Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μαζάλ

Πρόλογος

Ονομάζομαι Λέων Περαχιά. Γεννήθηκα τον Μάιο του 1920.

Η οικογένειά μου αποτελούνταν από τον πατέρα μου Χαναέλ, υπάλληλο, την μητέρα μου Σάρα, τον αδελφό μου Δαβίδ κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερό μου, και από μένα. Το σπίτι μας ήταν στα σύνορα Αγίου Φανουρίου και του συνοικισμού 151. Ο πατέρας μου καταγόταν από ραββινική οικογένεια, καταλαβαίνετε ότι μεγάλωσα με θρησκευτικές αρχές.

Όταν ήρθε η σχολική ηλικία, ο πατέρας μου μ’ έστειλε στο ιδιωτικό σχολείο Αλτσέχ. Το δημοτικό ήταν έξι χρόνια, και τέσσερα χρόνια η Εμπορική. Απ’ την πρώτη δημοτικού μαθαίναμε γαλλικά, ελληνικά και εβραϊκά. Στην πρώτη Εμπορικής μαθαίναμε και αγγλικά. Όταν έγινα οκτώ χρονών, γράφτηκα στους προσκόπους Μακαμπή. Η σχολή Αλτσέχ και η Μακαμπή μου ριζώσανε δυο αγάπες στην καρδιά: την Ελλάδα και την Παλαιστίνη.

Στο σπίτι μου είχαμε μεγάλη αυλή. Για να μου δώσει ο πατέρας μου την εβδομαδιαία συνδρομή (2,5 δρχ.) για την Μακαμπή, έπρεπε να σκάβω με κασμά όλο τον κήπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να μάθω ότι δύσκολα βγαίνει το χρήμα.

Στα 14 μου χρόνια ζήτησα απ’ τον πατέρα μου την άδεια να γραφτώ στο Ωδείο. Ήμουν καλλίφωνος και αγαπούσα πολύ την μουσική. Τότε υπήρχε μια προκατάληψη στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, ότι όποιος πάει στο Ωδείο γίνεται κίναιδος. Γι’ αυτό και ο πατέρας μου αρνήθηκε. Αυτή ήταν η πρώτη μου απογοήτευση στη ζωή.

Όταν τέλειωσα την Τρίτη Εμπορική, ο πατέρας μου δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει στα έξοδα των διδάκτρων της τελευταίας τάξεως. Δεύτερη απογοήτευση. Εκ των πραγμάτων έπρεπε να βγω στην βιοπάλη. Πήγα σ’ ένα μηχανουργείο να μάθω τέχνη. Ήμουν ο πρώτος Εβραίος στην Θεσσαλονίκη που πήγαινε στην τέχνη αυτή. Μα ευτυχώς που έμαθα την τέχνη αυτή, διότι μου έσωσε την ζωή, όπως θα διαβάσετε παρακάτω.

Το 1938 γράφτηκα στη Σχολή Μηχανικών Θεσσαλονίκης για να πλουτίσω τις τεχνικές μου γνώσεις. Στην Σχολή μπήκα στην δεύτερη τάξη λόγω του ότι είχα τελειώσει την Τρίτη Εμπορικής. Το 1939 γράφτηκα στην Χορωδία Θεσσαλονίκης.

Ήρθε ο πόλεμος του ’40. Στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Θεσσαλονίκη. Λυπόμουν που δεν πρόλαβα να καταταγώ. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στις 21 Απριλίου θα πήγαινα στο πολεμικό ναυτικό, διότι ήμουν στην Σχολή Μηχανικών.

Οι μήνες περνούσαν και η γερμανική μπότα άρχισε να κάμνει το θαύμα της. Τα πάντα με δελτίο και τα τρόφιμα να σπανίζουν. Η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνισή της. Οι φούρνοι μας δίνανε μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί). Στο σπίτι μου με δυσκολία τα φέρναμε βόλτα. Ο αδελφός μου είχε γυρίσει απ’ τ’ Αλβανικό μέτωπο και ήταν άνεργος· μόλις τον Οκτώβρη του ’41 μπόρεσε να βρει δουλειά.

