Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όταν ο θείος Κοσμάς άφησε την τελευταία του πνοή, ένα αεράκι φύσηξε μέσα στον άδειο θάλαμο του νοσοκομείου, και στον ορίζοντα πέρα από την σκοτεινιά του κόλπου, αστραπές χαράκωσαν τον ουρανό, σα φωτεινές ραγισματιές. Μια δυνατή ψύχρα τρύπωσε από το παράθυρο, κι η Ελένη ξέσπασε σε αναφιλητά. Τα πέντε τελευταία μερόνυχτα ήμασταν συνέχεια στο πόδι, στο πλευρό του –ο θείος, που ήταν άτεκνος, την είχε ψυχοκόρη– και τα νεύρα της είχαν σπάσει. Την πήρα απ’ το χέρι και την τράβηξα έξω στο σαλόνι, ενώ ένας θηριώδης νοσοκόμος αναλάμβανε τα σχετικά με το νεκρό. Σε λίγο είδαμε από το βάθος του διαδρόμου να τον βγάζουν με το φορείο, σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι, κι από ένα ειδικό ασανσέρ, στην πίσω μεριά να τον κατεβάζουν στο υπόγειο. Κανένας από τους υπόλοιπους ασθενείς δε στράφηκε να κοιτάξει προς τα εκεί• στριμωγμένοι μπροστά στο μεγάλο μπαλκόνι, έδειχναν να χαζεύουν προς το βάθος του ορίζοντα, όπου τα σπαρταρίσματα από τις αστραπές είχαν αρχίσει να πυκνώνουν.

Αφού συμπληρώσαμε στα γρήγορα τ’ απαραίτητα χαρτιά, έφυγα για την Άνω Πόλη κι η Ελένη για το σπίτι της θείας της, να το ετοιμάσουν για την αγρύπνια. Έπρεπε ακόμη να στείλουν ρούχα στο νοσοκομείο για το νεκρό και να διαλέξουν το φέρετρο. Με περίμεναν τα κορίτσια να τα πάω στο διαμέρισμα του αδελφού μου, που ήταν άδειο –μήνας Ιούλιος, κι όλοι έλειπαν σε διακοπές– όπου μια γειτόνισσα θα έμενε μαζί τους τη νύχτα. Τις βρήκα έτοιμες. Η μεγάλη, με τα μούτρα της αναψοκοκκινισμένα, το Ευδοκιώ σχεδόν ανυποψίαστο. Τα είπαμε λίγο με τη Ματούλα, που δεν μπορούσε να το πιστέψει και στην αρχή με αντιμετώπιζε με εχθρότητα, λες κι έφταιγα εγώ γι’ αυτό που είχε συμβεί. Τη μέρα ακριβώς που γιόρταζε τα γενέθλιά της, έχανε τον άνθρωπο, που πίστευε πως την αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους, και ποτέ δεν της είχε χαλάσει κανένα χατίρι. Όση ώρα μιλούσαμε έβλεπα μπροστά μου να στήνεται ένα υποβλητικό σκηνικό• το σκοτάδι της νύχτας θέριευε και σε κάθε λάμψη έδειχνε πιο απειλητικό, το πολύφωτο στο ταβάνι του δωματίου αναδευόταν πέρα δώθε και τα κρόσσια της τέντας στο μπαλκόνι χόρευαν τρελά. Το θρόισμα από τις φυλλωσιές των δέντρων απέναντι δυνάμωνε ολοένα και συνοδευόταν από ’να καταχθόνιο βουητό, λες και επίκειται σεισμός.

