Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στη σκιά της πεταλούδας

(απόσπασμα)

Ο Ηλίας ήταν ο πραγματικός εγγονός του δολοφόνου του λύκου. Τον παππού του δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, γνώρισε όμως τις στράτες του, την απόδραση στο σκοτάδι, τα βήματα του φυγά, τα χοντρά ζάρια στα δάχτυλα και ύστερα εκείνες τις περιστροφές τους στον αέρα, πριν πέσουν κάτω και κυλήσουν παρασέρνοντας αριθμούς και πεπρωμένα.

Βάδιζε στην οδό Γιαννιτσών και στα στενά περάσματα του δρόμου τον έσπρωχναν στη ράχη ζώα και άνθρωποι για να προχωρήσει, καθώς οι πόλεις είναι πάντα ένα ποτάμι, όπου αυτός που δεν κυλάει γρήγορα πεθαίνει στεγνωμένος στις όχθες.

Περνούσε μπροστά από ασβεστάδικα, ξυλάδικα, καροποιεία, μαγαζιά με «είδη νομής», όπου στοιβάζονταν μπροστά στην πόρτα τους σακιά με κριθάρι, βρόμη και κεχρί. Πέρασε και από το «Μοναστήρ χάνι» και από το «Πατέρα χάνι» με τις αυλές τους τις περιφραγμένες, που μύριζαν αλογίλα και βρεγμένο χώμα. Μπροστά από τα σαγματοποιεία κρέμονταν χάμουρα, καπίστρια, σέλες και χαμούτια. Τα μαγέρικα με τα αραδιασμένα ταψιά με κεφτέδες στη σάλτσα και ψάρια πλακί ανέδιδαν τις μυρωδιές τους και, όσο πλησίαζε το μεσημέρι, θαρρείς κι αυτές θέριευαν και ανυψώνονταν πάνω απ' τον πολύβουο δρόμο και σκέπαζαν ακόμα και τη μυρωδιά της βροχής.

Βγήκε στον Βαρδάρη ρίχνοντας κλεφτές ματιές αριστερά δεξιά, μην τυχόν και τον αναγνωρίσει κάποιος γνωστός του πατέρα του. Έβρεχε συνέχεια, λίγα αυτοκίνητα έκαναν τον κύκλο της πλατείας, ενώ ορμητικά ρυάκια και μουσκεμένοι διαβάτες τους έκοβαν κάθε τόσο το δρόμο, ρόδες, πόδια και λάσπη γίνονταν ένα. Μπήκε μέσα σ' ένα καφενείο με μια γωνιακή πράσινη τζαμαρία. Πριν προχωρήσει δυο βήματα, τον έπνιξαν τα χνότα κι ο καπνός. Χωριάτες, έμποροι, περαστικοί και σαλταδόροι, ό,τι βάνει ο νους σου, σαν να τους είχε μαζέψει η βροχή σε μια γούβα και τώρα έβραζαν όλοι μαζί σαν τα σκουλήκια.

Παράγγειλε καφέ και μοιράστηκε το τραπέζι με έναν παχουλό ηλικιωμένο κύριο με λίγα μαλλιά, που τα χτένιζε προσεχτικά προς τα πάνω με μπριγιαντίνη. Ο Ηλίας είχε μαζί του και την παλιά βαλίτσα, την έχωσε ανάμεσα στα πόδια του, μην αρχίσουν τίποτα βρομόχερα να την πασπατεύουν. Έβγαλε την τραγιάσκα και την ακούμπησε με προσοχή στο τραπέζι, μην τύχει και φανούν οι εφημερίδες που είχε στριμώξει από μέσα, για να μπορέσει να σταθεί στο κεφάλι του. Την είχε πάρει κρυφά και αυτή από τα ρούχα του Μάρκου, όπως κρυφά είχε ξεγλιστρήσει πριν από το ξημέρωμα από το χωριό του. Έριξε μια λοξή ματιά σ' αυτόν που μοιραζόταν μαζί του το τραπέζι και με αργές κινήσεις έβγαλε το χοντρό πανωφόρι και το 'ριξε στα πόδια του.

Ο καφές άχνιζε τώρα μπροστά του μαζί με ένα ποτήρι νερό γεμάτο δαχτυλιές. Ρούφηξε πρώτα το καϊμάκι με θόρυβο, ίσως για να παιανίσει την ελευθερία του, που άρχιζε μόλις εκείνη τη στιγμή με δυο γουλιές καφέ, ένα σβέρκο υγρό από τη βροχή και μια μικρή λασπωμένη βαλίτσα.