Οι φούρνοι μας έδιναν μια φέτα μπομπότα ανά άτομο. Επειδή εγώ δούλευα σκληρά, ο πατέρας μου μού ’δινε την δική του μερίδα μπομπότα λέγοντάς με ότι ήταν στομαχικός και δεν μπορούσε να την φάει· τα ίδια και η μάνα μου. Το μεσημέρι που έτρωγα, δάκρυζα κι έτρωγα, διότι στερούνταν οι γονείς μου για να φάω εγώ.

Εκείνον τον καιρό, το μηχανουργείο που εργαζόμουν είχε συμβληθεί με την γερμανική ναυτική διοίκηση: εκείνοι θα μας δίνανε πετρέλαιο για την πετρελαιομηχανή που έδινε κίνηση σ’ όλα τα μηχανήματά μας, και εμείς θα επισκευάζαμε τις πετρελαιομηχανές απ’ τα καΐκια που είχαν επιτάξει. Οι τορνοδουλειές θα γίνονταν από μένα, διότι, όπως έλεγε τ’ αφεντικό μου, εγώ ήμουν λεπτουργός. Δύο μέρες μετά, ήρθε στον τόρνο μου ένας αξιωματικός του γερμανικού ναυτικού για να παρακολουθήσει το πώς δούλευα. Σε λίγο κτύπησε το καμπανάκι για μεσημέρι. Όταν ο αξιωματικός είδε ότι το μεσημεριανό μου ήταν δύο φέτες μπομπότα, κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε. Ένα τέταρτο μετά, ξανάρθε μαζί μ’ έναν ναύτη που κρατούσε δύο τεντζεράκια και μία φραντζόλα. Στα γραφεία μας είχαμε έναν διερμηνέα, ήρθε και αυτός κοντά μου. Ακούει τον αξιωματικό να λέει στον ναύτη ότι κάθε μέρα στις δώδεκα θα μου φέρνει φαγητό και μία φραντζόλα ψωμί. Αυτά μου τα μετάφρασε ο διερμηνέας. Απ’ το ψωμί, το ένα τέταρτο το έτρωγα εγώ και τα τρία τέταρτα τα πήγαινα το βράδυ στους γονείς μου.

Όταν οι συνάδελφοί μου θέλαν να με πειράξουν, έλεγαν στον Γερμανό: «Γιούντε, Γιούντε». Ο Γερμανός απαντούσε: «Ναι, Γιούντε αλλά είναι καλός τεχνίτης».

Δύο μήνες μετά, βγήκα και εγώ να κάνω μαύρη αγορά. Και καθώς κι ο αδελφός μου είχε βρει δουλειά, πήραμε την πάνω βόλτα.

Πλατεία Ελευθερίας

Ιούλιος 1942, διαταγή των Γερμανών: όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης από 18 μέχρι 45 ετών, το Σάββατο 11 Ιουλίου ώρα 8 π.μ. να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας. Το Σάββατο η πλατεία ήταν κατάμαυρη από ανθρώπους. Γύρω γύρω από την πλατεία οι Γερμανοί είχαν στήσει πολυβόλα. Εγώ δεν παρουσιάστηκα διότι πρώτα ήθελα να δω τι θα συμβεί. Εννέα χιλιάδες ενήλικες έχουν συγκεντρωθεί κάτω από έναν καυτό ήλιο. Στην πλατεία ξετυλίγονται φρικτές σκηνές. Κάθε Εβραίο, που δεν είναι ακριβώς πίσω απ’ τον άλλον ή επιχειρεί να ξεκουραστεί καθήμενος σε μια πέτρα, ή γελαστεί και βάλει μία εφημερίδα στο κεφάλι για να φυλαχτεί απ’ τον ήλιο, τον αρπάζουν και τον πάνε σε μία επιτροπή αξιωματικών. Αυτοί βάζαν τους κακόμοιρους να κάνουν εξαντλητικές γυμναστικές ασκήσεις, μέχρι που θα πέφτανε κάτω λιπόθυμοι. Τότε άρχιζαν τις κλωτσιές με τις βαριές μπότες τους. Όσους δεν ξανασηκώνονταν διότι λιποθύμησαν, τους παραλάμβανε ο Ερυθρός Σταυρός.

