανάκριση. Βγήκε ο υποδιοικητής για λίγο έξω, να πιει ένα ζεστό τσάι, που του σέρβιρε το γκαρσόνι του καφενείου από κάτω. Είχε ξεκούμπωτο το αμπέχωνο και σκυλόβριζε ανάμεσα στα δόντια του τον ανακρινόμενο, διότι του έβγαλε την ψυχή ώσπου να ομολογήσει. Στο βάθος, πίσω από την πόρτα, ακούγονταν ακόμα κάτι λίγες σφαλιάρες.

[…]

Περασμένες δύο, κατέφθασε ο κύριος διοικητής. Χραπ! Όλοι εκεί μέσα κλαρίνο. Διέσχισε σκυφτός τη σάλα και μπήκε στο γραφείο του. Από πίσω του, κουμπώνοντας βιαστικά το αμπέχωνό του, μπήκε και ο κύριος υποδιοικητής…

Σε λίγο, με χαρτιά και φακέλους υπό μάλης, μπήκε και ο ενωματάρχης υπηρεσίας για να τους ενημερώσει επί της υποθέσεως αποπείρας φόνου.

Ο Μανόλης μελαγχόλησε στη σκέψη ότι τώρα το ψητό, κρέας με πατάτες στο φούρνο, θα το έχει κουβαλήσει ο γιος του στο σπίτι και θα τρώνε. Ο Αγησίλαος έχει στο νου του τη γυναίκα του, που θα τον ψάχνει. Τον θερίζει κι αυτόν η πείνα και έχει στεγνώσει το στόμα του, ενώ τα πόδια του ξύλιασαν μέσα στη σάλα, που μπάζει από παντού.

Κάποια στιγμή επιτέλους, μισάνοιξε η πόρτα του γραφείου και ρίξανε μια κλέφτικη ματιά μέσα. Ο διοικητής πάτησε νευρικά το στρογγυλό μεταλλικό κουδούνι που ήταν πάνω στο γραφείο του και συγχρόνως φώναξε με αυστηρή φωνή:

-Σταθουλακόπουλος!

Τσακίστηκε ένας με πολιτικά και κοιλίτσα.

-Διαταγάς!

- Να μου προσκομίσουτε τα στοιχεία των εμπλεκομένων εις το συμβάν. Τόσον του θύματος, όσον και του δράστου. Ονοματεπώνυμον, έτος γεννήσεως, επάγγελμα, διεύθυνσιν κατοικίας και λοιπά στοιχεία, αλλά κυρίως τόπον καταγωγής. Να μεταβεί πάραυτα ο Διακογιαννέας του δικαστικού εις το Δημοτικόν, ή εις το Προσφυγικόν, δια να λάβει κατάθεσιν του τραυματίου και γνωμάτευσιν των ιατρών. Ομοίως να λάβει στοιχεία των μαρτύρων και πούθε είναι ο καθείς… Ο βλάκας ο Παπαχαραλαμπόπουλος που διεξήγαγε την σύλληψιν, να προσκομίσει αύριον την σύζυγον.

Σκούρα τα πράματα, σκέφτηκε ο Μανόλης ξεροκαταπίνοντας το σάλιο του. Καταράστηκε μέσα του την ώρα και τη στιγμή που άφησε το ωραίο του ταβλάκι, ο σερσέμης, και πήγε ν' ανακατευτεί σ' όλα αυτά. Ανησύχησε και μ' αυτό το «πούθε είναι ο καθείς» που άκουσε, διότι ως πρόσφυγας, δεν αποκλείεται να βρεθεί στα καλά καθούμενα μπερδεμένος. Εδώ που τα λέμε, ολόκληρος Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής», έγραψε πριν από έξι χρόνια, σε κύριο άρθρο του για τους πρόσφυγες, που τους ονόμασε «προσφυγική αγέλη», ότι δε θέλει ούτε να τους ξέρει, ούτε να τους βλέπει. «Να πάτε από κει που ήρθατε, έγραφε. Δε σας θέλουμε ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως οπαδούς, ούτε ως πολιτικούς αντιπάλους. Ούτε ως συμπολίτας, ούτε ως αναγνώστας μας…». Να τα διαβάζεις, δηλαδή, και να σε πιάνει ρίγος… «Δε θα μας θέλουν ούτε και ως μάρτυρες», σκέφτηκε ο Μανόλης φοβισμένος προκαταβολικά.

