Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

2

Δεν ήταν τύχη λοιπόν ούτε σύμπτωση που ένα απόγευμα μες τα στενά σοκάκια της Πάνω-Γειτονιάς, την συνάντησε. Ήταν ώριμος πια να την δεχτεί, γιατί από καιρό στους μοναχικούς περιπάτους του φαίνεται πως την ζητούσε. Είχε μαλακώσει ο καιρός, Απρίλης ήτανε, και βγήκε να σεργιανίσει λίγο τ’ απόγευμα στην Πάνω-Πόλη για ν’ αεριστεί το μυαλό του από το διάβασμα, ώσπου…

Την είδε να βγαίνει από μια πάροδο της Αγίου Δημητρίου, ανεπάντεχα. Κι αμέσως έστριψε στην γωνιά χωρίς ο ίδιος να προφτάσει καθόλου να δει το πρόσωπό της. Δεν την ήξερε από πριν, η κορμοστασιά της δεν του θύμιζε τίποτα. Άθελά του, μαγνητισμένος σχεδόν, την ακολούθησε. Μίκραινε το βήμα του για να μην την προσπεράσει. Πρόσεξε πρώτα τα λεπτά άσπρα πόδια της με τις κοντές κόκκινες κάλτσες. Οι γάμπες της ήταν χυμένες σ’ ένα καλούπι ύπερου. Δεν είχε τακούνια κι αυτό έκανε ακόμα πιο ανάλαφρη την περπατησιά της. Έπειτα πρόσεξε την καφετιά καμπαρντίνα της με την ζώνη στη μέση. Μα η ματιά του κυριολεκτικά γαντζώθηκε από την ξανθιά της αλογοουρά που καθώς ήταν δεμένη ψηλά μ’ ένα κόκαλο έπεφτε κάθετα προς τα κάτω και ανεξάρτητη από την πλάτη που σκέπαζε, χόρευε, καμπάνιζε, πηδούσε, ελεύθερη, ατίθαση σαν χαίτη αλόγου κι αθόρυβη σαν μακρινός καταρράχτης που δεν μας φτάνει η βουή του. Η ώρα ήταν βαθιά και ήσυχη. Ο ουρανός αντηχούσε από τις καμπάνες του εσπερινού που χτυπούσαν σκόρπιες μες τα σπίτια. Και ο ήλιος, κοντά στη δύση του, χρύσιζε τα στάχυα των μαλλιών της, βάθαινε το σκούρο χωμάτινο χρώμα της καμπαρντίνας της.

Προχωρούσε κ’ ήταν τόσο φωτεινή μες τα ισκιωμένα κιόλα σπίτια, τόσο πλούσια μέσα σε όλη εκείνη τη φτωχολογιά, τόσο μελλούμενη μέσα στο παρελθόν που βάραινε τριγύρω που «ποιος» συλλογίστηκε «ποιος θάταν αυτός που δεν θα την ακολουθούσε;» «Δεν κάνω τίποτα κακό» ήταν η επόμενη σκέψη του. «Με παρασέρνει ο ρυθμός της σαν ένα ποίημα».

Προχωρούσε και φαινόταν να ήξερε που πηγαίνει γιατί δεν δίσταζε καθόλου μες τα πολύπλοκα ελικωτά σοκάκια. Ανέβαινε τώρα την Ιουλιανού. Στην Κασσάνδρου έκοψε δεξιά. Κ’ έπειτα πάλι αριστερά προς τα πάνω. Έτρεχε σαν την πετροπέρδικα — κόκκινες κάλτσες σαν τα νύχια της πέρδικας — που νιώθοντας την απειλή του κυνηγού από πίσω της ολοένα ψηλώνει το φευγιό της. Πρόσεξε ότι τα πόδια της δεν σκόνταφταν σαν τα δικά του πάνω στις πέτρες και διάλεγε τα μονοπάτια που ήταν βατά. «Άρα», συμπέρανε «θα μένει κάπου εδώ κοντά. Το σπίτι της θάναι εδώ. Κι από στιγμή σε στιγμή μπορώ να την χάσω». Τότε τον κυρίεψε η περιέργεια να δει το πρόσωπό της. Και δεν φοβόταν μην απογοητευθεί, μην πάψει ξαφνικά το καλντερίμι να μοιάζει με το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα όνειρα. Η διαίσθησή του του έλεγε πως το πρόσωπό της θάταν το ίδιο ζωντανό σαν την αλογοουρά, το ίδιο σαν κι αυτήν χρυσαφένιο. Μα πώς να το δει; Αν την προσπερνούσε, τότε εκείνη θα το καταλάβαινε πως την ακολουθεί, και θα έτρεχε περισσότερο. «Κάπου θα συμπέσουμε, δεν γίνεται», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Σε μια στροφή, σ’ ένα σταυροδρόμι».

Τότε παρατήρησε πως τα χέρια της δεν ήταν ελεύθερα. Κάτι κρατούσε. «Τι μπορεί νάναι;» σκέφτηκε. «Κανένα φόρεμα; Κανένα άστρο; Ή το ψωμί απ’ τον φούρναρη; Τι κρατά στα χέρια της κ’ είναι τόσο κουρασμένη;»

Φαίνεται πως με τις σκέψεις όμως χαλάρωσε το βήμα του γιατί ανεπάντεχα είδε πως την έχασε από μπροστά του. Έτρεξε ως την στροφή. Κοίταξε: μια πλατεία μικρή ανοίγονταν μπροστά του με ένα γέρικο πλάτανο στη μέση και μια βρύση. Τρεις δρόμοι ξεκινούσαν από κει. Ποιον απ’ τους τρεις να πήρε; Είδε δυο γριούλες που καθόταν στα κατώφλια τους σκυμμένες πάνω από τα πλεχτά τους. Αυτές δεν θάξεραν να του πουν. Κάτι πιτσιρίκια παίζαν ξέφρενα μ’ ένα πάνινο τόπι. Πήγε να τα ρωτήσει. Μα ένας παπάς φάνηκε να διασχίζει εκείνη τη στιγμή, στητός, περήφανος, την μικρή πλατεία και τα παιδάκια, παρατώντας το παιγνίδι τους, τρέξαν ν’ ασπαστούν το χέρι του.

