Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στη σκιά της πεταλούδας

(απόσπασμα)

Πώς ξεκινάνε οι ιστορίες των ανθρώπων; Πώς φτιάχνεται κάποιου το πορτρέτο; Από τις γωνίες του προσώπου του; Από το πιγούνι, τα τόξα των φρυδιών; Από το όνομα, τη φύτρα του ίσως… Ίσως.
Το μόνο που θυμάται να άκουσε ο γιος της ερημίας, αυτός ο δικός μας, ο έγκλειστος, για τον προπάππου του ήταν πως είχε χαράξει τα όρια της ζωής του ανάμεσα σε δύο λιποταξίες.
Είχε γεννηθεί στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα μέρη της Αδριανούπολης, στα 187… Έζησε την τουρκιά από τα μικράτα του, τη βαναυσότητα και την αγαθοσύνη της. Παιδί ακόμα, έτρεχε ορφανός ανάμεσα στα ηλιόσπορα, πότε κάνοντας θελήματα, πότε δουλεύοντας, πότε κλέβοντας. Μεγάλες πεδιάδες ήταν η ζωή του, ήλιος και σκληρό φως, μιναρέδες και τρούλοι που υποβάσταζαν τον ουρανό. Η Αδριανούπολη, η μεγάλη πολιτεία, τον έθελγε.
Τρύπωσε μέσα της ένα πρωινό σαν τον ποντικό. Μπήκε μαθητευόμενος στα τενεκετζίδικα για ένα κομμάτι ψωμί. Από το παραθύρι του σιδεράδικου έβλεπε τον κοσμάκη με τα φέσια να στριμώχνεται στα παζάρια, ζώα και άνθρωποι ένα βουερό ποτάμι, μυρωδιές από σώματα, σβουνιές και μπαχάρια. Το σούρουπο το αεράκι έφερνε την οσμή από τα ταμπάκικα, ο ουρανός μέσα απ’ το μαγαζί στενός και σκληρός όσο το ψωμί όλων των φτωχών της πολιτείας.
Έφυγε ένα βράδυ στα μουλωχτά, αφού είχε ρίξει πρώτα μια τελευταία ματιά στο γιατάκι του στη γωνιά του σιδεράδικου. Το λυχνάρι του σιγόκαιγε ακόμα• πλησίασε, έσκυψε και το έσβησε με το φτύμα. Άφησε πίσω του την πόρτα ανοιχτή.

[…]

