Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΣΑΛΟΝΙΚΑΪ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, που στα εβραϊκά πάει να πει άντρας ρωμαλέος και εύστροφος. Ο όρος θα πρέπει να επινοήθηκε μετά το ’30 – ’31, τότε που κάμποσοι δικοί μας μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη και πιάσανε τα πόστα στα λιμάνια της Χάιφας και της Γιάφας.

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, συλλογίζεται ο Τζάκο Σουλέμα, κάτοικος Χιλής, έτσι καθώς κόβει βόλτες στη διαδρομή λιμάνι – Πύργος, και μετά στη νέα παραλία, μέχρι το Μακεδονία Παλλάς, μέχρι τη Σαλαμίνα, μέχρι του Αλλατίνι, μέχρι εκεί που τον κρατούν τα πόδια του. Σαλονικάι, Σαλονικιός, δηλαδή καπνεργάτης, στοιβαδόρος, βαρκάρης, αλλά και δικηγόρος, γιατρός, αρχιτέκτονας και στέλεχος της μπάντας της Μακαμπή, και ποδοσφραιριστής όπως ο Αλμπέρ Ναμίας του Ηρακλέους, που τον χάζευε το ’36 να διασχίζει την Εγνατία μεταφέροντας την ολυμπιακή φλόγα, και δρομέας, όπως ο Λεόν Πασί ο Βαλκανιονίκης, και πυγμάχος, όπως ο Μάρκος Αζούς, ο Αρουχάκης και ο Ραζόν, που λίγο έλειψε να τους το κάνουνε το στρατόπεδο λίμπα.

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή εγώ, συλλογίζεται ο Τζάκο Σουλέμα, γέννημα θρέμμα των τενεκέ-μαχαλάδων, που τους κατάπιε ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός. Και δε χορταίνει τα πυριφλεγή ηλιοβασιλέματα και τα παιδάκια στο πάρκο που παίζουνε κυνηγητό και τους συνταξιούχους που διαπληκτίζονται για τα πολιτικά. Σαλονικάι, Σαλονικιός. Κι αναρωτιέται τι να απόγιναν όλοι εκείνοι; Και τους γυρεύει στις πλατείες, στις λεωφόρους αλλά και στους δευτερεύοντες δρόμους με τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τους αναζητά στις νεόδμητες εργατικές κατοικίες που αντικατέστησαν τα παραπήγματα των άλλοτε συνοικισμών, εκεί που γνώριζε πως βρισκόταν η τάδε αλάνα, το τάδε δίπατο με τη χρονολογία 5718 χαραγμένη στο υπέρθυρο, χρονολογία που οι σημερινοί σίγουρα αδυνατούν να κατανοήσουν και να αποκρυπτογραφήσουν, το δίπατο που παραχώρησε τη θέση του σε ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων. Τους αναζητά και στις ταφόπλακες με τα παράξενα γράμματα που ακόμα και σήμερα ανακαλύπτουν, ανασκάπτοντας τα σπλάχνα της πόλης-μάνας. Τους ανακαλεί καθώς περνά μπροστά από το Αμερικάνικο Προξενείο. Εδώ που κάποτε, γύρω στο ’49- ’50, τότε που ακόμα δεν μπορούσε να εξηγήσει πως τα κατάφερε και επιβίωσε, κατέθεσε τα χαρτιά του για μετανάστευση. Τον κόψανε όμως μια και φρόντισαν να προμηθευτούν το φάκελό του και να πληροφορηθούν μέχρι τι όνειρα έβλεπε στον ύπνο του. Ήξεραν λοιπόν πως βγήκε από μικρός στο κλαρί και για τις φυλακές και για τις εξορίες. Μέχρι και για την Ακροναυπλία ήξεραν, τότε που πέρασε γραμμή να μάθουν όλοι να κολυμπούν μήπως κι αποδράσουν από τη μεριά της θάλασσας. Εκείνος όμως κόντεψε να μείνει στον πάτο. Κι αφού με κόπο τον σύρανε έξω, «αφήστε, σύντροφοι», δήλωσε, «θα αποδράσω από τη στεριά».

