Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το ξεκλήρισμα των Εβραίων

Ιωάννου Γιώργος, «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων», Το δικό μας αίμα, Κέδρος, 1978

«ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ»

Γιώργος Ιωάννου

Το ξεκλήρισμα των Εβραίων

Θέλω να μιλήσω για το βιβλίο «In Memoriam», όπου περιγράφεται το ξεκλήρισμα των Εβραίων της Ελλάδας. Εκδόθηκε το 1974 στη Θεσσαλονίκη, τη Σκηνή του Μεγάλου Μαρτυρίου, τριάντα χρόνια μετά το κακό. Συντάχτηκε από τον ραβίνο Μικαέλ Μόλχο και τον ιστορικό Ιωσήφ Νεχαμά, Σαλονικιούς, πεθαμένους σήμερα. Παλιότερα, το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει στα γαλλικά, πράγμα ασφαλώς όχι τυχαίο – σε τρία τεύχη που πέρασαν απαρατήρητα. Ήταν οι μνήμες νωπές, είχαμε και εμείς τα δικά μας, δεν χρειάζονταν ακόμα βιβλία. Τώρα όμως χρειάζονται και πολύ σωστά φρόντισε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης να μεταφραστεί από τον Γιώργο Ζωγραφάκη το Χρονικό και να κυκλοφορήσει.

Από μια άποψη το φοβερό αυτό ντοκουμέντο μπορεί να θεωρηθεί και ως ιστορία της βυζαντινής αυτής πόλεως του Βορρά, όπου και σήμερα ζουν, αλλά εντελώς ανεπαίσθητα πια, χίλιοι περίπου Εβραίοι. Στην Αθήνα, την οποία προπολεμικά απόφευγαν συστηματικά, βρίσκονται τώρα περισσότεροι, δυόμιση χιλιάδες τουλάχιστο. Είναι περίεργο πώς έχουν μείνει και αυτοί οι χίλιοι εκεί πάνω, ύστερα από τα τόσα και τόσα που έπαθαν. Το βιβλίο μας τα διηγείται καταλεπτώς όλα, μέρα με τη μέρα. Όσα από αυτά θυμούμαι και εγώ, που εντελώς κατά σύμπτωση έζησα μέσα σ’ ένα προσωρινό γκέτο, θα τα προσθέσω.

Γράφει, λοιπόν, το βιβλίο ότι ο εβραϊσμός της Θεσσαλονίκης ανήκε σε πολλά και διάφορα ιστορικά στρώματα. Στην καθημερινή ζωή, πάντως, ξεχώρισμα τέτοιο δεν υπήρχε, ήταν όλοι τους μ’ ένα όνομα «οι Εβραίοι». Τώρα εκ των υστέρων γίνεται περίεργος κανείς για κείνους τους πρώτους Εβραίους της αρχαιότητας, τους γνωστούς για την αναποδιά τους από τις Πράξεις των Αποστόλων. Τί σώζονταν άραγε απ’ αυτούς; από τη γλώσσα και τη ράτσα; ήταν οι μελαχρινοί, εκείνοι με τις γυριστές μύτες, που τόσο πολύ απεχθάνονταν τις φάτσες τους οι Γερμανοί ή οι άλλοι, οι κοκκινομάλληδες, με τις φακίδες στο πρόσωπο και πιθανώς στο σώμα; Ίσως όμως οι κοκκινομάλληδες να ήταν αυτοί από την Κεντρική Ευρώπη, που, όπως λένε, από τον Μεσαίωνα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν, κάθε φορά που ξεσπούσαν εκεί διωγμοί – λιγότερο συστηματικοί και άγριοι, πάντως, από τους τελευταίους.. Μα, ο εβραϊσμός της Θεσσαλονίκης δεν θα είχε τίποτε το ιδιαίτερο και ξακουστό, αν δεν κατέφευγαν σ’ αυτήν, κατά κύματα αλλεπάλληλα, το 1492, το 1536 και το 1650, πλήθος Εβραίοι της Ισπανίας και Πορτογαλίας, λαός αλλιώτικος, σπαρταριστός, που έδωσε τελικά τη σφραγίδα του, τη γλώσσα του, τη διάλεκτο της Καστίλλιας, και τις συνήθειές του, σ’ όλους τους άλλους Εβραίους, παλιούς και νεώτερους. Οι ίδιοι οι Εβραίοι ονόμαζαν τους Ισπανοεβραίους «σεφαραδί», ενώ τους Βορειοεβραίους «εσκεναζί». Όλοι οι παραπάνω, εκτός από κάτι Ιταλοεβραίους, που είχαν έρθει τον δέκατο όγδοο αιώνα από το Λιβόρνο, τουλάχιστο για εμπόριο και για κέρδος, βρέθηκαν στη Σαλονίκη με την ψυχή στο στόμα, εξαιτίας άγριων διωγμών. Και πραγματικά, τους είχε μείνει κάτι το δειλό στο βλέμμα και τους τρόπους, μια παροιμιώδης, διπλωματικότητα στα λόγια και τη φωνή. Αυτό όμως που βαθιά διαισθάνονταν, τελικά ως ράτσα δεν το γλίτωσαν, αλλά χρειάστηκε να περάσουν αιώνες. Οι Τούρκοι, πάντως, ακολουθώντας την τακτική των Βυζαντινών, τους φέρθηκαν πολύ καλά, τους συμμάζεψαν, τους προστάτεψαν. Κατά βάθος πολύ θα πρέπει να διασκέδαζαν οι νωθροί και παντοδύναμοι εκείνοι Ανατολίτες με όλα αυτά τα σερπετά, γαλίφικα, και πανέξυπνα πλάσματα, που ξεφύτρωσαν στα καλά καθούμενα μπροστά τους. Αλλά και οι Εβραίοι, σ’ όλη εκείνη την απέραντη περίοδο, υπήρξαν υποδειγματικοί υπήκοοι του Πατισάχ. Ευκαιρία δεν έχασαν που να μην του κάνουν το χατίρι, όταν εμείς σερνόμασταν στης δουλείας τα χώματα. Όμως εμάς καμιά παλιά ή πρόσφατη σύζευξη των Εβραίων με τους ισχυρούς του κόσμου τούτου δεν μπορεί να μας κάνει να μη μιλούμε με βαθύ οίκτο για τα παθήματά τους εκείνα, που εν μέρει είδαμε.