Στη ζωή του δύο πράγματα αγάπησε πιο πολύ: τα κάτοπρα και τη φυγή. Εκείνο το βράδυ που γλίστρησε έξω απ’ την Αδριανούπολη στάθηκε να πάρει ανάσα μόνο σαν άκουσε τον πρώτο γκιόνη. Από τότε πέρασαν εβδομάδες πολλές πλάνητα βίου, ώσπου…
Ένα πρωί οι ζαπτιέδες τον κύκλωσαν έξω από έναν καφενέ σ’ ένα ελληνικό χωριό. Ζήτησαν τα χαρτιά του και τον έψαξαν πατόκορφα. Μετά από δύο ώρες τον είχαν ζέψει για τα καλά στον τούρκικο στρατό. Το επόμενο πρωί έφυγε με τη μονάδα του προς τα δυτικά.
Περπατούσαν μέρες πολλές και εισέπνεαν τη σκόνη από τον αχανή χωματόδρομο. Δίπλα τους τα χωράφια κάρπιζαν, Μάης ήταν, και η ψυχή του σαν του αρουραίου των αγρών πεθυμούσε να ξεφύγει πάνω από όλα εκείνα, να τρυπώσει και να χαθεί μέσα στα στάχυα. Είπε τη σκέψη του και σε κάτι άλλους Ρωμιούς, αυτοί όμως δείλιαζαν, είχαν πίσω τους βιος και οικογένειες που τους νοιάζονταν.
Ξεγλίστρησε κάποιο βράδυ. Θα ήταν μάλλον μια νύχτα με ψιθύρους αστεριών, όταν σύρθηκε πάνω στις λάσπες και χώθηκε μέσα στα στάχυα. Τα άγανα του τσιμπούσαν τις παλάμες, τα πόδια του τσαλαπατούσαν τις φιδότρυπες. Είχε φεγγάρι και ξαστεριά κι έτσι βρήκε τον προσανατολισμό του, τη δύση, με τον τρόπο του ουρανού κι έβαλε πλώρη τρέχοντας. Κι όταν κατά το ξημέρωμα έπιασε ένας δυνατός αέρας και τα ψηλά βλαστάρια άρχισαν να λυγίζουν, αυτός αψήφησε τα πράσινα κύματα, άφρισε στα χείλια και με τη βοήθεια του Αυγερινού βρήκε από τα σιτάρια και τράβηξε για τα σύνορα.
Πήγαινε στη Ρωμυλία να βρει ξεχασμένους συγγενείς της μάνας του. Πριν κάνει το τελευταίο του σάλτο, είχε ξημερώσει. Κάθισε κάτω από μια γέρικη ακακία, για να ξεκουραστεί και να συμμαζέψει τα πόδια και το μυαλό του. Έριξε μια τελευταία ματιά στο γδαρμένο χιτώνιο του στρατού πριν το κάψει. Μια μικρή ακρίδα, κόρη του σιταριού, είχε σκαλώσει στην τσέπη του. Την έπιασε με τα δυο δάχτυλα και την ακούμπησε απαλά στο χώμα.
«Απόψε το βράδυ θα συρθώ» της είπε «και φοβάμαι μη σε λιώσω».
Σύρθηκε με τον ερχομό της νύχτας κάτω από σύρματα και δίπλα από φυλάκια και κοφτερές ξιφολόγχες. Πέρασε στην άλλη χώρα με το λυκαυγές. Βρήκε χωράφια και τρύπωσε σαν το ζούδι του αγρού στα χόρτα και στα οργωμένα χώματα.
Βάδιζε τώρα πιο πολύ τις νύχτες, μέχρι να μετρήσει όλους τους κινδύνους της καινούριας χώρας. Χάλασε τα λίγα λεφτά που είχε για δυο ρούχα κι ένα κομμάτι παστό κρέας. Οι μέρες ήταν ζεστές, οι νύχτες μύριζαν κομμένο χόρτο. Έφτασε στα μέρη του Καβακλή στις αρχές του Θεριστή.
Στο χωριό Τσικούρκιοϊ προσπάθησε να φτιάξει μια καινούρια ζωή. Τη δουλειά δεν τη φοβόταν, ήθελε όμως να βλέπει ουρανό. Δούλεψε δυο χρόνια στα χωράφια μιας ξαδέρφης της συγχωρεμένες της μάνας του. Ήταν μια οικογένεια αξιοπρεπής, θρησκευόμενη και πολύ σιωπηλή. Το τελευταίο τον βόλευε ιδιαίτερα. Έμενε σ’ ένα ξυλόσπιτο δίπλα στο σπίτι τους, τα παρακάλια τους δεν ήταν ικανά να τον αποσπάσουν απ’ τη γωνιά του. Δεν ήθελε να ανακατεύεται στα πόδια τους και κανένας στα δικά του. Γύρισε πίσω ό,τι προξενιές του είχαν στείλει αγαθοί γείτονες που τον γνώρισαν και τον είχαν ξεχωρίσει. Είχε άραγε άλλα σχέδια στο μυαλό του; Να πλουτίσει ίσως πρώτα; Ποιος ξέρει; Πάντως το μυαλό του αβγάτιζε όσο περνούσαν τα χρόνια.
Τον Αύγουστο του 1895 έφταναν συνέχεια κακά μαντάτα, βουλγάρικα μαχαίρια είχαν σφάξει Ρωμιούς πέρα στη θάλασσα, στο Μπουργκάς και στην Αγχίαλο. Δυο βδομάδες αργότερα τον έσυραν με τη βία στο βουλγάρικο στρατό, στο τέλος του δεύτερου καλοκαιριού από τον ερχομό του. Λίγους μήνες αργότερα, αστερόεσσα νύχτα ήταν πάλι, το ξανάκανε. Τίναξε από πάνω του εθνόσημα, πανσλαβιστικά συνθήματα και κάτι φανταρίστικα στιχάκια και μέσα στην παγωνιά του χειμώνα λιποτάκτησε για δεύτερη φορά.

[…]

Ήρθε δεύτερη φορά κουρελής και κυνηγημένος χωρίς χαρτιά σε μια άλλη πατρίδα. Κατέλυσε μια νύχτα στη Σαλονίκη, η ζωή του όλο νύχτες. Έζησε στην υγρασία αυτής της πόλης με τις ανακατωμένες φυλές με δουλειές του ποδαριού, κυρίως στο λιμάνι, στα έγκατά του αχθοφόρος. Κάποια μέρα δραπέτευσε πάλι και τράβηξε στα τυφλά, η μοίρα του τον σταμάτησε σ’ ένα κοντινό χωριό. Όλους κάπως η εμφάνισή του τους παραξένευε, ήταν και τα μακριά ξανθά μαλλιά του τα απόκοσμα, που έκαναν πολλούς να σιωπούν. Παντρεύτηκε εκεί την κόρη ενός τσομπάνου. Τα κατοπινά του χρόνια σκεπάστηκαν από τη λήθη, αφήνοντας βέβαια και κάποια ερωτηματικά. Τι δουλειά είχε αυτός, ένας απελεύθερος, μέσα στα πρόβατα; Βρήκε άραγε πατρίδα, ένα στρατό να υπηρετήσει;
Πέθανε σφραγισμένος από έναν παλιό θρύλο που ήταν ζωντανός για αιώνες στα μέρη εκείνα πέρα στην πατρίδα, στη Ρωμυλία. Ένα βράδυ του χειμώνα βγήκε άνιφτος από τον ύπνο με το τσεκούρι στα χιόνια. Δίπλα στο μαντρί τα σκυλιά του αλυχτούσαν μανιασμένα. Κάτω από ένα ολόγιομο φεγγάρι, όπως λένε, σκότωσε έναν τεράστιο λύκο που είχε ορμήξει στα ζωντανά. Ύστερα από σαράντα μέρες ακριβώς, σύμφωνα με τη δοξασία της παλιάς του πατρίδα, αρρώστησε ξαφνικά βαριά. Την επομένη το μεσημέρι, αφού κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη, ξεψύχησε. Με τον ίδιο καθρέφτη λίγο αργότερα ο γιος του, ο Μάρκος, βεβαίωσε το θάνατό του. Η επιφάνεια του καθρέφτη μπροστά στο άψυχο πρόσωπο δε θόλωνε πια.
Πέθανε έτσι ακριβώς όπως το πίστευαν τότε: Αν σκότωνες λύκο, κάτι ερχόταν στον προκαθορισμένο χρόνο και σου έπαιρνε την ψυχή! Νέος ήταν ακόμα, ψιθύριζαν στο μοιρολόι, ένας απελεύθερος ήταν, ένας λιγομίλητος ήρωας, που πέθανε κάτω απ’ τη σημαία του κοπαδιού του.

