Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στη σκιά της πεταλούδας

(απόσπασμα)

Είχε μπει για τα καλά στο συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής. Έκοψε δρόμο μέσα από κάτι αφώτιστα σοκάκια γεμάτα παράγκες και λακκούβες με βρόχινο νερό. Έφτασε μπροστά στην ταβέρνα που ήξερε πως είχε στεγάσει τον Βασίλη τους τελευταίους μήνες. Μερικά σπίτια γύρω είχαν φως, δεν ήταν ακόμα πολύ αργά, ήταν όμως ο χειμώνας που με το κρύο και τη μιζέρια του έριχνε από νωρίς τους ανθρώπους κάτω από τα σκεπάσματα.

Κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα στη χαμοκέλα. Το πρώτο πράγμα που ξεχώρισε ήταν το χαμηλό ταβάνι, ύστερα οι καπνοί και η τηγανίλα που έμοιαζε να κατακάθεται παντού. Στο βάθος έπαιζαν δυο μπουζούκια και μια κιθάρα, οι παρέες λιγοστές. Κάθισε σ' ένα τραπέζι στην άκρη δίπλα στην παγωνιέρα από εκεί μπορούσε να τα ελέγχει όλα.

Ο Βασίλης τον πλησίασε αμέσως, φορούσε ένα λερωμένο πουκάμισο και είχε καρφιτσωμένο το άδειο μανίκι με μια παραμάνα στο θηλύκι από το παντελόνι. Κοιτάχτηκαν λίγο βουβά, τον έψαξε για λίγο με το βλέμμα του για το τι γύρευε άραγε τέτοια ώρα. Και οι πιο πολλοί θαμώνες του έριχναν ματιές, ήταν πολύ περιποιημένος για εκείνο το καταγώγιο, καλοντυμένος και άγνωστος.

«Ένα μισόκιλο και καμία κονσέρβα» του είπε ξερά και βάλθηκε να χαζεύει την ορχήστρα.

Αυτός κούνησε το κεφάλι του χώθηκε σ' ένα κουζινάκι στο βάθος. Ο Ηλίας έριξε κλεφτές ματιές στα γύρω τραπέζια, μικρές παρέες εξαθλιωμένες. Στα τραπέζια λίγες ελιές, στραγάλια, κανένα κρεμμύδι, βραστές πατάτες. Πρόσωπα αξύριστα, σακάκια μπαλωμένα, ιδρωτίλα και βήχας πότε από δω και πότε από κει. Μόνο δυο ξεχώριζαν με κοστούμια, φάτσες όμως τραχιές, έσερναν μαζί τους και δυο παρδαλές.

Του ακούμπησε το κρασί και παστές σαρδέλες σε λαδόκολλα.

«Ποιοι είναι οι κουστουμαρισμένοι;» του σφύριξε κλεφτά.

Έκανε τάχα πως σκούπιζε το τραπέζι γύρω γύρω και βρήκε την ευκαιρία την ώρα που είχε γυρισμένη την πλάτη στ' άλλα τραπέζια:

«Μαυραγορίτες, πελάτες είναι, και οι πουτάνες τους γνωστές κι αυτές».

Σύρθηκε πάλι πίσω στο κουζινάκι.

Άναψε τσιγάρο κι έκανε πως άκουγε την ορχήστρα. Ένας δυο μεθυσμένοι είχαν σηκωθεί κι έκαναν γυροβολιές παραπατώντας. Αυτός με την κιθάρα, ο τραγουδιστής, ένας άντρας γεροδεμένος με παχύ μουστάκι, έσωζε την τιμή της ορχήστρας. Ο Ηλίας κάθισε λίγο πιο αναπαυτικά στην καρέκλα κι άδειασε το ποτήρι του, η ρετσίνα ήταν θολή και μύριζε μούχλα κι άπλυτο βαρέλι. Ο τραγουδιστής όμως τον έκανε να ξεχαστεί, τα μπράτσα του θύμιζαν παλαιστή, δε φαινόταν όμως του σκοινιού και του παλουκιού, πιο πολύ ντροπαλός έδειχνε και τα μάτια του τα είχε συνήθως κατεβασμένα.

Βαρύτερα, βαρύτερ' απ' τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα…

Χάθηκε στις σκέψεις του, η φωνή του τραγουδιστή ήταν πανί, τον ταξίδευε, χαιρόταν τη μοναξιά του τραπεζιού του και τους καπνούς που τον τύλιγαν.

Είδε το μαγαζάτορα να τον πλησιάζει δειλά δειλά.

«Καλώς ήρθε ο κύριος!» του είπε και χαμογέλασε δείχνοντας ένα χρυσό δόντι.