Πολλοί Εβραίοι, ιδιαίτερα οι γεροντότεροι, δεν ήξεραν καθόλου ελληνικά. Ποτέ δεν θα περίμεναν ότι θα γίνει ελληνικός αυτός ο τόπος. Αλλά και από τους νεώτερους όσοι τα μιλούσαν έσερναν τόσο τη φωνή και έκαμναν τέτοια απίθανη σύνταξη, ώστε τους καταλάβαινες αμέσως. Όλα τα πάμπολλα ανέκδοτα, που περιστρέφονταν, συνήθως στον τρόπο με τον οποίο ξεγλιστρούσαν οι Εβραίοι στις δύσκολες περιστάσεις, μ’ αυτόν τον σερνάμενο τρόπο φωνής και μ’ αυτή τη σύνταξη αποδίδονταν. Η προφορά τους, και κυρίως η περιτομή, έγιναν αιτία να χαθούν αργότερα πολλοί, όταν οι Γερμανοί τους κυνηγούσαν.

Δεν τους θυμόμαστε να γλεντάνε ποτέ, τουλάχιστο κατά τον τρόπο το δικό μας. Φαίνεται όμως ότι στα ακριβά κέντρα, μακριά από τα μάτια της φθονερής πλέμπας, οι πλούσιοί τους γλεντοκοπούσαν άγρια. Μέχρι και το πιάνο της ορχήστρας του Μεντιτερρανέ έριξε, λένε, κάποιος ζάμπλουτος στη θάλασσα. Στα σπίτια όμως των μεσαίων και των φτωχών – και αυτοί ήταν οι περισσότεροι – επικρατούσε μεγάλη ησυχία και τα παράθυρά τους το βράδυ ήταν από νωρίς σκοτεινά, καθώς έπεφταν γρήγορα για ύπνο. Πού και πού ξεσπούσε κανένας γρήγορος καβγάς στα καστιλλιάνικα – εβραίικος καβγάς, όπως λέγαμε – και ύστερα σιγή πάλι. Μα, την ημέρα ζωήρευαν υπερβολικά, γέμιζαν την αγορά με τις φωνές τους. Τα διαλαλήματά τους είχαν ξεχωριστή μουσικότητα και χάρη. «Φαλιμέντο πράμα – ήρθε από τη Δράμα», τραγουδούσαν συχνά γύρω από το καρότσι, το ξεχειλισμένο σκαρταδούρα.

Τα Σάββατα οι γέροντες δεν έκαμναν τίποτε, καμιά δουλειά απολύτως. Πήγαιναν, βέβαια, στη Χάβρα, και μετά ανοίγοντας στο σπίτι τους κανένα ιερό βιβλίο, κανέναν κύλινδρο της Σεφέρ-Τορά, της Βίβλου του Νόμου, περνούσαν όπως έπρεπε την άγια μέρα. Οι νεώτεροι με βαριά καρδιά τραβούσαν για τα μαγαζιά και τις δουλειές τους. Επί Τουρκίας είχαν καταφέρει να είναι αργία η μέρα του Σαββάτου, αλλά το καινούργιο αφεντικό δεν ήταν τόσο αδιάφορο σε κάτι τέτοια. Τα Σάββατα οι γριές έβαζαν τα επίσημα ρούχα τους και καθόντουσαν στο παράθυρο ή στην πόρτα έξω. Ποτέ δεν ακούστηκε να κάνουν κουτσομπολιά οι Εβραίες στις Ελληνίδες, αυτό όμως μπορεί να οφείλεται και στο ότι δεν έκαμναν παρέα. Τα φορέματα εκείνα ήταν ατλαζένια, σε χρώμα γαλάζιο, με λεπτό ξανθό γουνάκι γύρω-γύρω στη ζακέτα. Στο κεφάλι φορούσαν γαλάζιο ή σκούρο φακιόλι με δαντέλα, αν δεν απατώμαι. Όταν έπαιρνε να νυχτώνει, εμείς τα παιδιά κάμναμε μια βόλτα στον εβραιομαχαλά. Ξέραμε ότι θα μας φωνάξουν σε πολλά σπίτια. Η θρησκεία τους απαγόρευε να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά το Σάββατο και έτσι εμποδίζονταν να ανάψουν την λάμπα ή και τη φωτιά, αν είχε κρύο. Καλούσαν εμάς και η αμαρτία στο λαιμό μας. Πολλές ευτράπελες ιστορίες λεγόντουσαν για τη συνήθειά τους αυτή και είναι γνωστή η διφορούμενη παροιμία «Βρήκε ο Εβραίος να καβαλήσει και έτυχε Σαββάτο». Τα κατάκλειστα σπίτια τους – μιλώ, φυσικά, για τους μεσαίους και τους φτωχούς – έζεχναν άσχημα, όχι μόνο από τη βρωμιά, αλλά και από το σουσαμόλαδο, που το χρησιμοποιούσαν συνεχώς και διαπότιζε όλο το σπίτι. Ακόμα και μόνο από τη μυρωδιά, μπορούσες να καταλάβεις, περνώντας απέξω, αν ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα είναι εβραίικο ή όχι. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε υπήρχαν τότε σουσαμόμυλοι, ακόμα και μέσα στην πόλη – κάτι σκοτεινά μεγάλα παχνιά όπου μικρόσωμα άλογα ή γαϊδουράκια γύριζαν τις μυλόπετρες και έρεε, γλύφοντας τις πέτρες, το σουσαμόλαδο, καθώς και το ταχίνι. Εκεί μέσα, ανάμεσα στα τσουβάλια με το σουσάμι και στις μπάλες το ξερό χόρτο, η ευωδία ήταν θεσπέσια – ίσως μόνο το καμένο στο τηγάνι σουσαμόλαδο να βρωμοκοπάει έτσι. Όταν, πάντως, τους ανάβαμε φως ή φωτιά, θεωρούσαν χρέος τους να μας καλοπιάσουν με κάτι. Τα λεφτά, βέβαια, τα κρατούσαμε, αλλά τα φαγώσιμα τα πετούσαμε αμέσως. Τα άζυμα ιδίως το λεγόμενο «μασά», δεν θέλαμε ούτε να τα πιάσουμε στο χέρι, εκτός από τη σιχασιά, νιώθαμε και φόβο. Έτσι μας είχαν δασκαλεμένους, και οι ιστορίες για παιδιά, που οι Εβραίοι ή οι Χαχάμηδες τα είχαν βάλει σε βαρέλια με βελόνια για να τους πάρουν το αίμα, να ζυμώσουν το μασά, δεν ήταν προνόμιο μόνο της αντισημιτικής Ευρώπης. Με τη διαφορά ότι ο ελληνικός λαός, πέρα από τις ιστορίες και τις ανώδυνες αυτές αποφυγές, δεν προχωρούσε σε πράξεις. Ήταν όμως πολύ τσιγκούνηδες οι καημένοι. Οι περισσότεροι εξάλλου ήταν πάμπτωχοι. Όλα τα σάπια και τα βρώμικα της αγορά η Εβραιγιά τα μάζευε, σχεδόν τσάμπα. Όχι όμως και το κρέας, που έπρεπε να το έχει δει ο χαχάμης. Βέβαια, οι μεγάλες οικογένειές τους είχαν αμύθητους θησαυρούς, αλλά τους ανθρώπους αυτούς εμείς δεν τους βλέπαμε. Ήταν μόνον ονόματα, σε μεγάλες ταμπέλες, που προκαλούσαν το δέος. Λείπαν, άλλωστε, συνεχώς, όχι στην Αθήνα, βέβαια, που τη σνόμπαραν αγρίως, μα στην Ευρώπη, στα Παρίσια συνήθως, όπου είχε δημιουργηθεί ισχυρή παροικία των Εβραίων της Σαλονίκης, από τη οποία προήλθε και ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Ντάριους Μιλώ. Όλοι αυτοί πηγαινοέρχονταν με το Σεμπλόν Οριάν και θεωρούνταν από τους καλύτερους πελάτες του.