Ο γιος του δολοφόνου του λύκου ήταν ένας πράος άνθρωπος. Δεκαπέντε χρονών ήταν όταν είδε μαζί με τις αδερφές του τον πατέρα του να κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη για τελευταία φορά. Την άλλη μέρα τον σκέπασαν τα χώματα. Τα ξανθά του μαλλιά, ανακατωμένα με τα λουλούδια στο προσκεφάλι, είχαν θαμπώσει. Ύστερα τον σκέπασε η κάσα και λιποτάκτησε για τελευταία φορά. Το φέρετρό του δεν το τύλιξε καμία σημαία. Μόνο η βροχή που έπιασε το απόβραδο φάνηκε προς στιγμή να παιανίζει, κι όταν το βράδυ απ’ την ψύχρα η βροχή έγινε χιόνι, τότε μέσα στη λευκή σιγή κάποιοι κατάλαβαν πως ήταν πια ελεύθερος.
Ο γιος του, ο Μάρκος, πέρασε τον πρώτο καιρό της ορφάνιας του στα χωράφια και στο κοπάδι με τη μάνα του, τις αδερφές του και τους γαμπρούς του. Έφυγε για το στρατό λίγα χρόνια αργότερα, όταν όλη η περιοχή τους ήταν πια Ελλάδα. Ήταν τότε τα χρόνια του διχασμού και μπλέχτηκε από νωρίς στα κόμματα. Οι άνθρωποι του Βενιζέλου τον ήθελαν κοντά τους, γιατί ήταν δουλευτής και κάτι ήξερε και από γράμματα. Ήταν και η καταγωγή του από τις «νέες χώρες», που οι άνθρωποί τους προσχωρούσαν τότε μαζικά στη βενιζελική παράταξη. Του κατωελλαδίτες τους περνούσαν πρώτα από κόσκινο ως ύποπτους για φιλομοναρχισμό.
Έβγαλετη στολή του όταν το κόμμα είχε σταθεί στα πόδια του κι ο Βενιζέλος επέστρεφε θριαμβευτής στην Αθήνα. «Ν’ ανέβεις στη Σαλονίκη» του είπαν «δίπλα στους βουλευτές, έχεις δουλειά να κάνεις».
Ένα πρωινό έφτασε με το τρένο στη Σαλονίκη ανάμεσα σε πολλά άλλα στελέχη. Αν έγραφε ποτέ του απομνημονεύματα, σίγουρα θα ανέφερε εκείνο το πρώτο πρωινό στην πόλη με την ομίχλη, όταν έκαναν όλοι μαζί τον πρώτο τους περίπατο γύρω και μέσα στην πυρίκαυστο ζώνη, παρατηρώντας τα μαυρισμένα απομεινάρια της μεγάλης πυρκαγιάς και κουνώντας ελαφρά τα καπέλα τους σε κίνηση χαιρετισμού και σφίγγοντας χέρια περαστικών από πολλές ράτσες, με ανατολίτικα ντυσίματα, που τους κοίταζαν με θλίψη και περιέργεια, ενώ η ομίχλη στο λιμάνι, που τρύπωνε στα πανιά και στα καραβόσκοινα, έκρυβε τους γλάρους, που τα κρωξίματά τους αναστάτωναν την προκυμαία. Εκείνοι οι απορημένοι Ανατολίτες κοίταζαν αυτόν και αυτός την ομίχλη.
Δεν μπορούσε να ζήσει αυτός μέσα στο πούσι και στην καταχνιά. Όταν μάλιστα αυτή η ομίχλη σκέπαζε υπουργικά γραφεία και συρτάρια, ρεμούλες και ρουσφέτια, σαν να ένιωθε τότε το αίμα του πεθαμένου πατέρα του να τον καλεί. Κάποια στιγμή που τον ζόρισαν πολύ για δουλειές που δεν τις ήθελε, το ’πε φωναχτά: «Εσείς έχετε τον Βενιζέλο στην τσέπη, εγώ στην καρδιά!». Πήρε τα μάτια του κι έφυγε.