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή εγώ, συλλογίζεται και προσπερνά το Λευκό Πύρο, αφήνει πίσω του το Βασιλικό Θέατρο και κόβει αριστερά. Το Στρατηγείο παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο. Και διατηρούνται ακόμα και κάποιοι στρατώνες του 50ού Συντάγματος Πεζικού. Αυτός βέβαια πιο πολύ στο πειθαρχείο την έβγαζε. «Εδώ θα καλοπεράσεις, παλιοτόμαρο», τον καλωσόρισε ο ενημερωμένος καραβανάς, τότε που παρουσιάστηκε. Και «Καλοπέρασε». Και στον πόλεμο όργωσε τα βουνά με το μουλάρι του κι έφαγε χιόνι με το τσουβάλι. Κι ακόμα θρήνησε την πρώτη του γυναίκα, την πρώτη του αγάπη, που δεν πρόλαβε να χαρεί. Η βόμβα των Ιταλών, του γράψανε, έπεσε ακριβώς πάνω στο σπίτι τους. Και του μακέλεψε την ψυχή.

Θυμάται λοιπόν ο Τζάκο Σουλέμα, επιχειρηματίας στο Σαντιάγο, με βίλα στο αριστοκρατικό προάστιο Λας Κόντες, με εξοχική μεζονέτα, πρώτη στη θάλασσα στη Ρεϊνάκα, έξω από τη Βίνια ντελ Μαρ, και γραφεία – υποκαταστήματα στην Αρίκα, στην Κονσεψιόν και στο Βαλπαραίσο. Θυμάται, και κάτι σαν μολυβένιο τον πλακώνει. Σαλονικάι, Σαλονικιός. Και όλος του ο νταλγκάς να τον ξυπνήσει η μάνα του, «αλεβάντα, Τζάκο — σήκω επάνω, Τζάκο», και να μην είναι νύχτα. Κι ακόμα να τους έρθουν επιτέλους βολικά, να βγει το νοίκι, να κατοικήσουν κάποτε έστω και στο πρώτο πάτωμα, να ξεφύγουν από τα υπόγεια, μια ζωή μούχλα και σκοτάδι. Αλεβάντα, Τζάκο, σήκω επάνω, Τζάκο. Ο πατέρας πέθανε ξαφνικά το ’26. Και η μάνα στους συγγενείς, παραδουλεύτρα και πλύστρα. Συγγενείς να τους κάνει ο Θεός! Χειρότεροι κι από ξένοι. Να την τραβολογούνε για ένα πιάτο φαΐ από τα χαράματα μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα.

Σαλονικάι, Σαλονικιός. Κι ούτε που το κατάλαβε ο Τζάκο Σουλέμα, πως σουλατσάρει τώρα στην Εγνατία, ανάμεσα Βενιζέλου και Δραγούμη, εκεί που διαδήλωνε τον Μάη του ’36. «Ευτυχώς που δε με ξέρει κανείς», ψιθυρίζει. Οι παλιοί φίλοι έχουν πεθάνει ή έχουν γεράσει. Κι αν το φέρει η τύχη και διασταυρωθούν, αποκλείεται να τον αναγνωρίσουν. Πέρασαν άλλωστε σαράντα τόσα χρόνια. Περιφέρεται λοιπόν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Και διατηρεί την εντύπωση πως τα πάντα απόμειναν ασάλευτα, αμετάβλητα. Δε γίνεται από το «Αττικόν» να διατηρήθηκε μονάχα η στοά της εισόδου, και το «Πάνθεον» και το «Ίλιον», τότε «Σπλέντιντ», να κατεδαφίστηκαν. Παρατηρεί λοιπόν τα απαστράπτοντα εμπορικά κέντρα και λογαριάζει. Να μείνει ή να φύγει; Να περάσει μέσα ή όχι; Κάτι του μυρίζει άσχημα. Και δεν καταφέρνει να επιβεβαιώσει αν αναβίωσαν οι οσμές των καπνιστηρίων-ουρητηρίων ή του παρακείμενου πατσατζήδικου. Πάντως αυτός, αφού ξεπουλήσει το παστέλι με το μέλι, αφήνει την τάβλα δίπλα στο ταμείο και εισέρχεται στη σκοτεινή αίθουσα. Ολόκληρο έργο δε θυμάται να παρακολούθησα ποτέ. Πάντοτε τον πλάκωνε ο ύπνος. Ο ύπνος, που ποτέ δεν τον χόρτασε. Αλεβάντα, Τζάκο, σήκω επάνω, Τζάκο. Και να ξημερώνει η μέρα δυσοίωνη και αμείλικτη και καταθλιπτική.