Ειδικότητα των Εβραίων ήταν όχι μόνο το εμπόριο, αλλά και διάφορες ταπεινές εργασίες, που δεν καταδέχονταν να τις κάνουν οι Ρωμιοί. Μεγάλο μέρος από τη χαμαλαρία του λιμανιού και της αγοράς ήταν Εβραίοι. Αυτούς, φυσικά, τους μάζευαν οι ομόθρησκοί τους, οι κάποι τους, που είχαν στα χέρια τους αυτά τα πόστα από τον καιρό της Τουρκοκρατίας, οπότε έκαμναν τα διάφορα μποϋκοτάζ στα καράβια από την απελευθερωμένη Ελλάδα. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού έβλεπες πλήθος Εβραίους χαμάληδες να κάθονται στα πεζοδρόμια, απ’ τη μεριά της σκιάς, έξω από τα καπνομάγαζα ή τη Λαχαναγορά, τρώγοντας καρπούζια ή πεπόνια παραγινωμένα, που αγαπούσαν ιδιαίτερα, και ύστερα να ξαπλώνουν για κανέναν ύπνο πάνω στη χαμαλίκα τους. Αυτοί ήταν εύρωστοι άνθρωποι, ενώ οι άλλοι του εμπορίου ήταν μισές μερίδες. Και αν επιμένω μιλώντας γι’ αυτούς τους ταπεινούς, δεν είναι γιατί οι Εβραίοι δεν είχαν και τους μορφωμένους και τους επιστήμονές τους, αλλά γιατί θέλω να δείξω, όσο γίνεται πιο καθαρά, πως αυτοί που με τόσο σύστημα εξόντωσαν οι Γερμανοί δεν ήταν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ούτε μεγιστάνες, ούτε τραπεζίτες, ούτε κοινωνικοί άρχοντες, μα βασανισμένοι φουκαράδες, τουλάχιστο όσο και εμείς.

Οι Εβραίοι κατοικούσαν όλοι σχεδόν στο κάτω μέρος της πόλης και μάλλον προς το δυτικό. Αυτό συνέβαινε γιατί στα υψώματα, ως πιο υγιεινά, κατοικούσαν οι Τούρκοι ενώ στο κάτω ανατολικό τμήμα οι Έλληνες. Η αποφυγή αυτή των υψωμάτων από τους Εβραίους συνεχίστηκε και μετά την φυγή των Τούρκων, αλλά τώρα πια για λόγους εμπορικούς και παραδοσιακούς. Σώζονται πολλά πράγματα από τους Εβραίους στη Σαλονίκη σήμερα. Γειτονιές ολόκληρες, σειρές από μαγαζιά, λίγοι όμως τα ξέρουν ήτα θυμούνται. Περνάω καμιά φορά και βλέπω τη γειτονιά «της παλαιάς Εβραΐδος», εκεί γύρω στην Παναγία των Χαλκέων, απόπου παρακολούθησα και την τραγωδία τους. Θυμάμαι τα μαγαζιά, επιπλάδικα, κυρίως, θυμάμαι ποιοι τα είχαν και ποιοι τα πήρανε, και τους βλέπω ακόμα – αυτούς, γέρους, βέβαια πια ή τα παιδιά τους. Λένε πως το τεράστιο τμήμα της πόλης, που κάηκε στη μυστηριώδη πυρκαγιά του ’17, ήταν πολύ ωραίο, σαν την Σεβίλη, το Τολέδο και την Κόρδοβα. Μέσα εκεί, στους σκεπαστούς υγρούς δρόμους, τα ανήλιαγα στενά σοκάκια, στα σφιχτοστριμωγμένα σπίτια, έβρισκαν οι Εβραίοι τον εαυτό τους, την πατρίδα της ψυχής τους και όταν έγιναν όλα στάχτη, έχασαν τον κόσμο τους. Αρκετοί πήραν τότε των ομματιών τους και έφυγαν στην Ευρώπη. Βέβαια, δεν ήταν μόνο η πυρκαγιά που τους κλόνισε. Όπως και να ’χει όμως, η Κοινότητά τους αντί να πληθύνεται, άρχισε από τότε να φθίνει. Από ογδόντα ή και ενενήντα χιλιάδες ψυχές που αριθμούσε στην αρχή του αιώνα, έφτασε να έχει πενήντα περίπου χιλιάδες, όταν μπήκαν οι Γερμανοί. Το Ελληνικό, χωρίς να τους κυνηγήσει, δεν τους ευνόησε και τόσο. Οι Τουρκαλάδες ήταν μαζί τους βολικοί. Ιδιαίτερα οι πρόσφυγες τους έκαναν να φαίνονται περιττοί, αχρείαστοι, όπως στα στενεμένα φτωχόσπιτα τα καινούρια παιδιά που γεννιούνται τους γέρους.