Αυτός που καθόταν απέναντί του έβγαλε με αργές κινήσεις ένα κομψό πακέτο άφιλτρα «Ματσάγγου» και με χοντρά δάχτυλα ξεχώρισε ένα και το έβαλε στο στόμα. Αμίλητος πάντα άπλωσε το ανοιχτό πακέτο και πρόσφερε στον Ηλία. Αυτός έριξε για πρώτη φορά τα μάτια του απροσχημάτιστα πάνω στο κολάρο, στο άσπρο πουκάμισο, στην αλυσίδα του ρολογιού που καμπύλωνε πάνω στο γιλέκο.

«Ευχαριστώ» είπε και κράτησε το τσιγάρο στα χέρια.

Σε λίγο γέμισαν το τραπέζι τους καπνό. Ο Ηλίας είχε την ευστροφία να ρουφάει λίγο λίγο, μην τυχόν τον πιάσει κανένας ξερόβηχας και γίνει ρεζίλι. Είχε ρουφήξει τσιγάρο κι άλλες φορές, πάντα όμως στη ζούλα, κυρίως κοντά στο ανάχωμα στο ποτάμι με κάτι άλλους απ' τη γειτονιά, δεν είχε ακόμα καλοσυνηθίσει.

«Πόσω χρονώ είσαι, αγόρι;» τον ρώτησε με τη βαριά φωνή του.

«Γιατί;» ρώτησε ο Ηλίας και τον κοίταξε καχύποπτα, καθώς πήρε πάλι μια μικρή ρουφηξιά διώχνοντας γρήγορα έξω τον καπνό, πριν τον καταπιεί.

«Έχω το σκοπό μου που ρωτάω, μυστικό είναι;»

«Όχι δα, σιγά το μυστικό! Δεκαεφτά είμαι».

«Από πού έρχεσαι;»

«Από μακριά».

Γέλασε με την καρδιά του και χάιδεψε το παχύ μουστάκι.

«Γιατί γελάτε;»

«Φυλάγεσαι, ε;»

Ο Ηλίας έριξε κάτω τα μάτια.

«Χαράλαμπος Εφραίμογλου, έμπορος» είπε και του άπλωσε το χέρι.

«Ηλίας Χατζίδης» του απάντησε ξερά και του έδωσε το χέρι.

«Καλά κάνεις, Ηλία ογλούμ, και φυλάγεσαι, σ' αυτή την πόλη έχεις πολλά να μάθεις».

Ύστερα έσκυψε λίγο μπροστά, ακούμπησε το ένα χέρι πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι και μίλησε χαμηλόφωνα, συνωμοτικά.

«Σκαστός είσαι;»

Τα μάτια του Ηλία έμειναν να κοιτάνε τη βαλίτσα ανάμεσα στα πόδια του.

«Τι σημασία έχει;» ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Έχει, αν σε κυνηγάνε οι πολισμάνοι, δεν μπορώ να σε βοηθήσω· και στου βοδιού το κέρατο να κρυφτείς, έχουν μάτια παντού και θα σε βρουν».

«Το 'σκασα απ' τον πατέρα μου, αυτό και τίποτε άλλο! Ούτε κι αυτοί θα με ψάξουν, θα τους γράψω γράμματα όταν θα 'ρθει η ώρα».

«Ε, ρε νιάτα!» σφύριξε μέσα από τα χείλη του και ακούμπησε πάλι την πλάτη του στη ράχη της καρέκλας.

«Εγώ, όταν το 'χα σκάσει, Ηλία ογλούμ, δεν είχα ούτε βαλίτσα, είχα στο νου μου μόνο μια μεγάλη πολιτεία, που με τραβούσε η μυρωδιά της σα να 'τανε γυναικεία μπούτια…»

Ο Ηλίας σήκωσε τα μάτια και τον πρόσεξε πάλι. Είχε περασμένα τα εξήντα, φαινόταν ευκατάστατος και καλοζωισμένος.

«Νύχτα έφυγα» είπε κάποια στιγμή «πιο μικρός από σένα ήμουνα, κι όμως τα τζιέρια μου ήταν καμένα απ' τη δυστυχία, μαύρη η ζωή μου απ' τη φτώχεια και την ορφάνια. Έφυγα απ' το θείο μου κρυφά κι αυτός αμόλησε από πίσω μου ζαπτιέδες να με βρουν, τους είχε τάξει, φαίνεται, μπαξίσια για να φέρουν το δουλικό του πίσω με τις αλυσίδες».

«Πού;» ρώτησε ο Ηλίας.

