Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

[…] Μέσα σε γύφτικα πανέρια ανατρέφομαι κι όπως Μωυσή με ταξιδεύουνε ποτάμια: Λήλας, Εχέδωρος, Λουδίας, Αξιός και Ενιπεύς, κι έψαχνα επροχτές, τι έψαχνα προχτές όλη τη μέρα στα χαλάσματα και στις υγρές απόμερες σκιές που σχηματίζει η οδός Χρυσίππου μέχρι που εσκοτείνιασε για τα καλά ανάμεσα Κασσάνδρου, Δημητρίου Πολιορκητού, Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που έπεσε ανέλπιστα μια λέξη από πάνω μου καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος κι ο δυστυχής δεν την εντόπισα παρά την απαστράπτουσα τροχιά της που διέγραψε όπως διάττοντας αστέρας όταν πέφτει, παρά τον εκκωφαντικό της θόρυβο ακόμα, ως νάρκη τελερμάϊν που ακούστηκε ή και σαν έκρηξη υγραερίου στην κουζίνα και τρόμαξε η γειτονιά νομίζοντας οι άνθρωποι πως έσκασε φουρνέλο δίπλα εδώ στο εργοτάξιο που διανοίγουν αγωγό για τις αποχετεύσεις της Θεσσαλονίκης, κι άλλοι υπέθεσαν οι τολμηροί πως είναι η εξάτμιση ενός αγροτικού αυτοκινήτου ιαπωνικού του ελαιοχρωματιστή απ’ το Δρυμό που έρχεται για μεροκάματο και κάνει κόρτε στη φοιτήτρια από τα Δολιανά της Αρκαδίας η κοπέλα, πάντως εβγήκανε ανήσυχοι στ’ αντικρινά μπαλκόνια οι περίοικοι κι αλλοπαρμένοι παρακολουθούν με ό,τι πάνω τους φορούσανε αυτή την ώρα μες στα σπίτια, χωρίς να υποψιαστούν μέχρι στιγμής τι ακριβώς συμβαίνει επιτέλους, ούτε κι οι χωροφύλακες που έσπευσαν από τον παρακείμενο σταθμό να ερευνήσουν το συμβάν δεν μπόρεσαν να το διαλευκάνουν, αφού δεν ήταν δυνατόν να εννοήσουν τα παιδιά, και πώς να εννοήσουν οι χωροφυλάκοι, άβγαλτοι Ακαρνάνες, ώστε να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα περιστατικά ένα προς ένα κι ανάλογα ν’ αποφανθούν στις έγγραφες αναφορές προς τους προϊσταμένους που συντάσσουν, αλλά αυτοί οι επιπόλαιοι χωρίς να εμβαθύνουν, στάθηκαν εχθρικοί απέναντί μου εξαρχής, πως δήθεν τους απασχολώ με τιποτένια πράγματα προσωπικά που δεν ενδιαφέρουν την υπηρεσία, σάμπως να ήταν το ζητούμενο αυτό, κι όχι τα επακόλουθα που διαδραματίστηκαν αναστατώνοντας στο ντάλα μεσημέρι αθώους συνανθρώπους μου εργατικούς, έκθετος το λοιπόν και με διάφορα υπονοούμενα με προπηλάκιζαν ενώπιον αυτών των περιέργων που όλο και συνέρρεαν από στενές ανώνυμες παρόδους της περιοχής μ’ ένα ρυθμό όπως μαζεύονται σε ατυχήματα αργόσχολοι και σχολιάζουνε ως εμβριθείς πραγματογνώμονες επιμερίζοντας ευθύνες, αλλά εγώ εκεί, κι αυτά για τα οποία τώρα λέμε μου φάνηκε ότι εχάνονταν, γιατί κι εγώ μαζί τους εχανόμουν υποχωρώντας διακριτικά στο βάθος της εικόνας κι αναδυόμενες μετά σιγά σιγά μου ερχόταν ένας παλιός ρυθμός ζωής που πρωτοείδα στην Καβάλα, όταν πρωί κατέβαιναν οι καπνεργάτες στις δουλειές αφήνοντας μια μυρωδιά τα σώματά τους σαν το καπνεργοστάσιο «Αυστροελληνική – καπνά εις φύλλα» ή στα αλίπαστα που κάνουν μεροκάματο οι άλλοι κι αφήνουν μια αποφορά στο πέρασμά τους όταν τελειώνουν για να παν στα σπίτια τους τραβώντας για το Σούγιουλου ή προς τα «Χίλια», εν προκειμένω, εδώ που είμαστε εμείς (είμαστε;) επλήθαιναν τα γεγονότα και οι άνθρωποι