Οι Γερμανοί μετάφεραν ξαφνικά στη σχεδόν ειδυλλιακή για μας σήμερα ατμόσφαιρα της ανύποπτης και σκονισμένης βαλκανικής πολιτείας όλα τα αβυσσαλέα μεσαιωνικά πάθη και τους παραλογισμούς της γοτθικής Ευρώπης. Είχε τόση ψυχολογική προϊστορία το εβραϊκό ζήτημα γι’ αυτούς, ώστε πρέπει να ήταν με το μίσος τους εντελώς εξοικειωμένοι και συμφιλιωμένοι. Εμάς πάντως τους αμάθητους μας είχαν ξαφνιάσει άσχημα κάτι μεγαλογράμματες έντυπες ανακοινώσεις, που έκαναν την εμφάνισή τους από τις πρώτες μέρες της Κατοχής στις τζαμαρίες των καλύτερων χριστιανικών καταστημάτων και που έγραφαν γερμανικά και ελληνικά: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι». Αυτό όμως, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν παρά χάδι, μπροστά σε κείνα που ακολούθησαν.

Ύστερα πάψαμε να μαθαίνουμε σχετικά. Είχαμε άλλωστε τα δικά μας ντέρτια, καθώς πέφταμε από έκπληξη σε έκπληξη, συνειδητοποιώντας τί θα πει σκλαβιά. Οι Εβραίοι, άλλωστε, ποτέ, ούτε παλιότερα, δεν μας εμπιστεύονταν τα μυστικά τους, πολύ περισσότερο δεν μας μιλούσαν τώρα, που μας έβλεπαν και εμάς λιγάκι σαν «αρείους». Μας χαιρετούσαν σκυφτά στη σκάλα και στρίβαν στην πόρτα το κλειδί. Το «In Memoriam» όμως λέει γι’ αυτή την εποχή πολλά. Κάθε μέρα και κάτι τους έκαμναν στα μουλωχτά, κάποια καινούρια λαχτάρα. Γι’ αυτό ήταν έτσι φαρμακωμένοι. Όσο παντοδύναμος και να είναι κανείς, δεν είναι εύκολο να μαζέψει ξαφνικά έναν λαό πενήντα χιλιάδων και να τον μεταφέρει για εξόντωση. Ένα τέτοιο πράγμα θέλει συστηματικό στρίμωγμα, συνεχή εκβιασμό, και σ’ αυτό οι Γερμανοί αποδείχτηκαν μανούλες.

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941. Από τα πρώτα μέτρα τους ήταν να πάψουν τις εβραίικες εφημερίδες «Progrès» «Indépendant» και τη «Messaggero» στα ισπανοεβραίικα. Το μέτρο αυτό δεν προσέχτηκε ιδιαίτερα, γιατί και οι ελληνικές εφημερίδες «Μακεδονία», «Φως», και «Νέα Αλήθεια» παύτηκαν επίσης. Όλες αυτές τις αντικατέστησε η «Νέα Ευρώπη» μια ανυπόφορη χιτλερική φυλλάδα, ευτυχώς δισέλιδη. Ύστερα άρχισαν τις επιτάξεις των σπιτιών, όχι μόνο των εβραίικων, βέβαια. Με τη διαφορά ότι τους Εβραίους, σε περίπτωση επιτάξεως, δεν τους άφηναν να πάρουν από μέσα τα υπάρχοντά τους.

Το Σάββατο, 18 Ιουλίου 1942, στις 8 το πρωί, συγκεντρώνουν όλους τους άρρενες Εβραίους, από 18 ως 45 χρονών, στην πλατεία Ελευθερίας, που την έχουν ζωσμένη με πολυβόλα. Τους κρατούν, χωρίς εξήγηση, μες στον ήλιο, όρθιους, ασκεπείς, διψασμένους, ως τις 2 το μεσημέρι. Όποιος τολμάει να καθίσει υφίσταται καψόνι άγριο. Τις επόμενες μέρες, όταν τους ξαναμάζεψαν, αποδείχτηκε ότι ήθελαν να τους καταγράψουν για καταναγκαστικά έργα, αλλά την πρώτη μέρα τους εξευτέλισαν χωρίς να τους πούνε τίποτε περισσότερο. Όλα αυτά διαδόθηκαν στην πόλη. Στα καταναγκαστικά αυτά έργα στάλθηκαν χιλιάδες Εβραίοι και αρκετοί από αυτούς δεν ξαναγύρισαν. Οι περισσότεροι όμως ανταλλάχτηκαν, ύστερα από αστρονομικά ποσά που κατέβαλε η Ισραηλιτική Κοινότητα. Μέγας ρυθμιστής της ζωής και της μοίρας των Εβραίων είναι την εποχή αυτή ο πολύς δόκτωρ Μαξιμιλιανός Μέρτεν, σύμβουλος πολέμου, που είχε το θράσος να επισκεφθεί μεταπολεμικά την Ελλάδα, οπότε κόντεψε να ρίξει την κυβέρνηση με τις αποκαλύψεις ορισμένων διασυνδέσεών του.

