Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το ταξίδι που πληγώνει -3

Εκείνο τον καιρό, φθινόπωρο του ’57, σάρωνε η ασιατική γρίπη. Ήταν, φυσικά, κάτι απροσδόκητο. Εμείς, με την Ελένη, είχαμε ορίσει, αρχικά, τον γάμο για νωρίτερα, για την άνοιξη ή τις αρχές καλοκαιριού, ύστερα μάλιστα από αλλεπάλληλες αναβολές που εκνεύριζαν την αρραβωνιαστικιά – και με το δίκιο της, αφού είχαμε συμπληρώσει μνηστεία πέντε χρόνων και. Μα, πάλι, είχαμε αναγκαστεί να πάμε πιο πίσω την ημερομηνία. Αιτία, ανυπέρβλητη, στάθηκε αυτή τη φορά ο θάνατος της γιαγιάς μου, από καιρό κατάκοιτης. Νέα ταραχή, λοιπόν• κλάματα της μητέρας μου που έχανε τη μάνα της, κλάματα της Ελένης που έβλεπε να καθυστερεί, πάλι, ο γάμος της. Κι όταν κατακάθισαν οι θρήνοι και στεγνώσανε τα μάτια, πέσαμε σε, ανεπίσημα, οικογενειακά συμβούλια. Ο γιος και οι κόρες της γιαγιάς Μυρσίνης αποφάνθηκαν πως δεν έπρεπε να γίνει γάμος πριν περάσει χρόνος από τον θάνατο• η Ελένη βούλιαξε σε απελπισία. Τέλος, είπαμε να περιμένουμε τρεις μήνες, να περάσει το βαρύ πένθος. Όμως θειος και θειες έθεσαν τους όρους τους• το δεχόταν μόνο αν γινότανε ο γάμος στη μονή Βλατάδων. Τότε πάτησε πόδι ο πατέρας μου, είπε «ένα γιο τον έχω, όχι και να τον παντρέψω σαν κυνηγημένο», γιατί τον καιρό εκείνο στο Τσαούς μοναστίρ κάνανε τους γάμους τους οι ζωντόχηροι ή τίποτα ζευγάρια που είχανε να κρύψουν κάτι ύποπτο. Νέες έριδες και δυσαρέσκειες, παρασκήνιο, κρυφομιλήματα και βουρκωμένα μάτια, της Ελένης πιο συχνά. Οι δικοί της δεν ανακατεύονταν. Η μητέρα μου ταλαντευόταν – τίνος την καρδιά να κάνει; Θειος και θειες επέμεναν. Να μην τα πολυλογώ, επικράτησε η γνώμη του πατέρα μου. Βέβαια, είχαμε επώδυνες συνέπειες. Η αδελφή της μάνας μου, που θα μας πάντρευε, έκανε πίσω – σίγουρα την πίεσαν οι άλλοι. Και αργότερα, στον γάμο, ούτε πάτησε κανείς από το σόι της μητέρας μου. Και φαρμακωθήκαμε• εκείνη πιο πολύ.

Ορίσαμε τον γάμο για τις αρχές Οκτωβρίου, αμετάθετα αυτή τη φορά, με κουμπάρο τον φίλο μου τον Γιάννη, που προσφέρθηκε να μας παντρέψει κι έκανε όλα τα σωστά. Τότε ήτανε που έπεσε απροσδόκητα η γρίπη, μια επιδημία αξέχαστη, που για κάποιους, περασμένης ηλικίας ή κακής υγείας, στάθηκε μοιραία. Όπως ήταν φυσικό, και το φοβόμασταν, ούτε μεις εμείναμε αλώβητοι. Μια βδομάδα πριν την Κυριακή του γάμου κρεβατώθηκε η μάνα μου, την Δευτέρα ο κουμπάρος, σε δυο μέρες ο πατέρας μου. Μολοταύτα, η Ελένη ούτε να ακούσει για αναβολή• είχαν μοιραστεί και οι προσκλήσεις, βλέπεις – τι να κάναμε; Κι από πάνω, τη μέρα που ήταν να παντρευτούμε, έβρεχε ψιλό-ψιλό, από το πρωί, και μας περούνιαζε. Πάντως, θέλανε-δε θέλανε, σηκωθήκαν όλοι από το κρεβάτι, λίγο σαν χλωμοί ή μουτρωμένοι, με τα μάτια κόκκινα ή δακρυσμένα από τον πυρετό, μαζευτήκαμε στην εκκλησία, στην Ανάληψη, και τελέσθηκε το μυστήριο. Όπως είπα, από το δικό μας σόι δεν μας τίμησε κανένας, ούτε δώρα στείλαν, ούτε τίποτα. Ήταν μόνο ο θειος μου ο Γιαννίκος, του πατέρα μου αδελφός, ελαφρώς πιωμένος, όπως το συνήθιζε, αλλά σοβαρός, για την περίσταση.

Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, γελαστοί κι ευφρόσυνοι, έριχνε χιονόνερο. Έτσι σκόρπισε ο κόσμος γρήγορα, μείναμε εμείς κι εμείς, με τον κουμπάρο. Μα κι αυτό για λίγο. Είχαμε κάτι οικονομίες, ψευτοπράματα. Σχεδιάζαμε ένα ταξίδι, σύντομο, στη Θάσο, για τρεις μέρες το πολύ. Πήγαμε στο σπίτι, αλλάξαμε, τους φιλήσαμε, μας φίλησαν και φύγαμε. Μια μικρή βαλίτσα ήταν όλα κι όλα τα μπαγάζια μας. Θα πηγαίναμε με λεωφορείο μέχρι την Καβάλα και την άλλη μέρα θα περνούσαμε στη Θάσο, έστω χειμωνιάτικα.

[…]

Νίκος Μπακόλας, «Το ταξίδι που πληγώνει -3», Τα Ποταμόπλοια, τχ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 96-97.