[…]

Ο Μάρκος πήρε το τρένο απ’ τη Σαλονίκη, μόνος αυτή τη φορά. Μοιράστηκε ψωμί με χωριάτες και εμπορευάμενους κάθε είδους. Από το μισάνοιχτο παράθυρο είδε το σούρουπο τον πορφυρό δίσκο του ήλιου να πέφτει κοφτερός στο βάθος του κάμπου, να χώνεται μέσα του σν αλέτρι που θέλει να τον οργώσει.

Τα χαράματα έφτασε στο Βόλο. Από εκεί τράβηξε για τον Ριζόμυλο, ένα χωριό κοντά στο Βελεστίνο. Ένας φίλος του καρδιακός απ’ το στρατό του είχε δώσει τη σύστασή του πριν χωρίσουν. Ο τόπος ήταν γόνιμος, οι άνθρωποι ημερωμένοι, γιατί αυτούς δεν τους είχε κάψει και πολύ η φωτιά του τελευταίου πολέμου. Βέβαια ζούσε ακόμα πολλή κολιγιά στο θεσσαλικό κάμπο, οι καιροί όμως φαίνονταν πως άλλαζαν, κάλπαζαν.

[…]

Παντρεύτηκε την Παναγιώτα, την αδερφή του φίλου του, μέσα στον ίδιο χρόνο. Ο εγγονός του, ο Μάρκος, συλλογιζόταν δεκαετίες αργότερα, όταν μάθαινε σκόρπια γεγονότα από δω κι από κει, πως τότε το αίμα της φύτρας του παππού του του Μάρκου είχε αρχίσει να ατονεί. Δεν έμοιαζε πια του κύρη του, που έζησε σαν ναύτης της στεριάς χρόνια ολόκληρα και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Αυτός αγάπησε τη γη και τις ντόμπρες κουβέντες, λάτρεψε την Παναγιώτα και το χωριό. Αυτός έχωσε τα πόδια του στην οργανωμένη γη και περίμενε με τους χυμούς του έρωτα να βγάλει ρίζες, να γίνει δέντρο, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο δύσκολα το ξεριζώνει απ’ το χώμα του ο άνεμος ή ο πόλεμος.
Η μοίρα όμως από την κούνια του τα είχε αλλιώς κανονισμένα. Καθώς έχτιζε το σπίτι τους, καθώς περίμενε αυτός ο ίδιος να γίνει δέντρο, η Παναγιώτα αρρώστησε από φθίση. Πέθανε στα χέρια του μερικούς μήνες αργότερα παραμιλώντας απ’ τον πυρετό, στο χέρι της έσφιγγε ακόμα μια φέτα ψωμί, νόμιζε μέσα στις παραισθήσεις της πως ήταν ακόμα στο δρόμο για το χωράφι και του πήγαινε φαΐ. Ίσως τελικά να μην ήταν μόνο η μοίρα, αλλά και το ίδιο το κόμμα των Φιλελευθέρων που του είχε στείλει κατάρα απ’ την Αθήνα για την προσβλητική του λιποταξία.

[…]

