Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η οδός Εγνατία είναι ένα μεγάλο μαχαίρι που κόβει την πόλη στη μέση. Μιλάω για την παλιά πόλη, για το κέντρο της, οι συνοικίες και τα περίχωρα έχουν μια σχέση με τη μνήμη της πόλης ατροφική. Οι συνοικίες είναι οι τρίχες, τα νύχια και τα δαχτυλίδια ενός πάσχοντος σώματος, λίγα ξέρουν γι’ αυτό το σώμα που θλίβεται και αγάλλεται μέσα στους αιώνες. Η οδός Εγνατία είναι το ζωνάρι που κόβει το κορμί της στα δύο.

Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πάνω από την Εγνατία, εκεί μέσα σε στερημένους μικροαστούς και σε εργάτες που είχαν ξεγλιστρήσει από τη φόδρα της τσέπης των συνοικιών και ανακατώθηκαν με υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες και τεχνίτες που είχαν κάποτε πατρικό τους κάποιο πατικωμένο δωμάτιο στα τουρκόσπιτα της οδού Αρριανού, της Μόδη και της Φιλίππου. Όλα εκείνα έγιναν κάποια εποχή πολυκατοικίες και τα χνότα όλων τους χώρεσαν σε τριάρια ή δυάρια διαμερίσματα. Οι πιο εύποροι στα ψηλά και οι πιο φτωχοί στα ισόγεια και τα υπόγεια, εκεί στους ανήλιαγους βουβώνες των κτιρίων της αντιπαροχής.

Ο Ηλίας και ο Μάρκος, όταν ήταν παιδιά, έβλεπαν την Εγνατία κάτι σαν τη θάλασσα, κάπου εκεί τέλειωνε και ο κόσμος τους. Κάτω από την Εγνατία ζούσαν άλλοι άνθρωποι, πλούσιοι όπως έλεγαν, μαγαζιά ευρύχωρα και φωτισμένα, ακριβές ταβέρνες, άλλα ντυσίματα, άλλοι τρόποι, παλιά μέγαρα με κίονες και επιγραφές. Η Εγνατία ήταν και κάτι σαν ποτάμι, αργότερα στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού με σπουδαγμένη καλά τη γεωγραφία την έλεγαν κοροϊδεύοντας Ντούνα, Δούναβη, που χώριζε δυο πόλεις, τη Βούδα και την Πέστη.

Από κάποια ηλικία και μετά η Υπαπαντή τους άφηνε να γυρνάνε μόνοι τους στη γειτονιά. Δυο αγόρια ψηλά, με καλούς τρόπους, πιασμένα χέρι χέρι, που ανακατεύονταν στις αλάνες της Πάνω Πόλης και στα άχτιστα οικόπεδα της Ολύμπου και της Αγίου Δημητρίου. Παιδιά λογικά και εύστροφα, λίγο όμως ευφάνταστα, ψωμωμένα με τα παιχνίδια του στενού διαμερίσματος, μεγαλωμένα με Μονόπολι, Γκρινιάρη, Φιδάκι, Φωτεινό Παντογνώστη και στρατιωτάκια.

Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν όμως στα στενά της οδού Ησαΐα, πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, και στο μεγάλο δίτερμα στο κτίριο του Χημείου στο πανεπιστήμιο. Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν τα παιδιά από την Κασσάνδρου κι απ’ τα παλιόσπιτα της Ολυμπιάδος, στρατιώτες με κεφάλια κουρεμένα γουλί και μάλλινες μπλούζες πλεγμένες στο χέρι. Ήταν οι στρατιώτες που δεν ήξεραν πως κάτω από την Εγνατία ήταν ένας άλλος μεγάλος κόσμος, παρά πολεμούσαν αδιάκοπα με ξύλινα σπαθιά και κοντάρια στα χαρακώματα, εκεί στα κατουρημένα οικόπεδα της Αποστόλου Παύλου και στα γιαπιά της Ευριπίδου, όπου έκανε στοίβες το αμμοχάλικο.

