Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Η παρέλαση των προσφύγων»

Λοιπόν· η «πολυδέγμων» Θεσσαλονίκη είχε το χρώμα το βυζαντινό της πάντοτε, ξανααπόχτησε όμως αυτό όλες τις ζωντανές του αποχρώσεις, αφότου η πολιτεία πατικώθηκε με προσφυγιά, που προέρχεται απ' όλα τα χαμένα, για την ώρα, μέρη. Οι εντόπιοι, οι επιλεγόμενοι μπαγιάτηδες, μολονότι πολύ περισσότεροι και πιο γνήσιοι από τους παλαιούς λεγόμενους Αθηναίους, έχουν προπολλού παραμερίσει κι ώρες ώρες, θαρρείς, συγχωνευτεί, αφού βέβαια έκαναν, όσο μπόρεσαν, μαύρο τον βίο των προσφύγων στα πρώτα χρόνια. Είχαν ετοιμαστεί, βλέπεις, να καταφάγουν μόνοι τους τα αμύθητα λάφυρα, αλλά λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί και οι πρόσφυγες να μην εμφανίζονταν, δεν επρόκειτο να το πετύχουν αυτό. Ήταν οι νέοι κατακτητές, οι Μοραΐτες, οι αμέτρητοι Κρητικοί, οι Δυτικομακεδόνες - οι Μοραΐτες αυτοί του βορείου χώρου. Βέβαια, αυτού του είδους οι αντιδράσεις, οι υπολογισμοί και αρπακτικότητες είναι, ως ένα σημείο, ανθρώπινοι κι αν τους μνημονεύουμε εδώ, το κάνουμε απλώς για την ιστορία και για την έκφραση του λαϊκού αισθήματος. Η ουσία είναι ότι οι πρόσφυγες, τελικά, κυριάρχησαν, δίνοντας τη δική τους μουντή και τεράστια σφραγίδα στην πόλη.

Από το 1914 ως το 1924, κι ακόμα πιο πέρα, πήραν να καταφθάνουν μεμονωμένοι ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, κοπαδιαστά και άτακτα αργότερα, με αραμπάδες, ζώα, βάρκες, καΐκια, βαπόρια, ακόμα και με τα πόδια, σε χάλι κακό, βρωμισμένοι μα αποκαθαρμένοι, λουσμένοι μες στο αίμα τους, από τις ελληνικές πατρίδες της Ανατολής, την Ελλάδα μάλλον της Ανατολής, χιλιάδες των χιλιάδων κυνηγημένοι, ληστεμένοι, βιασμένοι, απορφανισμένοι άνθρωποί μας, αναζητώντας μια νέα γωνιά μες στην ελεύθερη πατρίδα. Υπήρξαν, βέβαια, κι εκείνοι που έφτασαν σχετικώς άνετα είτε γιατί είχαν τον τρόπο, είτε γιατί ήταν κατατοπισμένοι και προβλεπτικοί, είτε γιατί στάθηκαν τυχεροί είτε και γιατί τα είχαν καλά με τον Τούρκο. Αρκετοί έβαλαν πλώρη ή οδηγήθηκαν σε μάλλον άσχετους τόπους, ακόμα και στον Μοριά, όμως στη Θεσσαλονίκη προσέτρεξαν αυθόρμητα οι πιο πολλοί, και προπάντων ρίζωσαν, όχι μονάχα γιατί υπήρχαν κάπως οι ανάλογες συνθήκες, αλλά τους τράβηξε η πολιτεία που την ένιωθαν, τη γνώριζαν, κι ας μην την είχαν επισκεφθεί, τη συζητούσαν και την ένωναν στους θρήνους με την Κωνσταντινούπολη, ήταν και η δική τους συμπρωτεύουσα, συμβασιλεύουσα έστω, η δεύτερη πολιτεία της ασφυκτικής - φευ - μα τελικά ελληνικής, εις τους αιώνας των αιώνων, αυτοκρατορίας. Αυτό άλλωστε είναι για μας το μυστικό νόημα του όρου «συμπρωτεύουσα», συνδετικός κρίκος του βυζαντινού με τον νέο ελληνισμό.

Μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή, κανένας δεν είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα της μόνιμης εγκατάστασης των ως τότε προσφύγων. Οι πρόσφυγες από τη Ρωμυλία, Σερβία, Θράκη, και Μικρασιάτες ορισμένοι, που είχαν ξεφύγει από τα πρωτοποριακά εκείνα σε χιτλερική εγκληματικότητα «αμελέ ταμπουρού», εργατικά δήθεν τάγματα, όσοι δεν είχαν τα μέσα, στριμώχνονταν σε σχολεία, εκκλησίες, στρατώνες και τα παρόμοια κι εκεί καρτερούσαν. Και όχι άδικα. Η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο του Μακεδονικού Μετώπου. Η κυβέρνηση της Άμυνας, της Τριανδρίας, Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής, εγκατεστημένη εκεί. Όλα αυτά όμως ήθελαν σπίτια, κτίρια, χώρους. Σε λίγο ήρθε επιπλέον κι η πυρκαγιά του Δεκαεφτά κι έκανε τα πράγματα τρισχειρότερα. Και τότε εγκαθιδρύθηκε το βασίλειο της παράγκας. Αργότερα, όταν απελευθερώθηκε η Θράκη και άλλα μέρη, πολλοί πρόσφυγες αποκεί ξαναγύρισαν στις εστίες τους, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι τις οικογένειες, τα παιδιά τους ιδίως, δεν τα μετακίνησαν διόλου. Οι απλοί άνθρωποι, οι μυαλωμένοι Θρακιώτες, έβλεπαν καθαρότερα από πολλούς μεγαλόσχημους, που συζητούσαν μέρα-νύχτα πολιτικά και διάβαζαν ακόμα και ξένες εφημερίδες. Όταν τέλος έσπασε το Μέτωπο - κρίμασιν οις οίδεν Κύριος, αλλά και εμείς λίγο - και όρμησαν από τις μονιές τους τα φρικαλέα στίφη, άρχισαν όλοι αυτοί να φεύγουν αποκεί μέσα σ' ένα ανήκουστο χάος. Για τους πρόσφυγες που έρχονταν από πολύ μακριά, επομένως μετά τον πανικό, μια και έφταναν αρκετόν καιρό αργότερα, τους Πόντιους, Καυκάσιους, Καππαδόκες, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα καραντίνας, λοιμοκαθαρτήρια διάφορα, στο Καραμπουρνάκι, Κερατσίνι, Μακρόνησο, όπου τους κρατούσαν απομονωμένους με άγρια συρματοπλέγματα και γεμάτα όπλα, επί μήνες και μήνες, μέσα σε άθλιες σκηνές, ώσπου να βεβαιωθούν ότι έπαψε κάθε κίνδυνος για μεταδοτικές αρρώστιες ανατολίτικες, που δήθεν οι εδώ δεν είχαν. Όσο κι αν τα μέτρα εκείνα ήταν δικαιολογημένα, η εγκατάλειψη και η αθλιότητα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη και εξαιρετικά εύγλωττη ως προς τα αισθήματα των αφεντικών, που εντούτοις έφταιγαν για τα πάντα. Πέθαναν πάρα πολλοί εκεί στα στρατόπεδα μέσα, που πραγματικά έμειναν γερά φραγμένα για τους ανθρώπους, όχι όμως και για τα κουνούπια, τους ανωφελείς κώνωπες. Οι παρθενικοί μα τόσο πια εξασθενημένοι οργανισμοί αυτών των προσφύγων άρπαξαν το μικρόβιο της ελονοσίας, κάτι που τους ήταν ολότελα άγνωστο. Και για πολλούς άρχισε η κατρακύλα.

Και όταν το κακό καταλάγιασε, πέθαναν και όσοι ήταν εκτός προγράμματος να πεθάνουν, συνομολογήθηκε και στη Λωζάνη η ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε ο λεγόμενος Εποικισμός, η ηρωική αυτή υπηρεσία της απελπισίας, να προγραμματίζει και να πραγματοποιεί όπως όπως τη μόνιμη προσφυγική εγκατάσταση. Το είχαν πάρει πια όλοι απόφαση πως για μερικά χρόνια εδώ θα μείνουν.

Η εγκατάσταση αυτή σχημάτισε τρεις κύκλους ή μάλλον ημικύκλια: πόλη, συνοικίες, χωριά.

Αστοί και μικροαστοί κόλλησαν, με πολλή λαχτάρα μάλιστα, μέσα στην πόλη.

Εργατικοί, τεχνίτες, ακόμα και περιβολάρηδες, τραβήχτηκαν στους συνοικισμούς, που μεγάλες ερημιές τους περιζώναν.

Αγρότες, αμπελουργοί, ψαράδες, τράβηξαν στα χωριά, που πολλά τους σήμερα είναι προάστια της Θεσσαλονίκης, και μάλιστα περιζήτητα.