Οι Γερμανοί από πολύ νωρίς είχαν διορίσει μια διοίκηση ανδρεικέλων στην Ισραηλιτική Κοινότητα. Τελικά, στο τέλος του ’42, κάνουν πρόεδρο της Κοινότητας τον αρχιραβίνο Σεβή Κόρετς, άνθρωπο διάσημο για τ ην μόρφωσή του, αλλά και την αβουλία του, όπως τουλάχιστο λέει το «In Memoriam».

Αργότερα, το ’43, όταν είχαν μαζέψει πια τους Εβραίους, οι Γερμανοί διοργάνωσαν σ’ ένα μεγάλο καφενείο της Τσιμισκή, στο «Αστόρια», μια έκθεση με τον ειρωνικό τίτλο «Σοβιετικός Παράδεισος». Μας οδήγησαν στη γραμμή με το σχολείο. Η έκθεση δεν είχε, βέβαια, τίποτε άλλο, παρά φωτογραφίες, κακόγουστες ζωγραφιές μάλλον, με Λερναίες Ύδρες, πολυπλόκαμα χταπόδια, φίδια και άλλα γνωστά τέρατα, που παράσταιναν τον κομμουνισμό, τον εβραϊσμό, και τη μασονία. Είχε ακόμα στους τοίχους δηλώσεις ορισμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου, καθώς και ενός μητροπολίτη – τόσο θυμάμαι. Όλοι αυτοί άφηναν να εννοηθεί, ότι παρά τις ταλαιπωρίες μας ο «Χιτλερικός Παράδεισος», στον οποίο είχαμε βρεθεί, ήταν απείρως προτιμότερος από τον Σοβιετικό. Σε μια γωνιά, πίσω από ένα παραβάν, βρισκόταν μια πολυθρόνα με τριμμένο βελούδο κόκκινο. Ένα λιγδερό υποκείμενο, χαφιές δικός μας, μας έλεγε χαμογελώντας με τα χρυσά δόντια του: «Κάθισε, μη φοβάσαι. Είναι ο θρόνος του Κόρετς». Και εμείς καθόμασταν ένας-ένας, νομίζοντας ότι κάτι το ιδιαίτερο θα νιώσουμε.

Το 1943 είναι η μαύρη χρονιά. Στις 6 Φεβρουαρίου, μέρα Σάββατο, ενσκήπτει στη Σαλονίκη ο Ντήτερ Βισλιτσένυ, επικεφαλής πενταμελούς επιτροπής των S.D. «Πραγματικά τέρατα», σημειώνει το βιβλίο. Αυτοί είναι που μαζί με τον Μέρετεν, τον «Δόκτορα», θα οργανώσουν την απαγωγή των Εβραίων προς εξόντωση.

Σε σύσκεψη αποφασίζουν να εφαρμοστούν χωρίς αναβολή οι νόμοι της Νυρεμβέργης: Να φορέσουν στους Εβραίους το άστρο του Δαβίδ. Να βάλουν σημάδια διακριτικά στα μαγαζιά τους και στα σπίτια τους. Να δημιουργήσουν γκέτο, δηλαδή περιοχές που να κατοικούνται μόνο από Εβραίους.

Πρώτα τους φορούν το άστρο, και τους επιτρέπουν να κινούνται μες στην πόλη ελεύθερα, αλλά με το άστρο. Τους είπαν: «άμα σας πιάσουμε χωρίς το άστρο, θα σας τουφεκίσουμε». Και οι Εβραίοι, πειθήνιοι, γύριζαν με το άστρο· ένα μεγάλο άστρο, φτιαγμένο από τσόχα κίτρινη που φαινόταν μίλια μακριά. Γέμισε η πόλη κίτρινα άστρα. Τότε καταλάβαμε πόσο πολλοί ήταν οι Εβραίοι. Αλλά και για τους πολυάριθμους Γερμανούς στρατιωτικούς, τους μη ανακατωμένους υπηρεσιακά σε όλα αυτά, το θέαμα πρέπει να αποτέλεσε μια συγκλονιστική αποκάλυψη. Ακόμη και συμμαθητές μας φόρεσαν στο σχολείο το άστρο, για να μη χάσουν τα μαθήματα. Εκ των υστέρων βρίσκει κανείς το θέαμα φοβερό, εμείς όμως τους πειράζαμε, πού να νιώσουμε – παιδιά. Θυμάμαι μάλιστα ένα συγκεκριμένο περιστατικό με κάποιον που ήρθε με το άστρο. Μουδιασμένο το παιδί, εμείς το περιτριγυρίσαμε, κοιτάζοντας με αδιαφορία και περιέργεια, τόσο μόνο, αλλά κάτι άλλοι κόψανε με χαρτιά έναν σταυρό, έβαλαν από τα πεύκα της αυλής ρετσίνι και του τον κόλλησαν στην πλάτη. Και το παιδί, Μπεραχιάς το όνομά του, που θα άκουγε, βέβαια, και τις φοβερές διηγήσεις μέσα στο σπίτι του για το τί μπορείς να πάθεις, αν αντιδράσεις βίαια, πήγαινε μουδιασμένο, ψηλό και άχαρο, σαν αγελάδα, με το άστρο μπροστά και τον σταυρό πίσω…

Ύστερα τους κολλούν σήματα στα μαγαζιά και στα σπίτια. Έξω από την πόρτα τους κολλούν χαρτιά, που γράφουν στα γερμανικά ότι το σπίτι είναι εβραίικο, και ότι το κατοικούν αυτοί και αυτοί.

Τέλος, δημιουργούν τα προσωρινά γκέτο. Μεταφέρονται άρον-άρον και στριμώχνονται οι Εβραίοι μόνο σε ορισμένες γειτονιές. Οι νεοφερμένοι, με τη φροντίδα της Κοινότητας, τοποθετούνται σε επιταγμένα δωμάτια εβραίικων πάλι κατοικιών. Ζουν πια ο ένας πάνω στον άλλο.