Μετά τα σαράντα πήρε γρήγορα αποφάσεις. Πλήρωσε με κάτι τελευταίες λίρες το μαρμαρά και κάτι μοιρολογίστρες απ’ το χωριό να πλένουν τον τάφο κάθε βδομάδα κι έφυγε με μετρημένα πράγματα για το βορρά. Δεν ήταν λιποτάκτης αυτή τη φορά, ήταν απότακτος της παλιάς ζωής του, που δεν είχε στεριώσει καλά κι έμοιαζε με τον κισσό, που, όταν χάνει το καλάμι του, πέφτει και σέρνεται πια στο χώμα.
Έφυγε με μια σούστα κι ένα άλογο πάλι για τη Μακεδονία. Στο δρόμο, μέσα από τα τριξίματα των τροχών, άκουγε ακόμα το βήχα της, καθόλου φωνή, μόνο αυτόν το βήχα της φθίσης. Όντας αυτός πια αποδημητικός, ακίνητη εκείνη, η Παναγιώτα, για πάντα, ήταν ο βήχας της που άκουγε κάθε τόσο το καινούργιο δαχτυλίδι τους, που ακόμα τους ένιωνε, τόσο απλά χωρίς ενδιάμεσους, χωρίς τη μαστροπεία των ονείρων στα οποία συνήθως καταφεύγουν οι ζωντανοί με τους φρεσκοπεθαμένους.
Μέρες αργότερα, περνώντας μπαξέδες και χωριά ταπεινά, έλη και αλμυρότοπους, έφτασε μπροστά σ’ ένα ποτάμι. Οι γραμματιζούμενοι το έλεγαν Εχέδωρο, οι χωριάτες απλά Γαλλικό, γιατί στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο είχε στρατοπευδεύσει στις όχθες του γαλλικός στρατός. Αγρότης πια ο ίδιος, πρόσεξε αμέσως κάτι μποστάνια στις όχθες θεριεμένα απ’ την υγρασία και το χώμα του ποταμού. Πέρα από τα παρόχθια δέντρα ο μεγάλος κάμπος συνέχιζε, στο βάθος είδε καπνούς. Ζόρισε το άλογο και χώθηκαν μέσα στο λίγο νερό• ήταν καλοκαίρι και η στάθμη του ποταμού είχε κατέβει κάτω απ’ το γόνατο. Βγήκαν στην απέναντι όχθη και γρήγορα τα ψηλά χόρτα βούρτσισαν και γυάλισαν τα πέταλα και τα σιδερένια δαχτυλίδια στις ρόδες. Τράβηξε προς τα εκεί που έβλεπε τους καπνούς.
Κρατούσε τα γκέμια χαλαρά και η τραγιάσκα του ήταν κατεβασμένη ως τα μάτια, για να τον προστατεύει απ’ τον ήλιο. Ζάρωνε τα μάτια από το φως και οδηγούσε το κάρο αθέλητα προς το πεπρωμένο του. Κάποιοι λένε, μάλλον αλαφροΐσκιωτοι, πως στη συνάντηση του κάθε ανθρώπου με τη μοίρα του υπάρχει πάντα μια μυρωδιά, κάτι σαν χνότο με ξεραμένο χαμομήλι.
Συνέχιζε να κοιτάζει μπροστά, καθώς η σούστα τον ταρακουνούσε την ώρα που περνούσε πάνω από διάφορα στρώματα χώμα, γιατί το ποτάμι το χειμώνα με τις πλημμύρες του ανακάτευε τα σπλάχνα των χωραφιών με άμμο και ιζήματα. Μπροστά του απλωνόταν ένας πρόχειρος καταυλισμός: τσαΐρια με καλύβια και σκηνές, άλογα και σούστες παροπλισμένες. Σμήνη τα κουνούπια βούιζαν και το βουητό τους ανακατωνόταν με τα κλάματα των μωρών.
«Πρόσφυγες» μουρμούρισε. «Πότε θα σταματήσει επιτέλους αυτό το κακό;»
Κάθισε στην πρώτη φωτιά και μοιράστηκε το ψωμί, τις ελιές και τα κρεμμύδια που είχε στο ταγάρι. Δε ρώτησε αμέσως, γιατί ντράπηκε – είχε αυτή την ντροπή από μικρός, αυτή τη φτιαξιά την πουπουλένια που δεν ταίριαζε με τα κόμματα ούτε πολλές φορές και με του κόσμου την οχλοβοή.
«Από πού έρχεστε;» κατάφερε να ρωτήσει τελικά μετά από μια ώρα.
«Απ’ της Αδριανούπολης τα μέρη» του ’πε μια γυναίκα κι άλλαξε βυζί στο μωρό της.
Ήταν κάτι σαν αποκάλυψη. Αν δεν είχε πατέρα λοξό κι αντάρτη να δραπετεύσει πριν από είκοσι τόσα χρόνια, κύρη ίδιο αερικό που τράβηξε την ιστορία στα μέτρα του, να προηγηθεί μόνο γι’ αυτόν, τώρα θα ’ταν μ’ αυτούς εδώ, αργόσυρτος νεκροζώντανος των καραβανιών με τρύπια παπούτσια κι ένα οικογενειακό εικόνισμα στη μασχάλη, που αργοπόρησε κι αυτό κι απέτυχε να σταματήσει όλο αυτό το κακό.
Έμεινε τελικά σ’ εκείνο τον κάμπο, γιατί το είδε σαν συνάντηση της μοίρας. Ήθελε να κάνει σπίτι εκεί κοντά στις όχθες του Γαλλικού ποταμού, να πολεμήσει τις πλημμύρες και τα κουνούπια και να ξεχάσει εκείνο τον παλιό βήχα που ακόμα τον άκουγε, μεγάλη απόδειξη του πόσο πείσμονες είναι οι πεθαμένοι.