Μέσα στις πιο ξεκάθαρες εντολές της Υπαπαντής καθώς τριγύριζαν μόνοι τους τα απογεύματα της κάθε άνοιξης, ήταν να μην περάσουν ποτέ την Εγνατία. Συχνά τότε έκαναν οι δυο τους βόλτες στην παραμεθόριο, νομοταγείς και περίεργοι, από το σιντριβάνι ως την Αριστοτέλους και τα λουτρά. Η βουή του μεγάλου δρόμου με τις εξατμίσεις και τα κορναρίσματα ήταν ένα ψηλό συρματόπλεγμα αδιαπέραστο. Η επιστροφή τους στη γειτονιά είχε παγωτό με μία δραχμή το χωνάκι και δύο το κύπελλο, γεύσεις μόνο δύο, σοκολάτα και κρέμα, καφέ και άσπρο, σαν τις παλιές ταινίες σε μαύρο άσπρο. Τα βράδια της άνοιξης, όταν ο μπαμπάς έλειπε στη δεύτερη δουλειά, έτρωγαν οι τρεις τους μια μεγάλη σακούλα σπόρια καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες στο μπαλκόνι.

[…]

Τα δυο αδέρφια είχανε κοινές παρέες, η διαφορά της ηλικίας τους κάπου τους χώριζε, κάπου βοηθούσε. Ο Μάρκος είχε μάθει για τα καλά να τρυπώνει στους μεγάλους της παρέας του Ηλία και, καθότι ετοιμόλογος και πολύ κοινωνικός, κέρδιζε τις εντυπώσεις. Χρησιμοποιώντας τους φίλους του μεγάλου αδερφού, γρήγορα έμαθε να γυρίζει αργά κι όταν ακόμα δεν ήταν μαζί του• έκλειναν ένα ραντεβού κοντά στο σπίτι τους και γυρνούσαν παρέα, για να ’ναι ήσυχη η Υπαπαντή που ο μεγάλος ήταν πάντα μαζί του και τον φρόντιζε.

Εκείνη την εποχή, στα τέλη του ’70, όλα τα σφαιριστήρια είχαν ονόματα εξωτικά: Σαν Ρέμο, Σάντα Μόνικα, Αρτζεντίνα, Αφρικάνα… Όλα τα ονόματα βέβαια παραπλανούσαν, γιατί στην πραγματικότητα επρόκειτο για ανήλιαγα υπόγεια, που βρωμοκοπούσαν κάπνα και υγρασία και δούλευαν κυρίως με ανήλικους.

Τέτοια μέρη και κάποια άλλα ήταν οι συνηθισμένες φωλιές της εφηβείας, των αγοριών βέβαια, γιατί τα κορίτσια ήταν πάντα ένα είδος δυσεύρετο• αφού σχολούσαν απ’ τα γυμνάσιά τους, που ήταν ξεχωριστά, ξαφνικά χάνονταν. Η μόνη ελπίδα να τις συναντήσουν ήταν στα φροντιστήρια, στα αγγλικά τους, και είναι αλήθεια πως, όσο περισσότερες γλώσσες μάθαινε τότε κανείς, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να συναναστρέφεται κορίτσια.