Ο διοικητής, ένας μονίμως συνοφρυωμένος πενηντάρης, κοντός και γερός, με φαρδιές πλάτες, σουλούπι παλαιστή, μόλις φέτος προαχθείς σε μοίραρχο. Μεσσήνιος την καταγωγήν, είχε ξεκαθαρισμένες απόψεις για τους πολίτες, γενικώς. Διετείνετο, επίσης, ότι μπορεί να διαγνώσει το ποιόν ενός εκάστου με μια ματιά.

Προσηλωμένος εις το καθήκον δια την πάταξιν του κοινού εγκλήματος, είχεν επεδείξει προσφάτως και μίαν αξιοσημείωτον πολιτικήν δραστηριότητα, τυλίγοντας σε μία κόλλα χαρτί όσα βενιζελόμουτρα του πέφτανε στα χέρια. Αυτές τις πατριωτικές του ενέργειες φρόντιζε, μέσω ενός φίλου του βουλευτή, να τις πληροφορείται η σεβαστή Κυβέρνηση για να εκπληρωθεί έτσι ο μεγάλος του πόθος: να τον μεταθέσουν επιτέλους εις το «λεκανοπέδιον», ύστερα από μία πενταετία εξορίας του στη Μακεδονία.

Έδενε στο πι και φι τους ενόχους και τους εξαπόστελνε στον εισαγγελέα. Κι όταν ύστερα μάθαινε ότι οι περισσότεροι βγαίνανε αθώοι, ελεεινολογούσε τη Δικαιοσύνη για τη στραβομάρα και την επιείκεια που έδειχνε σ' αυτά τα «σκατόφκυαρα», όπως χαρακτήριζε όλους, όσοι πέφτανε στα χέρια του. Καμιά φορά τους έλεγε και «σκατοσέσουλες». Αναλόγως. Είχε κατατάξει τους πολίτες σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει του τόπου καταγωγής τους:

Πρώτοι και καλύτεροι, υπεράνω πάσης υποψίας, αγνοί πατριώτες και νομιμόφρονες πολίτες, ήταν όσοι κατάγονταν από «τα άγια χώματα, κάτω από τ' αυλάκι», κατά προτίμηση μάλιστα, από Βυτίνα και νοτιότερα.

Αμέσως μετά, στη δεύτερη κατηγορία, κατέτασσε όλους γενικώς τους παλιολλαδίτες ως τη Μελούνα. Και τους νησιώτες επίσης, εξαιρέσει όμως των Επτανησίων, των οποίων τον ανδρισμόν και την εντιμότητα δεν απεδέχετο, εξ ενστίκτου, πλήρως.

Οι Θεσσαλοί και οι Ηπειρώτες δεν ήταν για τον κύριο διοικητή και τόσο πολύ καθαροί Έλληνες. Αυτούς, μαζί με τους ντόπιους της Μακεδονίας και της Θράκης, συλλήβδην, τους αντιμετώπιζε με σχετική ανοχή.

Τους Εβραίους, αν και σταυρώσανε ως γνωστόν το Χριστό, τους αντιμετώπιζε με έναν ανεξήγητο σεβασμό. Στην τελευταία κατηγορία και σε μεγάλη περιφρόνηση είχε κατατάξει τους εκ Τουρκίας, εξ Αλβανίας, εκ Γιουγκοσλαβίας και εκ Βουλγαρίας πρόσφυγες, για τους οποίους δε διατηρούσε ούτε την παραμικρή αμφιβολία, ότι «είχον από αιώνας αφελληνισθεί, επεσώρευσαν με τον ερχομόν των όλα τα δεινά δια την Πατρίδα και απηργάζοντο τον εθνικό αφανισμόν, όντες οι περισσότεροι βενιζελικοί και κομμουνισταί… Από τους τουρκόσπορους όλα μπορείς να τα περιμένεις», έλεγε συχνά ο κύριος διοικητής.

Ζησιάδης Λεωνίδας, Συμεών, ο πρόσφυγας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996/1995, σελ. 55-58.