«Σαλονικάι, λοιπόν, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή άντρας εύστροφος και ρωμαλέος», μονολογεί ο Τζάκο Σουλέμα, ετών 78, που επιστρέφει ως τουρίστας σ’ αυτή την πόλη που τότε δεν τον σήκωνε και κυκλοφορεί εντός και εκτός των τειχών και ανακαλύπτει και το καπνομάγαζο που δούλευε, τώρα στεγάζει κάποιο ιδιωτικό ΙΕΚ, και το σπίτι του κάπου στο Ρεζή, που φυσικά εξαφανίστηκε. Εκείνος όμως αγνοεί τις φαγάνες και τις μπετονιέρες και αντιπαρέρχεται τις πολυτελείς βιτρίνες, τα αμέτρητα αυτοκίνητα, τα κομμωτήρια, και τα κέντρα αδυνατίσματος, με τις μεγαλοκυρίες που διαβάζουν εμβριθώς περιοδικά με τα τελευταία νέα για τους έρωτες των τηλεορασανθρώπων. Αδυνατεί όμως να αδιαφορήσει για τις ομάδες των νεαρών, που πορεύονται για το γήπεδο με σημαίες, κασκόλ, καραμούζες, φωτοβολίδες και όλα τα απαραίτητα. «Για άλλα αγωνιζόμασταν εμείς», συλλογίζεται και ανασταίνει τα τοπία της μνήμης του, τους μικρόσωμους γέρους ραβίνους που έσερναν σεντούκια με βιβλία, τη σκεπή του έσταζε κι ήθελε μερεμέτισμα, την εικόνα του παιδιού με τα ναυτικά που λησμονήθηκε στον τοίχο, το φυλαχτό στο έμπα του σπιτιού που δεν πρόλαβαν να ξηλώσουν «τότε». Θέλει να κουβεντιάσει με κάποιες σκιές, όμως δεν τους αποκρίνεται κανείς, ούτε ο αντίλαλος. Πάντως εκεί όπου τώρα δεσπόζουν τα ΚΤΕΛ ή μάλλον λίγο παρακάτω στα «Ανταλλακτικά Γερμανίας ο Μήτσος», βρισκόταν το μπακάλικο του άλλου θείου του, όπου άρον άρον, παιδί πράμα, τον έστειλαν να δουλέψει παραγιός. Κουβαλούσε το δίχτυ με τις παραγγελίες στα σπίτια. Και πεινασμένος μια ζωή, έβαζε χέρι στα ψώνια. Στο τυρί, στις ελιές, ακόμα και στη ζάχαρη. Ξεσκεπάστηκε όμως γρήγορα, όταν μια πελάτισσα παραπονέθηκε πως μια οκά της χρέωσαν και λιγότερο από μισή της έστειλαν. Τον περίλαβε ο θείος, τον κρέμασε ανάποδα και πού σε πονά και που σε σφάζει. Ποιος ξέρει ως πού ακούστηκαν οι στριγκλιές του. Βρέθηκαν ευτυχώς κάτι γείτονες και ειδοποίησαν την αδελφή του τη μεγάλη. Τη φουκαριάρα! Πώς μπορεί να την ξεχάσει τώρα, με βαθουλωμένα μάτια, σχεδόν χωρίς ψυχή, στο Λοιμωδών, τον μαύρο χειμώνα του ’41, που έκανε θραύση ο τύφος. Ούτε και την αδελφή του τη μικρή μπορεί να ξεχάσει, τότε που την αντάμωσε για τελευταία φορά, κουρεμένη γουλί να τουρτουρίζει περιβλημένη τα ριγωτά κουρέλια της. Ευτυχώς ο Κάπο έκανε τα στραβά μάτια και τον άφησε να την πλησιάσει, να της πει ένα λόγο παρηγορητικό, να της βάλει στην τσέπη ένα ξεροκόμματο.

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός. Να και το στέκι στην οδό Προμηθέως. Λίγο καφενές, λίγο ταβερνείο, λίγο τεκές. Εκεί τον άκουσαν να τραγουδάει για πρώτη φορά. Τα είχε πιει, φτιάχτηκε. Κι απόμειναν όλοι με το στόμα ορθάνοιχτο. Τι πάθος, τι τσαλίμι, τι μερακλήδικα ανεβοκατεβάσματα! Από τότε, πού τον έχανες πού τον έβρισκες. Έσμιγε μες τις κομπανίες, έκανε το κέφι του. Ο Σαδίκ ο τυφλός, ο σαντουρτζής, που τον γνώριζε από μωρό, του έβγαλε και τραγούδι. Να θυμάται τη μακαρίτισσα τη μάνα του. «Αλεβάντα, Τζάκο, σήκω επάνω, Τζάκο».

«Σήκω επάνω Τζάκο,

σε γάμους και σε χαρές.

Μπόσικος μη δείχνεσαι

γιατί έχεις πελατεία».

«Στην ταβέρνα παίζω το όργανο

και τραγουδάω χωρίς αναπαμό

και κουνιέμαι σαν καράβι

Τζάκο με λεν εμένα».