Οι Γερμανοί τότε προχωρούν στο επόμενο βήμα. «Δεν μπορείτε να βγαίνετε από το γκέτο, μόνο εδώ μέσα θα κινείσθε», τους λένε. Επομένως δεν μπορούσαν να δουλέψουν, ούτε στα μαγαζιά τους να πάνε, εάν αυτά βρίσκονταν έξω από το γκέτο. Και έτσι χάθηκαν τ’ αστέρια από την πόλη. Μόνο πού και πού κυκλοφορεί κανένας Εβραίος συνοδευόμενος από κάποιον νεαρό με περιβραχιόνιο, κίτρινο, εννοείται. Είναι Εβραίος και ο νεαρός, μέλος της πολιτοφυλακής που είχε δημιουργηθεί, από νεαρούς που ήλπιζαν πως θα γλιτώσουν με τη συνεργασία. Στις γωνιές του γκέτο τοποθετούνται φρουροί, χωροφύλακες δικοί μας. Η φύλαξη είναι χαλαρή, αλλά οι Εβραίοι δεν τολμούν να βγούνε. Τους απειλούν με άμεση εκτέλεση, με εκτέλεση όλης της οικογένειάς τους. Ο ένας συγκρατεί τον άλλον. Εμείς μπαινοβγαίνουμε όπως πάντα, κανένας δεν μας λέει τίποτε. Δεν πιστεύω να φαινόταν τόσο πολύ η «άρεια» καταγωγή μας. Μόνο έναν εφημεριδοπώλη θυμάμαι, που μέσα στο απαίσιο σούρουπο περιέτρεχε τις χριστιανικές γειτονιές με τις εφημερίδες κάτω από τη μασχάλη που σκέπαζαν το άστρο. Όταν όμως έσκυβε να δώσει καμιά «Απογευματινή», το άστρο ξεπρόβαλλε.

Τις εντελώς τελευταίες μέρες τους απαγόρεψαν να απομακρύνονται ακόμα και από το σπίτι, μα αυτό ίσως οι Εβραίοι να το δέχτηκαν με κάποια ανακούφιση, γιατί έβλεπαν το νόημά του. Όπου να ’ναι τους έπαιρναν και οι Γερμανοί, ως συστηματικοί άνθρωποι που ήταν, ήθελαν να κάνουν καλή δουλειά, όχι τσαπατσουλιές. Να τους μαζέψουν όλους και κατά οικογένειες. Όπως έλεγαν και οι θυροκολλημένες καταστάσεις. Τέλος, ένα πρωί τους πήραν. Πάντως, οι Εβραίοι ως την τελευταία στιγμή πίστευαν ότι τους πηγαίνουν στην Κρακοβία για νέα και ενιαία εγκατάσταση.

Το βιβλίο λέει ότι την εποχή εκείνη σημειώθηκαν μερικές δραπετεύσεις στην Αθήνα, όπου οι Ιταλοί προστάτευαν ανοιχτά σχεδόν τους Εβραίους. Έγιναν επίσης κρυψίματα σε χριστιανικά σπίτια. Δέκα οικογένειες, με 72 συνολικά άτομα, κρύφτηκαν και σώθηκαν όλοι. Ο αριθμός είναι ελάχιστος, αλλά αυτό δεν οφείλεται σε απροθυμία των Ελλήνων. Συγκινητική ήταν η βοήθεια που πρόσφερε το ιταλικό προξενείο Θεσσαλονίκης, με πλαστές βεβαιώσεις ιταλικής υπηκοότητας και διαβατήρια. Εννοείται, βέβαια, ότι από το μένος των Γερμανών και οι Ιταλοί κινδύνευαν. Μερικοί νέοι κατάφεραν να φτάσουν στα βουνά και σώθηκαν. Το αντάρτικο δεν είχε πολυφουντώσει ακόμα εκεί απάνω. Ύστερα η Θεσσαλονίκη δεν συνδέεται με μεγάλες οροσειρές, πρέπει να διαβείς πολύν κάμπο. Στον κάμπο πιάνεσαι εύκολα. Μια χλιαρή κίνηση υπέρ των Εβραίων έγινε από την κατοχική κυβέρνηση του Ράλλη, ο οποίος ήρθε στη Θεσσαλονίκη τότε με κάποιο πρόσχημα και συναντήθηκε στην Μητρόπολη με τον Γεννάδιο και τους εκπροσώπους των Εβραίων. Μια άλλη κίνηση πολύ πιο θαρραλέα έγινε από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και πολλούς επιφανείς πολίτες της Αθήνας. Όλα αυτά δεν έσωσαν στο ελάχιστο τους Εβραίους της Σαλονίκης, φαίνεται όμως ότι συντέλεσαν στην κάπως χαλαρότερη δίωξη των Εβραίων της Αθήνας, από τους οποίους οι πιο πολλοί, παρά το ατύχημα της ιταλικής συνθηκολόγησης, σώθηκαν. Ο λαός της Θεσσαλονίκης δεν μπορούσε να εκδηλωθεί με τέτοιες κινήσεις, ασφαλώς θα πάθαινε πολλά. Οι εξουσίες είναι πάντοτε πολύ πιο βαριές εκεί επάνω, γιατί η πόλη και η περιοχή είναι πανευρωπαϊκής σημασίας και φρουρείται με αυστηρότητα. Και οι μάζες εκεί είναι πάντοτε πολύ πιο αδύναμες.