Εννοείται, βέβαια, ότι η διαίρεση αυτή είναι πολύ γενική και εκ των υστέρων κατασκευασμένη.

Πάντως, στο κέντρο, ιδίως στην πυρίκαυστο, έχουμε τους διάφορους αστούς ·Σμυρνιούς, Κωνσταντινουπολίτες, Αδριανουπολίτες, Ραιδεστιανούς, και χίλιους δυο άλλους, με κατάδηλα τα ίχνη του εξευγενισμού και της λεπτότητας. Μόλις συνήρθαν όλοι αυτοί, ακόμα από τότε που κατοικούσαν στις εκκλησιές και τα σχολεία, άρχισαν τα τραγούδια, τα γλέντια, τα καρναβάλια και τα γλυκά γλυκά καμώματα. Οι γυναίκες τους, με την εξυπνάδα και τη γλυκιά περίτεχνη γλώσσα που τις διέκρινε, τάραξαν τους πάντες με τα παινέματα, τις καυχησιές, και τα λεπτά σαλονίσια φερσίματα, διασκορπίζοντας κάπως την απελπιστική φτώχεια και τη μαυρίλα, που περιτύλιγε τη ζωή τους. Ακόμα και τα κυνηγήματα από τους Τούρκους, οι τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν για να γλιτώσουν, έγιναν αστείες διηγήσεις, που τις έλεγαν με ιωνική χάρη και χειρονομίες εκφραστικές οι Σμυρνιές, όπως βλέπουμε σε κάτι αγγειογραφίες της αρχαιότητας τις γλωσσούδες του καιρού εκείνου. Οι μεγαλοαστοί ξέκοψαν προς τα αρχοντικά της παραλίας, μέχρι Ντεπώ, συνδέθηκαν με τους ομοίους τους και δεν ξανακούστηκαν. Παρόλη τη σκλαβιά, οι ταξικές αποστάσεις κρατιόντουσαν πολύ περισσότερο ανάμεσα στους αλύτρωτους.

Οι αστοί, φέρανε-δε φέρανε χρήματα, απόφυγαν να πάνε στους συνοικισμούς. Κι αυτό όχι μονάχα λόγω ασχολιών, αποστάσεως ή ξιπασιάς αλλά και γιατί οι συνοικισμοί αποτελούσαν ουσιαστικά το γκέτο των προσφύγων, στημένα επιδέξια, και εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον δινόταν η εντύπωση, πως όποιος έμπλεκε εκεί, Θεού πρόσωπο δεν επρόκειτο να δει με ευκολία. Τώρα, βέβαια, όλοι ζηλεύουν και μετανοούν, όταν βλέπουν τα ωραία σπίτια των συνοικισμών, πολλά από αυτά τυλιγμένα με τριαντάφυλλα και ένα βήμα από την πόλη με τη συγκοινωνία, όμως τότε κανένας σχεδόν δεν φανταζόταν αυτή την εξέλιξη. το μυαλό τους ήταν κουρντισμένο σε τούρκικους ρυθμούς, βραδυκίνητους.

Οι μικροαστοί κόλλησαν με επιμονή σε διάφορα επιταγμένα κτίρια, που ανήκαν άλλοτε στο τουρκικό δημόσιο ή στις μειονότητες και τις ξένες προπαγάνδες που αλωνίζανε στην πόλη και οι οποίες μετά τις ανταπαιτήσεις που πρόβαλαν είχαν θέσει από μόνες τους τον εαυτό τους σε διωγμό. Σχολεία, νοσοκομεία, γραφεία, πολιτιστικά ιδρύματα, τουρκικά, βουλγάρικα, ρουμάνικα, σέρβικα και κάθε άλλου μιλετιού, που είχε μελετήσει ν' αρπάξει την πόλη. Εκεί τους δώσανε κάμαρες για να μένουν, μία ή το πολύ δύο αν ήταν οικογένειες πολυμελείς, με κοινή κουζίνα και κοινό αποχωρητήριο. Σε λίγο άρχισε να γίνεται το μάλε-βράσε από καβγάδες και έρωτες, των νεαρών μελών, κυρίως, γιατί οι απιστίες ήταν, φαίνεται, πράγμα αρκετά σπάνιο. Πολλοί σημερινοί μεσήλικες, εν οις και εγώ, οφείλουν την ιδιαίτερη ύπαρξή τους, τη σύνθεσή τους την καταγωγική, σ' αυτή την τυχαία συγκατοίκηση, που θαρρώ πως σε ορισμένα κτίρια εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτοί πια οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να πάρουν και το βραβείο της ανεπροκοπιάς και της αδιαφορίας.

