Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο γύρος του θανάτου [απόσπασμα 1]

[…] Είχαμε ανακαλύψει το Σέιχ Σου, το δάσος με τα πεύκα, ψηλά πάνω απ’ το συνοικισμό των Σαράντα Εκκλησιών. Από παλιά το είχαμε ακουστά, ήταν ιδανικό για παιδικά παιχνίδια που χρειάζονται μεγάλη άπλα. Για μας τουλάχιστον που ήμαστε από μωρά μαθημένα να κυνηγιόμαστε στο μεϊντάνι και στην αλάνα. Σύχναζαν εκεί ομάδες πιο μεγάλων παιδιών, που είχαν οργανώσει συμμορίες σε κανονικό σχηματισμό, δηλαδή με ιεραρχία, με αρχηγό, υπαρχηγό και τα μέλη, σύνολο δηλαδή καμιά δεκαριά νοματαίοι. Οι καουμπόυδες από δω, οι Ινδιάνοι από κει. Θυμάμαι δύο παιδιά, δεκαεφτάρηδες, αρχηγούς, που είχαν γίνει θρύλος, ο Στηβ και το Θυμωμένο Σύννεφο. Αλανιάρηδες ήταν. Εμείς όλα αυτά τα κατορθώματα τα ακούγαμε από άλλους που είχαν μικρότερες συμμορίες, της γειτονιάς, και έπαιζαν πετροπόλεμο ή έδιναν μάχες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Κάποτε μας ξεσήκωσε ένας μάγκας, ελάτε, λέει, παίδες, να ανεβούμε στο δάσος του Σέιχ Σου, να πάμε να δούμε τι γίνεται εκεί. Και μας εξηγούσε –ήταν έξυπνο αγόρι–, Σέιχ Σου το λέγανε απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι το βαφτίσανε έτσι, δηλαδή «Το νερό του σεΐχη», φαίνεται κάποια πηγή βρισκόταν από παλιά εκεί ή κάποια κρήνη με τη γούρνα της, που την είχε στήσει κανένας σεΐχης. Μεγαλώνοντας διαπιστώσαμε ότι ήταν γεμάτη η Θεσσαλονίκη με τέτοιες τούρκικες κρήνες, τσεσμέδες τις λέγανε, ειδικά στις γειτονιές ψηλά στο Επταπύργιο. Τις ξεπατώσανε όμως, τι κρίμα, και τώρα έχουν μείνει πια ελάχιστες. Όλοι μας Σέιχ Σου το ξέραμε, κι ακόμα έτσι το λέμε, ούτε Χίλια Δέντρα, όπως γράφει το αστικό λεωφορείο της γραμμής, ούτε Κεδρινό Λόφο, όπως το ονομάσανε κατόπι. Και τραβάμε για το δάσος ένα πρωί με τα πόδια, τέσσερα άτομα κρατώντας μαγκούρες. Είχαμε κι από έναν σουγιά μαζί μας. Πού ξέρεις τι γίνεται! Κατέβαιναν και αγρίμια τότε απ’ τα βουνά, σκιαζόμασταν. Κυρίως τσακάλια μα και αγέλες λύκων. Απ’ τον Χορτιάτη, απ’ το Πανόραμα, απ’ το Ασβεστοχώρι, κι απ’ την άλλη μεριά της πόλης, απ’ το Ωραιόκαστρο από παντού ροβολούσαν λύκοι και χτυπούσαν τις μάντρες για κάνα πρόβατο. Κυκλοφορούσε κι ένας θρύλος, ότι τη βαρυχειμωνιά κατέβαινε ένας λύκος θεόρατος, μονιάς, και διέλυε τις μάντρες με τα πρόβατα κι ότι έβαζαν στοιχήματα πάνω στο λυκοτόμαρό του, ώσπου στο τέλος κάποιος μάγκας τον καθάρισε και πήρε την αμοιβή. Η στενή παρέα ήμαστε ο Αρίστος, ένας φίλος μας, ο Μιχάλης, εγώ κι ένα άλλο παιδί, πολύ ψηλό και δυνατό, που το ’λεγαν όλοι «το παλικαράκι», γιατί σ’ όποιαν ομάδα έμπαινε αρχηγός, πάντα κέρδιζε, όπως ο Τζων Γουαίην νικούσε στο σινεμά τους Ινδιάνους. Τη μικρή μας συμμορία την ονομάσαμε «Ταρζάν». Βγήκαμε από Τριανδρία, έχει ένα μεγάλο βαθύ ρέμα εκεί, κάναμε όλο τον ανήφορο των Σαράντα Εκκλησιών και φτάσαμε στο δάσος. Δεν είχαμε μαζί μας ούτε φαΐ ούτε τίποτα. Νερό βρήκαμε εκεί, είχε πηγές. Άνοιξη ήταν, μύριζε καλοκαίρι. Εξερευνήσαμε για ώρες την περιοχή. Συναντήσαμε σκαντζόχοιρους, χελώνες, φίδια, αλεπούδες. Τις χελώνες τις παίρναμε αγκαλιά και εκείνες μας κατουρούσαν. Αλλά δεν μας πείραζε τίποτε, ήμαστε γεμάτοι χαρά. Όμως κάποια στιγμή κουραστήκαμε απ’ τον ποδαρόδρομο. Μεσημεράκι, καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο και πιάσαμε την κουβέντα.

Θωμάς Κοροβίνης, Ο γύρος του θανάτου, Άγρα, Αθήνα 2010, σ. 48-50.