«Πέρα βαθιά στην Ανατολία, στο Σαλιχλί κι ακόμα παραπέρα, τρεις βδομάδες έκανα να φτάσω στη Σμύρνη. Έμεινα εκεί στη μεγάλη πολιτεία είκοσι χρόνια ολάκερα, έκανα παρά με ουρά απ' το κοντραμπάντο, ξέρεις τι είναι το κοντραμπάντο;»

Ο Ηλίας κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Οι γραμματιζούμενοι το λένε τώρα λαθρεμπόριο. Πρέπει να ξέρει όμως πάντα κανείς να φεύγει την ώρα που πρέπει, έτσι με φαίνεται. Όταν ήρθε το ελληνικό, τα πράγματα αλλάξανε. Πες το φώτιση, τα πούλησα όλα, μάζεψα τα λεφτά κι ήρθα στην Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά γίναν στάχτη όλα εκεί κάτω».

Ο Ηλίας τον κοίταζε τώρα στα μάτια με βλέμμα ανάκατο, απορία και θαυμασμό. Έξω απ' την τζαμαρία φαινόταν πως έβρεχε δυνατά, η πλατεία ίσως να πλημμύριζε και πάλι.

Ο Εφραίμογλου σταμάτησε για λίγο κι άναψε πάλι τσιγάρο, τα μάτια του έλεγχαν αργόσυρτα και με αυτοπεποίθηση το σύρε κι έλα του μεγάλου μαγαζιού. Σήκωσε το χέρι αργά και το παιδί του καφενείου τσακίστηκε να έρθει αμέσως.

«Ορίστε, κύριε Χαράλαμπε».

«Γιαννάκη, μολύβι και χαρτί» είπε.

Ο μικρός χάθηκε κι επέστρεψε σε δευτερόλεπτα. Τα μάτια του Ηλία κοίταζαν έξω από το τζάμι τη βροχή.

Τα χοντρά δάχτυλα του Εφραίμογλου έγραφαν αργά στο τετράδιο μια σύσταση, ύστερα έσκισε το φύλλο, το έβαλε στην άκρη και έγραψε και μια δεύτερη.

«Αγόρι, δεν ξέρω τι καπνό φουμάρεις και τι χαλασμός γίνεται στο κεφάλι σου αυτή την ώρα. Σε έχω εδώ δύο χαρτιά. Η μία σύσταση γράφει: Χρήστος και Ντράγκαν Σεραφίμοβιτς, γαλακτοπωλείο, οδός 4ης Αυγούστου. Αριθμό δε θυμάμαι όταν δεν πρόκειται για λεφτά, δε θυμάμαι ποτέ αριθμούς. Θα πάρεις γραμμή την Εγνατία και κοντά στην Αγια-Σοφιά θα το βρεις. Αυτός είναι ο δρόμος για τον κόσμο τον καλό, όπως λένε, αριστοκρατία, κυρίες, χαμόγελα, καλημέρα-καλησπέρα και τέτοια».

Ο Ηλίας κράτησε στο χέρι το φύλλο του χαρτιού και το κοίταξε προσεχτικά.

«Το άλλο λέει κυρία Αρχόντω, οδός Ειρήνης, πριν την Αγίου Δημητρίου, θα το δεις, αριθμούς όπως σε είπα δε θυμάμαι, μπορντέλο είναι, ογλούμ, και θα το γνωρίσεις αμέσως, γιατί όλα εκεί, μέσα έξω, είναι χαρούμενα».

Έσβησε το αποτσίγαρο στο τασάκι που βρισκόταν μπροστά του.

«Δουλειά μπορείς να βρεις κι εδώ κι εκεί, πες μόνο τ' όνομά μου και δείξε το χαρτί».

Ανακάθισε καλύτερα στην καρέκλα και συνέχισε.

«Χρόνια πριν, που λες, κάτω στην πατρίδα είχαμε ένα δάσκαλο, που είχε λωλάδα με τα αρχαία κι όλο έλεγε για τον Ηρακλή και τους δυο δρόμους, της Αρετής, το δύσκολο, και της Κακίας, που ήταν σιάδι. Δυο χρόνια είχα πάει μόνο στο σχολειό και τα θυμάμαι τώρα όλα καθαρά σαν να ήταν χτες. Με φαίνεται πως κι εγώ τώρα που γερνάω παίζω παρόμοια παιχνίδια…»

«Ευχαριστώ…» ψέλλισε ο Ηλίας κρατώντας τα δυο χαρτιά στο χέρι.