Μου ’κανε εντύπωση ότι δεν παρατηρήθηκε καμία αντίδραση εκ μέρους των επαγγελματικών οργανώσεων, του πανεπιστημίου, του δήμου και του γενικού διοικητού. Μήπως αυτοί όλοι σκεφτήκαν ότι τους Εβραίους βαράνε, όχι τους Χριστιανούς;

Κυριακή 12 Ιουλίου, διαταγή των Ούννων: Δευτέρα 13 Ιουλίου οι Εβραίοι ηλικίας 18 μέχρι 45 ετών πρέπει να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας. (Τί ειρωνεία, έπρεπε να ονομαστεί πλατεία βασανισμού). Και πάλι δεν παρουσιάστηκα. Και τις δύο μέρες πήγα σαν θεατής. Όταν είδα ότι δεν ήταν σαν το Σάββατο, την επομένη πήγα. Η εγγραφή των νέων γίνονταν σ’ ένα γραφείο της Ιονικής Τραπέζης. Ο καθένας που έβγαινε απ’ το γραφείο υποχρεώνονταν απ’ τους Ούννους να ξαπλωθεί και να κυλισθεί καταγής σαν βαρέλι, σε όλο το μήκος του δρόμου. Με μια άλλη διαταγή, όλους αυτούς που γράφτηκαν, τους μοιράσαν σε διάφορα έργα. Ευτυχώς για μένα που είχα έναν Ιταλό μηχανικό γνωστό (ονομαζόταν Μορατόρι)· αυτός μου προμήθευσε ένα χαρτί της Κομμαντατούρ ότι είμαι προμηθευτής του γραφείου του νομομηχανικού κι έτσι απαλλάχθηκα.

Κογκάρδες και γκέττο

Μήνας Φεβρουάριος, 1943, διαταγή: Όλοι οι Εβραίοι πρέπει να φορέσουν μία κογκάρδα (το άστρο του Δαβίδ) στα ρούχα τους στο σημείο της καρδιάς. Επίσης είχαν χωρίσει τους διάφορους μαχαλάδες σε γκέττο. Κανείς Εβραίος δεν έπρεπε να εξέλθει απ’ το γκέττο. Στις φτωχογειτονιές οι άνθρωποι πεθαίναν απ’ την πείνα. Να εργαστούμε δεν μπορούσαμε λόγω γκέττο. Ο αδελφός μου βλέποντας αυτά τα χάλια, αποφάσισε να φύγει στην Μέση Ανατολή. Βρήκε τρόπο κι έφυγε.

Έκτοτε, μου μπήκε η ιδέα ότι πρέπει να φύγω στο βουνό, όπου δρούσαν οι αντάρτες. Άνθρωποι απ’ όλες τις τάξεις που δεν σήκωναν την σκλαβιά και ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν με το όπλο στο χέρι.

Η προδοσία του αρχιραββίνου Κόρετς

Όταν ένας πολιτικός αρχηγός βγάζει λόγο, οι αντιφρονούντες δεν δίνουν σημασία. Όταν όμως μιλάει ένας θρησκευτικός αρχηγός, τότε όλοι τον ακούν, έστω και αν δεν πιστεύουν. Προπαντός σε μια μειονότητα.

Ο πουλημένος αρχιραββίνος Κόρετς πήγαινε από συναγωγή σε συναγωγή κι έλεγε στην νεολαία: «Εσείς οι νέοι θα πάτε στην Πολωνία, θα εργάζεσθε για να συντηρήσετε τους γονείς σας». Ο πρόστυχος, για να σώσει το τομάρι του και την οικογένειά του, δεν δίστασε να προδώσει το ποίμνιό του. Αν ήταν σωστός αρχιραββίνος, έπρεπε να παροτρύνει την νεολαία να φύγουν στο βουνό. Η ελληνική ιστορία μας δίδαξε ότι ο Γρηγόριος ο πέμπτος προτίμησε τον θάνατο παρά να προδώσει το ποίμνιό του. Γνώμη μου είναι ότι το 80% της νεολαίας μας θα γλίτωνε αν ο αρχιπροδότης (που ήξερε τί εστί Ούννος), τουλάχιστο το βούλωνε και δεν μας έλεγε τίποτα.