[…]

Στην πρώτη συνάθροιση με τις κεφαλές των προσφύγων υποσχέθηκε να βοηθήσει. Έβαλε την ουρά στα σκέλια και τράβηξε στη Σαλονίκη. Ανέβηκε στα γραφεία του κόμματος των Φιλελευθέρων και έψαξε για γνωστούς. Οι παλιοί του συνάδελφοι, πιο καλοντυμένοι πια, με καλοψαλιδισμένα μουστάκια και κολάρο που μύριζε λεβάντα, τρόμαξαν να τον αναγνωρίσουν. Έκαναν πως χάρηκαν, η απορία τους όμως ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.
Ζήτησε ακρόαση από τον Σαμαρτζίδη, ήταν για ένα χρόνο το δεξί του χέρι. Όταν πέρασε στο γραφείο του, τον είδε σκυμμένο πάνω σε μια στοίβα χαρτιά. Άργησε να σηκώσει το κεφάλι, έμενε σκυμμένος στα χαρτιά με τον τρόπο των ανθρώπων της εξουσίας, που αργούνε επίτηδες να δώσουν σημασία, για να τονίσουν την απόσταση που τους χωρίζει από τους υποτακτικούς. Πίσω του ένα μεγάλο παράθυρο φώτιζε τις λεπτομέρειες της πολυτέλειας του γραφείου. Από εκεί ο Μάρκος είδε τη θάλασσα κι έψαξε άθελά του, όση ώρα τον περίμενε να σηκώσει τα μάτια, για εκείνη την παλιά ομίχλη, όταν εκείνο το πρώτο πρωινό στη Σαλονίκη του είχε περάσει σαν βρόχος στο λαιμό.
Μίλησαν όχι παραπάνω από τρία λεπτά. Ήταν γι’ αυτόν ένα μαρτύριο που ήθελε να τελειώσει όσο ήταν δυνατόν γρηγορότερα. Του μίλησε για το συνοικισμό, τους πρόσφυγες, για τα χαρτιά της αποζημίωσης κι όλα τα κτηματικά τους που εκκρεμούσαν. Ήταν όλα νόμιμα, να όμως που οι ποντικοί του κράτους κωλυσιεργούσαν όπως πάντα.
«Ξέρεις εσύ» είπε χαρακτηριστικά, για να ξαναθυμίσει στον Σαμαρτζίδη οικεία κακά κι ανείπωτα. «Μη με γεμίσεις υποσχέσεις μόνο» του ’πε πάλι και τον κοίταξε κατάματα. «Θυμάσαι, αυτό το κόλπο το ξέρω καλά».
Ο Σαμαρτζίδης παρέμενε βυθισμένος στην πολυθρόνα του και εξακολουθούσε να τον περιεργάζεται προσεκτικά και με περιέργεια σαν ένα ζώο τροπικό, πρωτοφανέρωτο, που το ’χε φέρει η μοίρα μπροστά στα πόδια του. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Σαμαρτζίδης, είχε πλουτίσε γρήγορα και οι χωριάτες στις περιοδείες του του φιλούσαν το χέρι σαν να ’ταν δεσπότης.
«Γιατί έφυγες;» τον ρώτησε απότομα, σαν να μην είχε ακούσει λέξη απ’ όλα αυτά που του έλεγε ο Μάρκος.
Κοιτάχτηκαν πάλι σαν να μην είχε χορτάσει περιέργεια το ένα ζωικό είδος αντικρίζοντας το άλλο απέναντί του.
«Είναι σαν να σε ρωτώ» απάντησε ο Μάρκος προφέροντας κάθε λέξη αργά και καθαρά «σε ποιο σπίτι κοιμήθηκε χτες βράδυ».
Μετά από περίπου ένα λεπτό είχαν τελειώσει. Ο Μάρκος ακούμπησε πάνω στο γραφείο του ένα χαρτί μ’ όλα τα στοιχεία τα σχετικά με το συνοικισμό και, πριν του απλώσει το χέρι για να τον χαιρετίσει, είδε πάλι έξω απ’ το παράθυρο. Παρότι μεσημέριαζε, του φάνηκε πως έξω το πέλαγος είχε αρχίσει να μαζεύει την πρώτη αχλή.
«Και κάτι ακόμα…»
«Τι;» ρώτησε ο Σαμαρτζίδης ανάβοντας τσιγάρο.
«Ένα πλαστό χαρτί εντελώς αθώο».
«Δηλαδή;»
«Θα βάλεις το όνομά μου μέσα σ’ αυτούς τους πρόσφυγες, μη μου πεις διπλοεγγραφές και τέτοια κουραφέξαλα. Θα γραφτώ πρόσφυγας και θα πάρω ένα χωράφι κι ύστερα δε θα με ξαναδείς».
Κούνησε πάλι το κεφάλι και ξεφύσηξε τον καπνό. Φαινόταν σκεφτικός, συνήθως διεκπεραίωνε τα ρουσφέτια με επαγγελματικό χαμόγελο και καπατσοσύνη, με τον Μάρκο όμως ήταν αλλιώς. Δεν μπορούσε να τον κοροϊδεύει έτσι μπροστά στα μάτια του, ο Μάρκος ήξερε.
«Θα το κάνω» είπε μόνο «να είσαι ήσυχος».
Δώσανε τα χέρια, γιατί έτσι έπρεπε. Έτσι γινόταν συνήθως όταν δύο άνθρωποι χωρίζουν και ο ένας λυπάται τον άλλο στα κρυφά για τους δικούς του λόγους.
Κατέβηκε τις σκάλες του μεγάρου σκουντουφλώντας στο πλήθος, που ανεβοκατέβαινε με την έγνοια στο πρόσωπο να τελειώσει τις δουλειές του. Βγήκε στην πλατεία Ελευθερίας πίσω απ’ το λιμάνι και στάθηκε κάτω απ’ τα δέντρα να αναπνεύσει καλύτερα. Πιο πέρα σ’ έναν καφενέ δυο Ανατολίτες κάπνιζαν νωχελικά το ναργιλέ κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων. Άρχισε ν’ ανηφορίζει μέσα στη ραθυμία του μεσημεριού. Τον προσπέρασε ένας Τούρκος με βρόμικη πουκαμίσα που πουλούσε λεμόν-μπουζ. Τράβηξε για τη Ραμόνα, στα Εβραίικα, όπου είχε αφήσει τη σούστα σ’ έναν γνωστό του.