«Μόνο που ο δάσκαλος ήξερε πολύ καλά τότε, όταν έκανε μάθημα, τι είναι τι. Εγώ τόσα χρόνια κοντραμπατζής, μα τα κόκαλα της μάνας μου, δεν ξέρω πού είναι η κακία και πού στου βοδιού το κέρατο η αρετή…»

Το παιδί του καφενείου πλησίασε βιαστικά στο τραπέζι.

«Κύριε Χαράλαμπε, η κούρσα είναι έξω και σας περιμένει».

Έπιασε τη ρεπούμπλικα από το διπλανό κρεμαστάρι και ανασηκώθηκε. Ο Ηλίας παρέμενε σιωπηλός και αμήχανος σαν την τραγιάσκα του, που δεν είχε τολμήσει να τη γυρίσει ανάποδα.

«Αυτά, νεαρέ μου, και μόνο αυτά» είπε ο Εφραίμογλου κι έβαλε το χέρι στον ώμο του. «Απ' τη μια μεριά οι καλές γειτονιές της Σαλονίκης με τα γιαούρτια, τα ρυζόγαλα και τους τεμενάδες και από την άλλη οι πουτάνες, οι νταβατζήδες και οι ευκαιρίες. Πού να ξέρει κανείς πού σε περιμένει ο παράς κι η προκοπή;»

Άφησε το χέρι του από τον ώμο του Ηλία και στράφηκε να φύγει.

«Ή εκτός» είπε κι έστρεψε το κεφάλι «αν δε σε ενδιαφέρει ο παράς και γυρνάς μονάχος με μια βαλίτσα έτσι για τις ιδέες και τα όνειρα. Σ' αυτή την περίπτωση, νεαρέ μου, συνάντησες λάθος άνθρωπο».

Φόρεσε τη ρεπούμπλικα και προχώρησε, το παιδί του καφενείου τον συνόδευσε ως την έξοδο και του έδωσε το μπαστούνι του. Με μια βαθιά υπόκλιση του άνοιξε την πόρτα και την κράτησε ανοιχτή.

Τα μάτια του Ηλία κοιτούσαν ακόμα έξω από την τζαμαρία. Τον είδε να κάθεται στην πίσω θέση σ' ένα αυτοκίνητο και αυτό να κάνει ύστερα τον κύκλο της πλατείας και να χάνεται προς τα κάτω, προς τη μεριά της θάλασσας. Κοίταξε τα δύο σημειώματα κι ύστερα πάλι έξω από το τζάμι, σαν να στεκόταν η απάντηση όρθια έξω στο πεζοδρόμιο και ήταν έτοιμη να του κάνει νόημα.

Όταν βγήκε από το καφενείο, η βροχή είχε πάψει. Είδε μερικούς λούστρους με τα κασελάκια τους κάτω από τα υπόστεγα να φλυαρούν και το νερό να έχει πλημμυρίσει όλη την πλατεία. Κάτι αχθοφόροι και κάποιοι άλλοι σαλταδόροι απροσδιόριστοι είχαν βάλει έξω τα καροτσάκια και ψάρευαν κυρίους και κυρίους καλοντυμένες. Με μια δραχμή περνούσαν οποιονδήποτε από τη μια μεριά της πλατείας στην άλλη χωρίς να βραχούν ακριβά κασμίρια και γυαλισμένα υποδήματα. Τα μάτια τους ερευνούσαν το πλήθος και κουνούσαν τα καροτσάκια επιδειχτικά. Ο κόσμος έβγαινε από τα μαγαζιά και τα υπόστεγα για να κάνει τις δουλειές του και πύκνωνε.

Στάθηκε με τη βαλίτσα και το χοντρό πανωφόρι έξω απ' το καφενείο. Στη βιάση του επάνω να βγει στον καθαρό αέρα για να αναπνεύσει καλύτερα, μακριά από τους καπνούς και τα διλήμματα, του είχαν πέσει από την τραγιάσκα οι διπλωμένες εφημερίδες και την κρατούσε τώρα στο χέρι, βαθιά και μεγάλη σαν κατσαρόλα. Αριστερά έβλεπε την οδό Ειρήνης με τις προσφυγικές παράγκες και τα χαμόσπιτα ν' ανηφορίζει δίπλα στο αρχαίο τείχος. Μπροστά του η Εγνατία με τα ψηλά της κτίρια στο βάθος και το τραμ με τις γραμμές του να απλώνεται σαν τεντωμένο ζωνάρι. Ο ουρανός έστεκε ακόμη από πάνω του μαύρος με τη φοβέρα της βροχής.

Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σελ. 155-161.