Το δίλημμα

Για να φύγω στο βουνό, έπρεπε να βρω έναν σύνδεσμο με τους ανθρώπους του βουνού. Τί έκανα; Έβαλα τα μουντζούρικα (που κανένας Εβραίος ποτέ δεν μ’ είχε δει), το δερμάτινο κασκέτο χωμένο μέχρι τ’ αυτιά, μουντζούρα στα χέρια και στο πρόσωπο, και βγήκα απ’ το γκέττο. Βεβαίως ούτε λόγος για κογκάρδα. Πήγα στην Καλαμαριά που οι περισσότεροι συνάδελφοί μου κάθονταν εκεί. Επί τρεις μέρες πηγαινοερχόμουν έως ότου βρήκα τον κατάλληλο άνθρωπο. Μείναμε σύμφωνοι ότι σε δυο μέρες θα ’ρθει να με πάρει. Όταν είπα στους γονείς μου ότι σε δυο μέρες φεύγω, δεν είπαν τίποτα.

Όταν ήρθε η μέρα για να φύγω και ήρθε ο σύνδεσμος, η μάνα μου σε μια γωνιά και ο πατέρας μου σε άλλη γωνιά έκλαιγαν. Ο σύνδεσμος τους γνώριζε και τους ρωτάει: «Γιατί, κύριε Περαχιά, κλαις;» Τότε ο πατέρας μου του απαντάει: «Δυο παιδιά μας χάρισε ο καλός Θεός και τα δυο μας εγκαταλείπουν». Πέτρα να είχες για καρδιά, θα είχε ραγίσει. Ο σύνδεσμος δάκρυσε και μου λέει: «Λέων, η παροιμία λέει: ευχή γονιού να πάρε και στο βουνό ανέβα. Εσύ στο βουνό θα πας, αλλά την ευχή του γονιού δεν την έχεις. Πήγαινε μαζί τους, τεχνίτης είσαι, ένα ψωμί θα βγάλεις για να τους δώσεις». Μάλιστα αναφέρθηκε και στο ότι οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που μου δίναν φαγητό στο μηχανουργείο.

Γκέττο Βαρώνου Χιρς.

Αποθήκη τράνζιτο για τα τρένα του θανάτου

Αυτός ο συνοικισμός ιδρύθηκε από τον μεγάλο φιλάνθρωπο βαρώνο Χιρς για τους φτωχούς Εβραίους. Ήταν δίπλα στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα πρωί οι Ούννοι τον περίφραξαν με υψηλά σανίδια. Όταν τελείωσε η περίφραξη, απαγόρεψαν στους Εβραίους να εξέλθουν απ’ το γκέττο. Επίσης απαγόρευσαν στους χριστιανούς να εισέλθουν στο βαρώνο Χιρς. Όταν ανάβαν τους προβολείς που είχαν βάλει, νόμιζες πως ήταν μέρα.

Τα τρένα του θανάτου

Δεκαπέντε Μαρτίου του ’43 γίνεται η πρώτη αποστολή προς το θάνατο με τους κατοικούντες στο βαρώνου Χιρς. Τα βαγόνια του θανάτου αναμένουν στο σταθμό που είναι εκεί κοντά. Είναι φορτηγά βαγόνια για σαράντα άτομα και οι Ούννοι βάζουν από ογδόντα μέχρι ενενήντα άτομα. Στο κάθε βαγόνι, ένα βαρέλι για τις σωματικές ανάγκες μας.

Απ’ την Θεσσαλονίκη φύγαν 19 αποστολές με ένα σύνολο 45.650 ανθρώπων.

Στα στρατόπεδα ανδρών μπήκαν 6.742 άτομα και στα στρατόπεδα γυναικών 4.234. Οι υπόλοιποι εστάλησαν κατευθείαν στα κρεματόρια.