[…]

Ο Μάρκος, ο γιος του δολοφόνου του λύκου, έμεινε τελικά με τους πρόσφυγες. Το ρουσφέτι που είχε ζητήσει από τον Σαμαρτζίδη μετά από μερικές βδομάδες έδωσε καρπούς. Τα χαρτιά του συνοικισμού τακτοποιήθηκαν γρήγορα, τα μερίδια χωρίστηκαν και οι κλήροι μεταβιβάστηκαν. Μετρημένοι άνθρωποι στο συνοικισμό είχαν καταλάβει ποιος κρυβόταν πίσω από αυτό το απρόσμενα πρόωρο νοικοκύρεμα. Αυτός πήρε τη θέση του αθόρυβα ανάμεσα στους άλλους εξαθλιωμένους και σε λίγους μήνες σχεδόν όλοι είχαν ξεχάσει πως τον είχαν πρωτοανταμώσει σ’ αυτόν εδώ τον κάμπο με τα κουνούπια, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σαλονίκη.
Μάλιστα σύντομα η λαϊκή φαντασία τον έμπλεκε ασυνείδητα με περιστατικά που είχαν να κάνουν με τον καιρό πριν από τον ξεριζωμό τους απ’ την πατρίδα. Πότε τον έβαζαν να χορεύει με όλους τους παλιούς προεστούς στα πανηγύρια στο Καβακλί, πότε τον θυμόντουσαν δραστήριο μέλος του φιλεκπαιδευτικού συλλόγου «Ομόνοια», πότε του συλλόγου «Ελπίς» να οργανώνει καλλιτεχνικές εσπερίδες. Άλλοι τον μετρούσαν ανάμεσα σ’ εκείνους που τους είχαν σύρει οι Βούλγαροι στα μπουντρούμια της Φιλιππούπολης εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι, και θα τους χαλούσαν στα σίγουρα, αν δεν είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν. Και όσο ο καιρός περνούσε, αυτή τους η πλαστογραφία φάνταζε πιο φυσική και αντικαθιστούσε την αλήθεια• όταν μάλιστα ήρθε η ώρα κι είχαν στα χέρια τους τους τίτλους από το κράτος για τα χωράφια και πήρε κι εκείνος ένα μερίδιο όπως οι άλλοι, όλοι το βρήκαν πολύ φυσικό και κανένας τους δε σχολίασε.
Τα πρώτα σπίτια που έφτιαξαν έμοιαζαν πολύ με τους στάβλους και τους αχυρώνες που είχαν αφήσει πίσω τους στην πατρίδα. Οι σκεπές ήταν από σάζια, τα ψηλά καλάμια που φύτρωναν δίπλα στο ποτάμι. Οι τοίχοι –ο Θεός να τους κάνει τέτοιους– ήταν από σανίδια, λαμαρίνες και καλάμια. Τα έστηναν όλα αυτά όρθια και ανάμεσα μπάζωναν με άχυρο και λάσπη. Όλα αυτά που τότε εκεί στην πατρίδα τα θεωρούσαν παρακατιανά και στενόχωρα και για τα ζωντανά τους ακόμα τώρα τα καμάρωναν! Παράξενο πλάσμα ο άνθρωπος… Πότε αχόρταγος και επιθετικός σαν θηρίο, πότε λιτός και καλόβολος σαν να είναι αυτή η ζωή μόνο ένας προθάλαμος με τα λίγα καλά της, ενώ τα καλύτερα έρχονται μετά, στην άλλη ζωή.
Έφτιαξε κι ο Μάρκος ένα λασπόσπιτο για τους πρώτους χειμώνες, έτσι λογάριαζε τουλάχιστον. Ύστερα θ’ άνοιγε η γη γεννήματα. Το έδαφος εύφορο• αν τη δούλευαν και καλά, θα έπιαναν κάποτε παράδες στα χέρια τους και σπίτια καλύτερα θα έχτιζαν και κοπάδια θα μάζευαν, μόνο καινούριες συμφορές μην έρχονταν.