Εκείνους τους χρόνους ο Μάρκος διέσχιζε μόνος πια την Εγνατία και κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Η άλλη πόλη, ο άλλος κόσμος τού ήταν πια προσιτός. Ήταν αλήθεια πως αυτόν τον προτιμούσε. Τον πρώτο καιρό της περιπλάνησης, αφού τον γύρισε σπιθαμή προς σπιθαμή και μύρισε την κάθε γωνιά του, καταστάλαξε τελικά σε μια μεγάλη πλατεία κοσμική και πολυσύχναστη. Το Ναβαρίνο δεν ήταν πια η τοποθεσία της ιστορικής ναυμαχίας, αλλά το κέντρο της ζωής του. Ήταν πολλά μαζί, ένα μεγάλο πάρκο με το άγαλμα, εκείνο το γουστόζικο αγόρι που κατουρούσε, ήταν τα απομεινάρια από το ανάκτορο του Γαλέριου με γύρω γύρω πεζόδρομους από τους πρώτους που είχαν φτιαχτεί στην πόλη, ήταν τα πολλά καφενεία και οι ταβέρνες, τα ποδήλατα, τα σκέιτ μπορντ, τα πατίνια κι ό,τι άλλο κουβαλούσαν κάτι βουτυρόπαιδα της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως φορώντας μπλούζες με ακριβές φίρμες, παιδιά συμπαθητικά όμως και κάπως αφελή που πήγαιναν σε κολέγια και άλλα επώνυμα σχολεία.

Στο μεταξύ η εφηβεία πάνω από την Εγνατία συνέχιζε να είναι ακόμα μια στερημένη και δύσκολη υπόθεση. Σχολεία άχαρα που θύμιζαν παλιά εργοστάσια με τοίχους γεμάτους σφυροδρέπανα, άλφα σε κύκλους και στίχους από ροκ μπαλάντες και επωδούς χαρντ ροκ. Έφηβοι άλουστοι οι πιο πολλοί, αγριεμένοι, με σπυράκια, με λεξιλόγιο των εκατό λέξεων, πήγαιναν κι ερχόντουσαν πέρα δώθε και πουθενά δεν τους χωρούσε ο τόπος. Ένα μέρος απ’ αυτούς σιγά σιγά εγκαταλείπανε το σχολείο. Ερχόταν κάποιο πρωινό που χάνονταν από προσώπου γης. Ο Σταυράκης άρχισε να δουλεύει σε χυτήριο, ο Μιχάλης τεχνική σχολή, ο Γιωργάρας πήγε με τον πατέρα του στο γιαπί να μάθει την τέχνη, ο Μουσιός, που έμενε από απουσίες, στη μάνα του στη Γερμανία• αφού σταυροφίλησε τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε, έφυγε στο Ντύσελντορφ, στο ρεστοράν, για να προκόψει.

Πήγαν λύκειο αυτοί που φορούσαν γυαλιά, αυτοί που ήταν παιδιά υπαλλήλων και δασκαλοπαίδια, κάποιοι ιδιαίτερα εύστροφοι που με κάτι πασαλείμματα τα ψιλοκατάφερναν, τέλος και κάποιοι επιμελείς που προτιμούσαν την ηρεμία του δωματίου τους και τη μελέτη από την αγριάδα των δρόμων και των σφαιριστηρίων. Ο Μάρκος πήγε στο λύκειο γιατί ήταν ο γιος του Κοσμά και της Υπαπαντής, γιατί είχε πίσω του μια οικογένεια που δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και εμφυσούσε προοπτικές, πήγε και γιατί είχε μέσα του ο ίδιος μια ντροπή, ειδικά όταν έβλεπε τον πατέρα του να γυρνάει ξενυχτισμένος από τις δυο δουλειές και να τον κοιτάζει ερευνητικά στα μάτια.

Είναι η αλήθεια πως, όσο ο Ηλίας αγαπούσε το ροκ και τον έτρεχε από βυζανιάρικο ακόμα στις συναυλίες, αυτός πιο πολύ αγαπούσε τα βιβλία — όχι του σχολείου, αυτά τα έπαιρνε σαν φάρμακο, έπρεπε να τα διαβάσει και το έκανε. Ούτε βέβαια αγαπούσε εκείνα τα άλλα που τους κουβαλούσε η θεία Παναγιώτα, εκείνα τα χριστιανικά, τα παιδαριώδη, ξεχνώντας μερικές φορές την ηλικία τους.

Ισίδωρος Ζουργός, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 559-560, 567-569.