Στο μεταξύ ετοιμάζεται πυρετωδώς το στρατόπεδο του βαρώνου Χιρς, μια φτωχοσυνοικία στον Παλιό Σταθμό κοντά. Στήνονται πολυβολεία, προβολείς, σύρματα. Οι Γερμανοί λένε ανοιχτά πια στους Εβραίους ότι θα τους μεταφέρουν στην Κρακοβία. Για να τους πείσουν μάλιστα τους αλλάζουν ελληνικά λεφτά με δήθεν επιταγές για πολωνέζικα ζλότυ. Κάθε οικογένεια δικαιούται 600 ζλότυ. Ένα χιλιάρικο αντιστοιχεί με 33 ζλότυ. Οι Εβραίοι ετοιμάζουν ρούχα ζεστά και γερά για ν’ αντιμετωπίσουν το βαρύ κλίμα της Κρακοβίας. ο μεγάλος καημός της μαντάμ Σιντώ, μιας κυρίας που κατοικούσε στο σπίτι μας, ήταν πως οι Εβραίοι της Κρακοβίας μιλούν άλλη γλώσσα, και δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν. Και ακόμα οι νέοι τους παντρεύονται ασταμάτητα. Εκατό γάμοι την ημέρα «χωρίς προίκα», σημειώνει χαρακτηριστικά το βιβλίο. Ακόμα αντηχούν, θαρρείς, αποδώ και αποκεί, τα τραγούδια, τα γέλια και τα παλαμάκια μέσα στη σιγή του νυχτερινού γκέτο. Και θα πρέπει να θεωρούμε βέβαιο, ότι θα τηρούσαν και τα έθιμα για ευτεκνία και μακροημέρευση.

Αλλά στις 15 Μαρτίου του ’43, το πρωί, οι Γερμανοί αρπάζουν τις πρώτες τρεις χιλιάδες, τις φορτώνουν σ’ ένα τεράστιο τραίνο εμπορικό, με πάνω από σαράντα βαγόνια, και τους εξαποστέλλουν. Ήταν οι Εβραίοι ενός φτωχοσυνοικισμού, της Αγίας Παρασκευής. Από τη μέρα εκείνη συχνά πυκνά συμβαίνει το ίδιο. Μπλόκο στις γειτονιές τα ξημερώματα, σύνταξη των Εβραίων στο δρόμο με τα μπογαλάκια τους, ξεκίνημα των ομάδων, ποδαρόδρομο εννοείται, για το στρατόπεδο του βαρώνου Χιρς, που μόνο ο τίτλος ευγενείας του έλειπε. Εκεί δεν τους μαντρώνουν απλώς ώσπου να ετοιμάσουν την αποστολή, αλλά τους εξαθλιώνουν συστηματικά, τους ληστεύουν, τους δέρνουν, τους ποδοπατούν, μερικούς τους σκοτώνουν. Επιτρέπουν σε συμμορίες προδοτών, εβραϊκών ή άλλων καθαρμάτων, να βιάζουν, να οργιάζουν εις βάρος τους, να τους εξευτελίζουν, και γενικά τους δίνουν έμπρακτα και χοντρά να καταλάβουν, πως δεν τους πηγαίνουν σε καμιά Κρακοβία, δεν υπάρχει τέτοιος τόπος γι’ αυτούς, αλλά στην εξόντωση, στην τελική, όπως έλεγαν, λύση. Θα πρέπει να ’ταν ασύλληπτα φοβερό, πολλοί Εβραίοι θα έβλεπαν αποκεί ακόμα και τα σπίτια τους, δηλαδή όλο το παρελθόν τους, όπου μπορεί να είχαν περάσει μια ζωή τσιγαρισμένη στο σουσαμόλαδο, αλλά σε σύγκριση μ’ αυτή την εδώ μεγάλης ευτυχίας.

Το μπλόκο σε μας έγινε τον Απρίλη, ο Μάρτης πέρασε μέσα στην αγωνία της αναμονής. Κάθε νύχτα, καθισμένοι οι μεγάλοι γύρω από το τραπέζι του σαλονιού σιγοέψελναν μέχρι τα ξημερώματα. Ένα πρωινό άρχισαν να ουρλιάζουν τα μεγάφωνα ενός μαύρου αυτοκινήτου της προπαγάνδας, ιδιαίτερα μισητού, που έκαμνε πάντα την εμφάνισή του σε τέτοιες περιπτώσεις: «Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες, έτοιμοι για αναχώρηση!». Φώναζε βάναυσα. Τρέξαμε κάτω, στο δεύτερο πάτωμα. Οι Εβραίοι ετοιμάζονταν μέσα σε απερίγραπτο πανικό. Εντούτοις όμως βρήκαν το κουράγιο να βράσουν εκείνη την στιγμή αυγό και να ταΐσουν ένα μικρό αγόρι, 3-4 χρονών, που είχαν. Θα ήταν κάτι που το είχαν σχεδιάσει. Και μετά αγκαλιές, φιλιά, όρκοι και δάκρυα. Αποκάτω το μεγάφωνο ούρλιαζε και απειλούσε, δίνοντας ολοένα λιγότερα λεπτά προθεσμίας. Φεύγοντας δεν έκλεισαν τις πόρτες, τις άφησαν ορθάνοιχτες. Και αυτό θα το είχαν συζητήσει. Και πραγματικά, το τί γιάγμα, το τί διαρπαγή, επακολούθησε, δεν λέγεται. Πού βρέθηκε, από πού ξεφύτρωσε, όλο εκείνο το γυφταριό, τα τάγματα εκείνα της λιμασμένης αληταρίας; Ούτε οι κοφτές κραυγές, ούτε οι αραιοί πυροβολισμοί των ελάχιστων Γερμανών σκοπών, που θεωρούσαν τα εβραίικα κατάλοιπα δική τους περιουσία, τους αναχαίτιζαν. Ακόμα και τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα του φωταγωγού έβγαλαν και πήραν.