Και ήρθαν. Το ’17 μπήκε η πατρίδα επίσημα στο Μεγάλο Πόλεμο. Το καλοκαίρι του ’19 οι Έλληνες στρατιώτες, όμορφοι και γελαστοί σαν άγγελοι, έκαναν παρέλαση μπροστά στην προκυμαία της Σμύρνης. Ύστερα οι άγγελοι έγιναν δαίμονες, ο πόλεμος κόλαση που στο μεγάλο της αδιαχώρητο έσκασε και ξέβρασε τους κολασμένους. Ήρθαν φουρνιές αμέτρητες με πλοία, βάρκες, πόδια, χέρια, με ό,τι βάζει ο νους του ανθρώπου. Ήρθαν με φορεσιές πρωτοθώρητες στα μάτια των ντόπιων και με πρωτάκουστες ντοπιολαλιές, με άλλες συνήθειες κι έθιμα παράταιρα. Όλοι όμως κοίταζαν με γυάλινο μάτι και ψέλλιζαν ιστορίες της κόλασης, που κάνουν το νου να βουρκώνει κι απ’ τα δάκρυα να στομώνει, να μην μπορεί να σκεφτεί άλλο και να σταματά.
Ο μικρός συνοικισμός με τα λασπόσπιτα άρχισε να γεμίζει με τέτοιους νιόφερτους ορφανεμένους. Εκτός από τους παλιούς Καβακλιώτες, που σαν μεγάλο φίδι είχαν ξεγλιστρήσει πριν από μερικά χρόνια και είχαν φτάσει μέχρι κάτω στο Λιμπάνοβο, εκτός από τους Θρακιώτες της Αδριανούπολης, εκτός απ’ τους τουρκόφωνους Γκαγκαούζους, ήρθαν τώρα και Αϊβαλιώτες με τα ρούχα ακόμα σκισμένα στις πλάτες τους από τα μαχαίρια.
Έγινε πάλι ο κάμπος δίπλα στο ποτάμι μια καινούρια Βαβέλ. Κοιτούσαν οι νηστικοί τους χορτάτους και ζητούσαν, ενώ οι δεύτεροι ορκίζονταν πως δεν είχαν προλάβει ούτε αυτοί ακόμα να καλοχορτάσουν. Δεν ξέρω τι να ’γινε άραγε εκείνες τις πρώτες μέρες, όταν τα τσαντίρια στήθηκαν απέναντι στα λασπόσπιτα. Μάλλον κάποιες γυναίκες θα πρωτοέδωσαν γάλα για τα πεινασμένα μωρά που θα έσκουζαν. Ύστερα θα πήγαν οι άντρες να μιλήσουν, θαρρείς και μπορούν ποτέ τα λόγια κάτι να κάνουν τέτοιες ώρες. Ίσως τις πρώτες εβδομάδες οι καινουριοφερμένοι να κόλλησαν πάνω τους σαν τα τσιμπούρια στου σκύλου το τομάρι, και αυτός βέβαια που ήταν κάποτε αδέσποτος και ξέρει από στράτες κάνει πως δεν καταλαβαίνει κι ούτε αρχίζει τα αλυχτίσματα στα αφεντικά να ’ρθουν να τον απαλλάξουν.
Κάποια στιγμή τ’ αφεντικά ήρθαν. Με διατάγματα, χαρτιά, σφραγίδες και βουλοκέρια έκοψαν ένα ακόμα κομμάτι του κάμπου και το έδωσαν στους Αϊβαλιώτες. Έφεραν και τους γιατρούς, που πάλευαν τότε το μεγαλύτερο θεριό του κάμπου, μεγαλύτερο κι απ’ την προσφυγιά ακόμα, την ελονοσία.
Αυτές τις πρώτες εβδομάδες της περίεργης συνύπαρξης ο Μάρκος είδε για πρώτη φορά την Αννίκα. Ήταν είκοσι χρονών, σβέλτη, λυγερή κι έδειχνε κάπως νευρική, όπως θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει. Μέσα σ’ εάν σύννεφο από Αϊβαλιωτοπούλες που οι περισσότερες είχαν ονόματα δέντρων και λουλουδιών, όπως Λεμονιά, Γαριφαλιά, Ζουμπουλιά, Κανέλα, αυτή φάνταζε ανάμεσά τους σαν αγριάδα, που έπρεπε να φύγει, να ξεριζωθεί, γιατί διέφερε μέσα σ’ αυτό τον κήπο με τις νύφες και δυστροπούσε. Ο Μάρκος την έβλεπε έτσι άγουρη, αγκαθωτή στα λόγια και στις κινήσεις, θηλυκό δύστροπο που δεν είχε βρει ακόμα το δρόμο του, και αποφάσισε να την ξεριζώσει για τον εαυτό του και να την κάνει σύνευνή του.

Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σελ. 25-29, 32-40, 115-117.