ραγδαία με αποτέλεσμα εντέλει να διακοπεί και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων απ’ τη συμφόρηση που γινόταν τυραννική μέσα στη ζέστη τις βρισιές και τον εκνευρισμό των οδηγών, ιδίως από την πλευρά που ανεβαίνουν τα οχήματα τη Δημητρίου Πολιορκητού έως ψηλά στα δαιδαλώδη στενοσόκακα της Άνω Πόλης εισχωρώντας και ως τη συμβολή που συναντιέται χαμηλά με την οδό Κασσάνδρου, όταν κι αυτή μία ολόκληρη οδός που διασχίζει τη Θεσσαλονίκη απ’ την Ευαγγελίστρια σχεδόν μέχρι την πρώην Λαχαναγορά γωνία Παπαζώλη, απαίδευτα που χάραξαν πολεοδόμοι αναιδείς ώστε να μνημονεύεται υποτιμητικά το όνομα του κτήτορος της πόλης, ανοίγοντας ένα κανάλι δηλαδή χωρίς νερά, κουρούντερε που λένε, άρχισε να φρακάρει επικίνδυνα κι αυτός ο ξεροπόταμος όπως εκπέμπουν εναγώνιες μεταλλικές κραυγές συναχωμένες τα ασυρματοφόρα δίκυκλα που εγκατέλειψαν οι άνδρες της τροχαίας γιατί ακινητοποιήθηκαν τα τροχοφόρα μέχρι τη διασταύρωση που βρίσκεται ο πρώην κινηματογράφος «Αίγλη», τα περαιτέρω ερρυθμίστηκαν μετά, όπως ρυθμίζονται ανάλογα προβλήματα σε τέτοιες περιστάσεις, κι έτσι όταν με το καλό την άλλη μέρα επανήλθα το πρωί και βρέθηκα εδώ ανάμεσα σε ζαρζαβατικά, ψάρια της λίμνης Λαγκαδά και ανθοπώλες της Πυλαίας, γιατί την Πέμπτη έχει Λαϊκή πάνω σ’ αυτό το τμήμα της οδού Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που ως μια υποτείνουσα τριγώνου σκαληνού να εκληφθεί, όπου ως Α-Β η Δημητρίου Πολιορκητού, και Β-Γ η Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου ας κληθεί, και Α-Γ η Κασσάνδρου ή για να είναι η εκφώνηση της άσκησής μας ακριβής, έστω λοιπόν ένα τραπέζιο με άνισες πλευρές, γιατί ένα μικρό κομμάτι αυτής της υποτείνουσας, που μάλλον πρόχειρα προσδιορίσαμε προηγουμένως λανθασμένα, παίρνει μία κλίση αναγκαστικά λόγω μορφολογίας του εδάφους και έρχεται κατάντικρυ της Μακεδονικής Αμύνης ακριβώς, άρα δεν είναι υποτείνουσα αλλά η πιο μικρή πλευρά σ’ αυτό το άτακτο πολεοδομικό τραπέζιο που μας απασχολεί λόγω των γεγονότων, όπου κι εδώ στήνουν τους πάγκους τους οι μικροπωλητές και βγαίνουν να ψωνίσουν οι νοικοκυραίοι κάθε Πέμπτη, αλλά κανείς, κανείς δεν αντιλήφθηκε μέσα στη διαδικασία των συναλλαγών και το αλισβερίσι ότι αυτή η λέξη, αυτή, που έπεσε εχτές και δήθεν χάθηκε κατρακυλώντας από πάνω μου χωρίς να εννοήσω, καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος και εξ αιτίας της αναστατώθηκε ολόκληρη περιοχή, ήδη πετούσε υπερήφανα σαν μία λευκή περιστερά ανάμεσα στους εκτυφλωτικούς στραφταλισμούς ενός μικρού καθρέφτη τσέπης που έπαιζε ανέμελα μες στα ωχρά της δάχτυλα εκείνη, από τα Δολιανά Ιωαννίνων εκ πατρός, κι εκ της μητρός απ’ τα Ραβένια που μας έρχεται χωρίς και να το θέλει, έτσι πετούσε το λοιπόν στον ουρανό γράφοντας γράμματα όπως σε κάκτους χαραγμένα με αγροτικό σουγιά, Αθανασία, ώστε η μνήμη μας να ενσωματωθεί εμβολιαστικά σ’ ό,τι η φύση μοναχή της ανατρέφει. […]

Κώστας Λαχάς, «Σαν Λάμδα κεφαλαίο», Σάκης Σερέφας [επιλογή κειμένων], Θεσσαλονίκη, Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο, Αθήνα 20062, σ. 332-334.