Εστάλη και μία αποστολή στο Μπέλσεν. Σ’ αυτήν ήταν οι συνεργασθέντες με τα τέρατα αυτά. Βεβαίως ήταν και ο αρχιπροδότης—και όχι αρχιραββίνος—Κόρετς, με τη γυναίκα και τα παιδιά τους.

Ήρθε η σειρά να μετακινηθεί το γκέττο της Αγίας Τριάδος στο γκέττο του βαρώνου Χιρς. Ράγιζε η ψυχή σου βλέποντας ηλικιωμένους, μωρά, ανάπηρους και ανήμπορους να σέρνουν τα βήματά τους για να πάνε με τα πόδια στο γκέττο του βαρώνου Χιρς. Εκεί μείναμε δυο νύκτες και μία μέρα. Στις τεσσεράμιση το πρωί μας ξύπνησαν με φωνές και βρισιές να βγούμε έξω με τα πράγματά μας. Μας μάζεψαν στην πλατεία και πήγαμε στα βαγόνια που μας περίμεναν.

Όλη η βοήθεια που μπόρεσα να προσφέρω στους γονείς μου ήταν: Την τέταρτη μέρα που ο συρμός σταμάτησε σε μία πεδιάδα με δίπλα ένα ποτάμι, μας είπαν να κατέβουμε, ν’ αδειάσουμε το βαρέλι με τις ακαθαρσίες και να πάρουμε νερό απ’ το ποτάμι. Ο πατέρας και η μητέρα μου δεν μπορούσαν να κατέβουν διότι δεν είχε σκαλιά το βαγόνι. Κατέβηκα και γέμισα τα δύο γκιούμια που είχαμε με νερό. Οκτώ μέρες κράτησε το ταξίδι αυτό.

Φθάσαμε στο Μπιρκενάου της Κρακοβίας. Μόλις άνοιγαν τη συρταρωτή πόρτα του βαγονιού, αμέσως έπρεπε να κατεβούμε με τα μπογαλάκια. Αλίμονο σε όποιον αργούσε, αμέσως πέφτανε μπουνιές, κλωτσιές και βρισιές.

Μας λένε ν’ αφήσουμε τα μπογαλάκια και τις βαλίτσες μας κάτω και να σχηματίσουμε δυο γραμμές, άνδρες και γυναίκες. Τέσσερις αξιωματικοί χωρίζαν τους νέους απ’ τους γέρους και τέσσερις άλλοι χωρίζαν τις ηλικιωμένες απ’ τις νέες.

Λεξιλόγιο του στρατοπέδου

(μετάφραση και επεξηγήσεις)

Μπιρκενάου: στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως ανθρώπων. Το μεγαλύτερο του κόσμου, όπου εξοντώθηκαν 4.000.000 άνθρωποι.

Άουσβιτς: στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως ανθρώπων.

Ζύκλον Β: αέριο που παρήγετο από κρυστάλλους κυανίου. Ενεργούσε θανατηφόρα σε όσους το αναπνέανε. Μέσα σε λεπτά πέθνησκες.

SS:τέρατα ειδικά επιλεγέντα για να σκοτώνουν ανθρώπους δίχως λύπηση.

Μπλοκ: κτίσμα ή μπαράγκα όπου στεγάζονταν οι κατάδικοι.

Μπλοκ-φύρερ: ο υπεύθυνος SS του μπλοκ.

Μπλόκελτέστερ: μπλοκάρχης. Έγκλειστος, υπεύθυνος του μπλοκ έναντι του μπλοκ-φύρερ.

Σράιμπερ: γραφιάς

Στύμπεντινστ: υπεύθυνος έγκλειστος έναντι του μπλοκάρχη.

Αρμπαιτ-ντίνστ: έγκλειστος που τοποθετούσε τους άλλους έγκλειστους στα διάφορα κομμάντο.

Κομμάντο: σύνολο εγκλείστων που απασχολούνταν σε μία ορισμένη εργασία.

Κομμάντο-φύρερ: ο υπεύθυνος SS του κομμάντο.

Κάπο: αρχηγός συνόλου εργαζομένων εγκλείστων.