Το προσεγμένο παρουσιαστικό του Ηλία τον είχε υποχρεώσει να έρθει και να τον καλωσορίσει, ήθελε φαίνεται η υπόγα του να έχει ανοίγματα στον καλό τον κόσμο.

Κούνησε βουβά το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού.

«Σας εξυπηρέτησαν; Όλα εντάξει;» τον ξαναρώτησε με μια ελαφριά υπόκλιση.

Κούνησε πάλι το κεφάλι, η παρουσία του του είχε κόψει το γλυκό μούδιασμα της μοναξιάς του, δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Ο μαγαζάτορας στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα αμήχανα μέσα στη σιωπή του κι ύστερα γύρισε να φύγει, για να μην ενοχλεί άλλο.

«Μια στιγμή!» τον σταμάτησε ξαφνικά.

«Παρακαλώ!» είπε κι έστριψε.

«Αυτός ο τραγουδιστής καινούριος είναι;»

«Δεν είναι επαγγελματίας, κύριε, Πρόδρομο τον λένε, κάπου κάπου έρχεται και μας λέει κανένα κομμάτι».

«Αηδόνι είναι, να το ξέρεις!»

«Το ξέρω, κύριε, μ' αυτή την κρίση όμως που υπάρχει δεν μπορούμε να τον έχουμε κάθε μέρα, καταλαβαίνετε… Άλλωστε είναι πεχλιβάνης, πιο πολύ γυρνάει στα πανηγύρια στα χωριά μ' ένα μπουλούκι…»

«Δικός μας είναι; Σαλονικιός;»

«Προσφυγόπουλο, μαχαλάς του είναι η πάνω πόλη, η Ακρόπολη. Πρόδρομο τον λένε, Πρόδρομο Μουτάφογλου, οι δικοί του όμως τον φωνάζουν Μποντόση».

«Κέρνα τον ένα από μένα» είπε κι έδειξε το μισόκιλο πάνω στο τραπέζι.

«Μάλιστα!»

«Και πού 'σαι, άλλο κρασί δεν έχεις;»

«Παράλειψη του σερβιτόρου, κύριε, δε σας μέτρησε σωστά απ' την πρώτη στιγμή, τα κάνει κάτι τέτοια, σακάτης βλέπετε… σημαδεμένος άνθρωπος, ας είναι…»

Απομακρύνθηκε με δυο τρεις ακόμα τεμενάδες.

Ο Βασίλης ήρθε μουτρωμένος με καινούριο μισόκιλο.

«Τι του είπες […] και με κατσάδιασε!»

Ο Ηλίας τον είδε μπαρουτιασμένο και του άνοιξε το κέφι.

«Να 'σαι επαγγελματίας, ρε, σαν το αφεντικό σου!» ψιθύρισε κι άρχισε να γελάει. «Πού τον κονόμησες, ρε, όλο τεμενάδες και σάλια είναι».

«Σκέτη γλίτσα, σου λέω!»

Την ώρα που του σερβίριζε σε καινούριο ποτήρι ο Ηλίας τον έπιασε με τρόπο από τον καρπό και του τον έσφιξε.

«Πρέπει να μιλήσουμε σήμερα, κανόνισέ το».

«Μείνε ως το τέλος, πάει και κοιμάται πιο νωρίς. Μαζεύει την είσπραξη και τραβάει στην κυρά του να τ' ακουμπήσει -μια μέγαιρα είναι. Βλέπεις; Όλα εδώ πληρώνονται».

Έφυγε παίρνοντας το κρασί που βρομούσε.

Ήπιε από το καινούριο κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. Οι μαυραγορίτες στο πέρα τραπέζι είχαν μερακλώσει κι έριχναν χαρτούρα μπροστά στην ορχήστρα. Μια απ' τις παρδαλές στο χορό της επάνω τον κοίταζε συνέχεια. Ο Ηλίας έριξε αλλού το βλέμμα, δεν ήθελε φασαρίες τέτοιες ώρες, οι δυο γραβατωμένοι σίγουρα κοιμόντουσαν με τα στιλέτα.

Έμειναν μόνοι τους κατά τις δώδεκα. Η ορχήστρα έφυγε τελευταία, ένιωσε την ανάγκη να σφίξει το χέρι του Πρόδρομου πριν τον καληνυχτίσει. Εκείνος ντροπαλός, ευχαρίστησε βιαστικά κατεβάζοντας τα μάτια και χάθηκαν όλοι τους μέσα στη νύχτα. Απ' έξω ακουγόταν η βροχή που τσιτσίριζε πάνω στα κεραμίδια και στις λαμαρίνες.

Ο Βασίλης έριξε μερικές χούφτες πριονίδι στο πάτωμα, έκλεισε όλα τα φώτα, έγειρε τα παντζούρια και ήρθε με μια μικρή λάμπα στο τραπέζι του.

Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σελ. 409-412.