Μπαίνοντας στο αμάξι, άρχισε η βροχή. Άστραφτε συνέχεια και τα κορίτσια χώθηκαν μ’ ένα σάλτο στο πίσω κάθισμα, σα να φοβήθηκαν μην τους κάνει στάχτη κανένας κεραυνός. Χοντρές στάλες στην αρχή, μετά η βροχή φόρτσαρε, άπλωσε τις πυκνές κουρτίνες της γύρω μας, αλλά δε σταμάτησα, όπως θα μου πρότεινε σίγουρα η Ελένη, αν βρισκόταν μαζί μας. Πιάνοντας την Ηροδότου –παλιό βυζαντινό δρόμο, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες– παρόλο το πανδαιμόνιο που γινόταν, πήρε τ’ αυτί μου κάτι σαν πνιγμένο λυγμό. Βρισκόμασταν μπροστά στον Άγιο Νικόλαο Ορφανό, τα ρυάκια ψήλωναν δίπλα μας και, μέσα από το κιγκλίδωμα του αυλόγυρου της εκκλησίας, πρόλαβα να δω στο φως μιας αστραπής, σε μια γράνα, να σιγοπαφλάζουν κιόλας σκοτεινά νερά. Πίσω απ’ την πλάτη μου έφτανε τρεμουλιαστή η φωνή της Ματούλας. Σ’ αυτό το σημείο του δρόμου, κατά τις εννιά, την είχε πιάσει δυνατός σφάχτης. Πρώτη φορά το πάθαινε και της κόπηκε η ανάσα. Η φίλη της την συμβούλεψε να γυρίσει στο σπίτι. Και τότε ξαφνικά, εκεί στο πλάι της, μια πνοή αέρα στροβίλισε μια δράκα φύλλα σηκώνοντάς τα ψηλά, κι ένιωσε γύρω της ένα σιγανό φύσημα που κράτησε λίγο και μετά έσβησε. Την ώρα ακριβώς που ξεψυχούσε στο νοσοκομείο ο θείος Κοσμάς.

Μετά την κλειστή στροφή, στην Αποστόλου Παύλου, όπου τα κύματα του νερού μάς χτύπησαν στην αριστερή μπάντα, δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα μπροστά μου. Κατηφορίζαμε κατά μήκος των παλιών τειχών –ή μάλλον των λειψάνων τους– από τη μέσα μεριά, κι ένας χείμαρρος μας έσπρωχνε προς την Αγίου Δημητρίου, κάνοντας το αμάξι να τραμπαλίζεται σαν ψαρότρατα. Ο ορυμαγδός από τ’ απανωτά αστραπόβροντα κι ο αέρας που τράνταζε τα κλαδιά του πλατανιού μπροστά στο Τούρκικο Προξενείο, έκαναν το Ευδοκιώ να ξεσπάσει σε κλάματα.

Από το ύψος περίπου της αλλοτινής Χρυσής Πύλης, ο χείμαρρος μας ξέβρασε στην Πανεπιστημίου – και νυν Εθνικής Αμύνης. Γινόταν χαλασμός, το μπόι του νερού σχεδόν δυο πιθαμές. Φτάνοντας στο Συντριβάνι, είδαμε ακινητοποιημένα αμάξια, με το μουσούδι τους κόντρα στο ρεύμα, να το δέρνει το κύμα. Οι ρόδες τους δεν φαίνονταν. Κολλήσαμε στο φανάρι. Η κατεβασιά φούσκωνε πίσω μας, αλλά κανένας δεν αποφάσιζε να περάσει την πλατεία. Ένα γιγαντιαίο κύμα που ξεσήκωσε το λεωφορείο της γραμμής σκέπασε τους προφυλαχτήρες των αυτοκινήτων. Ταυτόχρονα μια βροντή, η πιο δυνατή μέχρι τώρα, έκανε το Ευδοκιώ να τιναχτεί. Τα χρειάστηκα. Περίμενα λίγο και μετά, σιγά σιγά, συνέχισα στην Εθνικής Αμύνης, προσέχοντας να κινούμαι στη μέση του δρόμου, όπου ήταν πιο ρηχά τα νερά.

[…]

[…] Όπως το υποψιαζόμουν ότι θα μπορούσε να συμβεί, χάρη ίσως και σε κάποιο μυστηριώδη και υπόγειο, συνδυαστικό μηχανισμό, που διαθέτουν η ανοχύρωτη παιδική ψυχή κι η μνήμη, η Ματούλα έφτασε στο σημείο να ταυτίζει μέσα της, υποσυνείδητα, το θάνατο μ’ εκείνο το φοβερό μπουρίνι.

Τάσος Καλούτσας, «Το Μπουρίνι», Η Θεσσαλονίκη των Συγγραφέων, Ιανός, θεσσαλονίκη 1996, σ. 79-81, 87.