«Τζάκο με λεν εμένα», σιγοτραγουδάει και περιφέρει τη σύγχρονη αποσύνθεσή του. Θέλει να ξαποστάσει πια και ονειρεύεται νέα κορίτσια να τον κερνάνε στο φτερό γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι της στάμνας, όπως τότε. Βλέπει στην παραλία τους ερασιτέχνες ψαράδες να αγκιστρώνουν με μαεστρία τα δολώματα. Βλέπει στις έρημες στοές της Μοδιάνο δύο τρεις γερόμαγκες που τη βρίσκουν με ούζο και όστρακα, καθισμένοι σε καφάσια και ψαροκασέλες, ενώ στο παρακείμενο σκουπιδαριό βόσκουν ανενόχλητα οι μύγες. Πιο κάτω, στην Τσιμισκή, νεόπλουτοι εργολάβοι και καζινόβιοι τοκογλύφοι τον προσπερνούν με αλαζονεία και έπαρση. Όμως εκείνος τους λοιδορεί και μέμφεται όλους τους αίτιους, που μας έχουν τόσο άσπλαχνα απομονώσει. Φυσά ο αέρας, σηκώνει σκόνη και φέρνει νέες αναθυμιάσεις. Κι αυτός συνεχίζει. Και περνά από την άλλοτε έπαυλη, με τα σιντριβάνια και τα θεόρατα δέντρα. Στο περιβόλι της μάζευε λουλούδια, μαργαρίτες και τα λεγόμενα σκυλάκια, και στην πίσω πλευρά της, που σχεδόν την έγλυφε η θάλασσα, οικοδομούσε οράματα και σχεδίαζε τη φυγή. Ονειρευόταν από τότε πως γίνεται να τον προσπεράσει η μιζέρια, όπως ο άγγελος του θανάτου τα σπίτια των προγόνων του στην Αίγυπτο.

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός. Κάποιοι άλλοι πρόγονοι, πιο κοντινοί, διατήρησαν τα κλειδιά των άλλοτε σπιτιών τους στο Τολέδο και στην Κόρδοβα. Και τα χαϊδεύουν ακόμα, κρεμασμένα πίσω από την πόρτα, μέχρι τις μέρες του. Σήκω επάνω, Τζάκο. Και βλέπει τώρα γέροντες κατάκοιτους να τον κοιτούν σαν σκιάχτρα, στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού τους, όπου στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλο. Θυμάται τις βροχές και τους χιονιάδες και τα κάρβουνα που πάντα έλειπαν από το μαγκάλι. Βλέπει ακόμα τους γιαουρτσήδες, τους μποζατζήδες, τους γαλατάδες, τους μανάβηδες. Βλέπει το καφωδείο-χοροδιδασκαλείο «Η Ραμόνα», τους παλιούς φίλους που χάθηκαν για πάντα.

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικός, πληγή κακοφορμισμένη, που δε λέει να γιάνει. Και ο Τζάκο Σουλέμα έχει φτάσει πια στο μεγάλο Λούνα Παρκ. Κόβει εισιτήριο για τα αεροπλανάκια. Σήκω επάνω, Τζάκο-Αλεβάντα, Τζάκο, καιτο αεροπλανάκι σηκώνεται. Τι μπορεί να συμβεί σε μια διακοπή ρεύματος, μια στιγμιαία βλάβη; Άσ’ τα να πάνε! Εκείνος πάντως θα τραβήξει τον λεβιέ, θα στρέψει το πηδάλιο, θα αναβοσβήσει λυχνίες και διακόπτες, θα πατήσει κουμπιά και θα εγερθεί υπερήφανος και θα κρατηθεί στον αέρα όσο τον παίρνουν τα καύσιμα, μέχρι να σωθεί το λάδι του. Και σίγουρα θα ξεχάσει το σκοπό του λέγανε οι Χιλιανοί, κι ας τον σπρώχνουν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγώνες, κι ας τον προσμένουν τελωνοφύλακες με πίπες αδειανές, και ας τον δέχονται οι πολιτείες οι ξένες, οι απομακρυσμένες, και κορίτσια απ’ τη Χιλή που έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή εγώ. Και ο Τζάκο Σουλέμα θυμάται εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, ψάχνει ακόμα το στρατί που πάει για το Ντεπό. Και ξεκινώντας για τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού, ίπταται πάνω από τη γενέθλια πόλη, απλώνοντας προστατευτικά τα νέα φτερά του. Και επιβιώνει εν τοις ουρανοίς.

Ναρ Αλμπέρτο, Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, Νεφέλη, 1999, σ. 55-65.