Εκείνοι που έμειναν, όπως έμειναν, μέσα στην πόλη ξεθώριασαν από κάθε άποψη, είναι η αλήθεια, πολύ γρήγορα. Μια ιδιαίτερη μαγειρική παράδοση τους έμεινε μόνο. Ιδίως οι Θρακιώτες και οι βορειότεροι, εκείνοι οι καλοβαλμένοι και μορφωμένοι από τη Ρωμυλία, αφομοιώθηκαν πολύ εύκολα με τους εντόπιους. Δεν υπήρχε στην ουσία κανένα φράγμα, ούτε γλωσσικό, εννοώ διαλεκτικό, ούτε πολιτιστικό-ήταν ένας ο χώρος.

Από το λαό, που ήταν αποφασισμένος να παλέψει σκληρά και να υποφέρει τα πάνδεινα προκειμένου να γλιτώσει από τις συγκατοικήσεις και τα ενοίκια και να αποχτήσει δική του στέγη, δημιουργήθηκαν γύρω από την πόλη, με τη βοήθεια και του Εποικισμού, οι διάφοροι συνοικισμοί και πιο έξω ένα μεγάλο - ας μου επιτραπεί η έκφραση - στεφάνι από χωριά, που ανάστησαν τον τόπο. Εδώ είναι που κρατήθηκε η ψυχή της προσφυγιάς κι αυτοί οι άνθρωποι είναι που συνταράζονται τώρα και κοντανασαίνουν, όταν αρχίζει κατακεί να κλώθεται πάλι κάτι. Μέσα σ' αυτά τα πανομοιότυπα χαμηλά σπιτάκια άρχισε σε λίγο να δημιουργείται η νέα μακεδονική γενιά, «λέοντες στη μορφή και θεοί στην καρδιά», που οι σημερινοί απόγονοί της τόση εκτίμηση απολαμβάνουν παντού, ακόμα και στις κλίνες του κλεινού πλην μαραγκιασμένου άστεος.

Από την ανατολή γυροφέρνοντας προς τη δύση είναι οι προσφυγικοί συνοικισμοί? Αρετσού, Καλαμαριά, Νέα Κρήνη, Τούμπα, Τριανδρία, Σαράντα Εκκλησιές, Άγιος Παύλος, Συκιές, Νέα Βάρνα, Νεάπολη, Σταυρούπολη, Πολίχνη, Νέα Ευκαρπία, Επτάλοφος, Νέα Μαινεμένη, Αμπελόκηποι, Νέο Κορδελιό, Ξηροκρήνη, Νέα Μαγνησία, και άλλοι μικρότεροι, βέβαια.

Με οδηγό το πολύτιμο βιβλίο «Προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή Θεσσαλονίκης» των καθηγητών Μαραβελάκη και Βακαλόπουλου, μνημονεύουμε ορισμένα προσφυγικά χωριά, σε αντίστροφη κίνηση τώρα από τη δύση προς την ανατολή, όπως άλλωστε, λόγω καταγωγής, ταιριάζει. Θα θέλαμε να αναφέρουμε και άλλα στοιχεία πολλά, μα θα έπαιρνε αυτό το σημείωμα μεγάλο μάκρος.

Ας γοητευτούμε τουλάχιστο με τα ονόματα, περιοριζόμενοι σε όσα «έκαστος κατά διάνοιαν έχει» - και μπορεί να έχει πολλά.

Λέμε:

Φίληρο, Ρεντζίκι, Κουρί, Νέος Κουκλουτζάς, Ωραιόκαστρο, Νέα Φιλαδέλφεια, Σίνδος, Καλοχώρι, Νέα Αγχίαλος, Άδενδρο, Άγιος Αθανάσιος, Βαθύλακκος, Γέφυρα (το παλιό Τόπψιν), Νέα Μεσημβρία.

Και λέμε:

Πανόραμα, Θέρμη, Νέα Ραιδεστός, Καρδία, Αγία Τριάδα, Περαία, Νέοι Επιβάτες (το γνωστό κι από τα ρεμπέτικα Μπαχτσέ Τσιφλίκι), Νέα Μηχανιώνα, Αγγελοχώρι, Νέα Καλλικράτεια.

Και σμήνος άλλα τρισχαριτωμένα, άξια και υπεράξια.

Ιωάννου Γιώργος, "Η παρέλαση των προσφύγων" στο Ιωάννου Γιώργος, Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 1980, σελ. 74-81.