Από τους Εβραίους του σπιτιού μας κανένας δεν γύρισε και ήταν καμιά δεκαριά. Αλλά και από τη γειτονιά γύρισαν μετά τον πόλεμο ελάχιστοι, ιδίως οι πολύ νέοι και γεροδεμένοι. Δυο αδέρφια παλαιστές, που κρατούσαν μαγαζί, καφεκοπτήριο, κάτω από το σπίτι μας γύρισαν, ο πατέρας τους, ο γέρο-Αζούς, όχι. Απέναντί μας, στο τρίτο πάτωμα, ήταν μια νιόπαντρη λεχώνα, μόλις είχε γεννήσει. Επειδή περίμεναν από στιγμή σε στιγμή το κακό, είχαν κρεμάσει ένα σκοινί, που κατέβαινε από το μπαλκόνι τους ως την τέντα του επιπλάδικου που βρισκόταν αποκάτω. Όταν ο επιπλάς έβλεπε κάτι το ασυνήθιστο, τραβούσε με τρόπο το σκοινί, που πρέπει να συνδεόταν με κάποιο κουδούνι. Περιττό να πούμε ότι όλα αυτά υπήρξαν τελείως μάταια. Η λεχώνα με το νεογέννητο στην αγκαλιά στήθηκε μαζί με τους άλλους στη φάλαγγα. Και υπέστη, φυσικά, τα πάντα. Το ίδιο και οι γέροι, και οι υπέργηροι, και οι άρρωστοι και οι ανήμποροι, και οι παράλυτοι και οι ετοιμοθάνατοι. Κουβαλήθηκαν όλοι ως εκεί που άντεξαν. Το πολύ πολύ επέτρεψαν να τους πηγαίνουν με φορεία στο τέλος της ζωσμένης από πάνοπλους φαντάρους φάλαγγας. Δυο τρεις μέρες μετά, αφότου είχαν πάρει από μας τους Εβραίους, και είχαν περάσει αμέτρητες φάλαγγες από την Εγνατία, περπατώντας το απόγευμα στην πλατεία Διοικητηρίου είδα από κοντά μια ακόμα φάλαγγα να κατευθύνεται ζωσμένη προς το Σταθμό. Δεν ξέρω γιατί το θέαμα αυτό με στεναχώρεσε περισσότερο από κάθε άλλο παρόμοιο. Έδυε ο ήλιος εκείνη την ώρα κατακόκκινος, βάφοντας όλη αυτή τη σιωπηλή και βιαστική κουστωδία, που έμοιαζε πάρα πολύ με αργοπορημένη κηδεία που τρέχει να προφτάσει πριν βραδιάσει.

Ουαί δε ταις εν γαστρί εχούσαις και ταις θηλαζούσαις εν εκείναις ταις ημέραις. Προσεύχεσθε δε ίνα μη γένηται η φυγή υμών χειμώνος μηδέ Σαββάτω, έσται γαρ τότε θλίψις μεγάλη, οία ου γέγονεν απ’ αρχής κόσμου έως του νυν ουδ’ μη γένηται…

Λίγες μέρες αργότερα, αργά μια νύχτα, ακούσαμε λιγμούς στην κουζίνα. Είχε γυρίσει ο πατέρας μου από ταξίδι, όπου τον είχαμε για μέρες χαμένον, και ούτε ξέραμε πού βρίσκεται, καθώς τότε σύνορα στα Βαλκάνια δεν υπήρχαν και οι μηχανοδηγοί ανέβαζαν τα τραίνα μέχρι το Βελιγράδι, αν δεν είχε βρεθεί άλλο προσωπικό. Ήταν μουτζουρωμένος και κατάκοπος, αλλά προπάντων στεναχωρεμένος. Ζητούσε να δει τον μικρό μου αδερφό, που ήταν τότε τριών τεσσάρων χρονών. Ξυπνήσαμε τον μικρό και τον φέραμε στην κουζίνα. Είχε οδηγήσει ξαφνικά ένα τραίνο με Εβραίους μέχρι πάνω στη Σερβία και είχαν δει φοβερά πράγματα τα μάτια του. Οι Εβραίοι είχαν κιόλας αρχίσει να πεθαίνουν. Οι Γερμανοί σταμάτησαν το τραίνο σε μια ερημιά, είχαν το σχέδιό τους. Από μέσα οι Εβραίοι φώναζαν και κλωτσούσαν τα ξύλινα τειχώματα. Πατικωμένοι καθώς ήταν δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα, εξάλλου δεν είχαν νερό. Οι Γερμανοί με το πιστόλι στο χέρι άρχισαν ν’ ανοίγουν τα βαγόνια, όχι όμως για καλό των Εβραίων, αλλά για να τους ξαφρίσουν από τα κρυμμένα κοσμήματα, ρολόγια και λίρες. Τσιρίδες ακούγονταν. Από ένα βαγόνι έβαλαν ένα μικρό αγόρι πεθαμένο και το απόθεσαν, χωρίς βέβαια, να το θάψουν, στο αυλάκι, δίπλα στις ράγες. Έμοιαζε φαίνεται με τον αδερφό μου. Οι στρατιώτες έβγαιναν με ξεχειλισμένες τις φούχτες από ρολόγια και κοσμήματα. Καθώς ο πατέρας μου επιθεωρούσε από κάτω τη μηχανή, πέταξαν μια φούχτα ρολόγια στον Lokführer. Ήταν όλα τους σκάρτα, κανένας μας ποτέ δεν τα φόρεσε, μολονότι δεν είχαμε άλλα. Θαρρώ πως κάπου βρίσκεται ένα και μάλιστα γερό.

Το βιβλίο, λέει, ακόμα, ότι συνολικά έγιναν 19 αποστολές Εβραίων από τη Βόρεια Ελλάδα. Σύμφωνα με τις στατιστικές των Σιδηροδρόμων, από τη Θεσσαλονίκη μόνο μεταφέρθηκαν 42.830 ψυχές. Χώρια οι Εβραίοι των μικρών πόλεων της Μακεδονίας και Θράκης – οι Βούλγαροι τους παρέδωσαν – άλλες 3.000. Από αυτούς το μεγαλύτερο μέρος ρίχτηκε, έτσι με τα βαγόνια, στον Δούναβη. Και το πρόβλημα λύθηκε. Τους Σαλονικιούς τους έκαψαν, κυρίως, στα κρεματόρια του Μπιρκενάου. Πού βρίσκεται αυτό το Μπιρκενάου, ποιος ξέρει…

Μιλάει και για άλλες πολλές παρόμοιες τραγωδίες το βιβλίο, για άγριες αρπαγές Εβραίων σε όλη τη χώρα. Τα μαρτυρολόγια αυτά δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τούτα που εξιστορήσαμε. Ακόμα και η απόλυτη φρίκη γίνεται με την επανάληψη κάτι το χωρίς πολύ ενδιαφέρον, ιδίως γι’ αυτούς που δεν τα είδαν ή δεν έζησαν την εποχή.