Όμπερ-κάπο: έγκλειστος επί των κάπων.

Ούντερ-κάπο: έγκλειστος υπό τον κάπο.

Φόραρμπάιτερ: δεκάρχης.

Άουφζιχτ: επιβλέπων.

Ρότεν-φύρερ: SS δεκανεύς.

Μάεστερ: πολίτης Γερμανός, υπεύθυνος της παραγωγής.

Όμπερ-μάεστερ: πολίτης Γερμανός, υπόλογος προς τον διευθυντή του εργοστασίου.

Φέρτνερ: θυρωρός (έγκλειστος).

Πουφ-κομμάντο: ονομασία του κομμάντο με τις πόρνες.

Μούζουλμαν: ονομασία που δόθηκε στους εγκλείστους που από την κακουχία και την πείνα γίναν σκελετοί.

Μήσκι: καραβάνα

Τσου-λάγκερ: επιπλέον τροφή που μας δίναν άπαξ την εβδομάδα.

Πρόμινεντ: έγκλειστοι με ισχύ στο στρατόπεδο.

Ντρέερ: τορνευτής.

Σλόσερ: εφαρμοστής.

Σμίντερ: σιδεράς.

Διαχωρισμός των εγκλείστων

κατά μειονότητα και χώρα προελεύσεως

Για να ξεχωρίζουν οι Ούννοι το θρήσκευμα και τον τόπο προελεύσεως του κάθε έγκλειστου, αριστερά στο πανάκι που είχαμε τον αριθμό, υπήρχε για μεν τους Εβραίους το άστρο του Δαβίδ, για δε τους μη Εβραίους ένα τρίγωνο με την μύτη προς τα κάτω.

Για τους Εβραίους που είχαν το άστρο του Δαβίδ, το τρίγωνο που είχε την μύτη προς τα πάνω ήταν κίτρινο, το δε τρίγωνο που είχε την μύτη προς τα κάτω ήταν κόκκινο. Στο κέντρο του κόκκινου τριγώνου υπήρχε το πρώτο γράμμα του ονόματος της χώρας απ’ όπου καταγόταν. Παράδειγμα: Οι Ελληνοεβραίοι είχαμε το G (Griechenland). Το αρχικό γράμμα του ονόματος της χώρας το είχαν και οι μη Εβραίοι. Δίπλα στο σήμα αυτό ήταν ο αριθμός του καθενός.

Για τους μη Εβραίους, απ’ τον χρωματισμό του τριγώνου που είχαν, ξεχώριζες το τί είδος αδίκημα είχαν κάνει.

Κόκκινο χρώμα για τους πολιτικούς κρατούμενος.

Ροζ χρώμα για τους ομοφυλόφιλους.

Μαύρο χρώμα για τους Ρώσους και τους Τσιγγάνους.

Πράσινο χρώμα για τους εγκληματίες και τους μη άξιους της ελευθερίας.

Βιολέ για τους μάρτυρες του Ιεχωβά.

Αν κρατούσες κανένα παιδί στην αγκαλιά σου, σε βάζανε με τους ηλικιωμένους.

Με την αποστολή μου φθάσαμε στο Μπιρκενάου 2.400 άτομα, και μπήκαν στο στρατόπεδο 445 άνδρες και 193 γυναίκες. Οι υπόλοιποι πήγαν στο κρεματόριο.

Πόσο χαρήκαμε όταν είδαμε ότι τους ηλικιωμένους και τα παιδιά τους περίμεναν αμάξια. Είδα την μητέρα μου αγκαζέ με τις δύο αδελφές της να κατευθύνονται προς τ’ αυτοκίνητα. Πού να ξεύραμε ότι τους πηγαίναν για τον θάνατο.

Σε λίγο δόθηκε διαταγή να ξεκινήσουμε. Όταν είδα την πύλη του στρατοπέδου, ασυναισθήτως μου ’ρθε στο νου ο Δάντης: «Σεις που εισέρχεστε εδώ, αφήστε κάθε ελπίδα».

Περαχιά Λεών, Μαζάλ, Θεσσαλονίκη, 1990