Δεν είχε ώρα για χάσιμο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μεγάλωνε την απόσταση. Κ’ η νύχτα δεν θ’ αργούσε. Πήρε στην τύχη το μεσαίο στενό. Έτρεχε τώρα. Ζητούσε απελπισμένα την χαμένη αλογοουρά που καμπάνιζε ανυπόταχτη. Οι καμπάνες του εσπερινού είχαν βουβαθεί κ’ η σιωπή απλώθηκε στον ουρανό.

Τα καλντερίμια, όσο έτρεχε, αντί να ξεμπλεχτούν, μπερδεύονταν ολοένα και περισσότερο. «Λαβύρινθος», σκέφτηκε. Κι αν χανόταν το νήμα του ήλιου που τον συγκρατούσε σίγουρα δεν θάχε έξοδο από εδώ. Και το κομμάτι αυτό της Πάνω-Πόλης δεν το ήξερε. Πρώτη φορά έπεφτε τόσο ανατολικά. «Λαβύρινθος… Σωστός Λαβύρινθος». Και βάφτισε την άγνωστη κοπέλα που τον έμπλεξε μέσα εδώ Αριάδνη. «Αριάδνη… Αριάδνη». Έλεγε τ’ όνομά της μουρμουριστά στον ρυθμό που έτρεχε.

Τώρα υποπτεύονταν την κάθε πόρτα. Κοιτούσε μέσα σε κάθε αυλή. Παντού μπορούσε νάχει τρυπώσει. Έτσι που σκόνταψε πάνω σ’ ένα πλανόδιο γιαουρτσί και παραλίγο, αν εκείνος δεν πρόφταινε να γυρίσει την ξύλινη πλάστιγγά του, να σάρωνε όλα τα κεσεδάκια με το πρόβιο γιαούρτι στο χώμα. «Μα πού πήγε; Πού χάθηκε έτσι απότομα; Κόπηκε σαν ένα τραγούδι. Έσβησε σαν το χρώμα της θάλασσας στο δειλινό. Ο παπάς εκείνος, κακό σημάδι. Κι αν πήρε ένα από τα άλλα στενά; Πού τρέχω λοιπόν έτσι αλλόφρονα; Πού πάω; Τι θέλω; Θέλω… να δω το πρόσωπο της Αριάδνης». Ένας σκύλος τον πήρε το κατόπι. Και τότε μες την ταραχή του, μες τα γαυγίσματα του σκύλου, στις βρισιές του γιαουρτσί, ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κοιτάζαν καχύποπτα, θυμήθηκε τ’ αφρόψαρα. Τ’ αφρόψαρα που βγαίνουν για λίγο στην ίσια επιφάνεια του νερού, χτυπούν με τα φτερά τους τα κύματα, σκορπώντας νιφάδες και τρίμματα από ασήμι κ’ έπειτα τα ρουφά ξανά η θάλασσα, και κατεβαίνουν βαθιά, βαθιά, βαθιά, εκεί όπου δεν τα φτάνει κανένας βουτηχτής, εκεί όπου κι αυτά τα χέρια του ήλιου σταματούνε.

Τώρα βρισκόταν σ’ έναν χωματόδρομο πλατύ που δεν είχε σπίτια στην μια μεριά του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Εδώ κάπου ήταν το Λυσσιατρείο όπου ερχόταν, μια εποχή, όταν ήταν πρωτοετής στην Γεωπονία, κ’ έκανε ενέσεις στην κοιλιά του — τον είχε δαγκάσει μια λυσσασμένη γάτα που πήγε να την γλυτώσει από κάτι σκυλιά. Ναι. Το είδε. Τούτη την ώρα το Λυσσιατρείο ήταν έρημο, μ’ ένα φως στην πρόσοψη, κάτω από την στέγη. Πλάι του ήταν ένα παλιό ενετικό τείχος χορταριασμένο. Ακούμπησε εκεί. Πιο κάτω, τα εβραίικα μνήματα και το μεγάλο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, περιφραγμένο. Κοίταξε ένα στρέμμα γης, σπαρμένο σταυρούς και νεκροκρέβατα, με αναμμένα καντήλια. Οι κορφές των κυπαρισσιών ηρεμούσαν. Από τον πλατύ χωματόδρομο που πήγαινε πλάι στον φράχτη του νεκροταφείου, ανέβαινε ένα ζευγαράκι, αργά. Δεν ξεχώριζε τα σώματα τόσο ο ένας ήταν χωνεμένος μες την αγκαλιά του άλλου. Και κάτω, σαν κυπαρίσσι που ξέφυγε από το κιγκλίδωμα, ψήλωνε ατάραχος μες το σουρούπωμα ο μιναρές. Στεκόταν εδώ, ακουμπισμένος πάνω στο παλιό ενετικό κάστρο και κοιτούσε ανήσυχα τον δρόμο, μήπως κατά λάθος ξεπέρασε την κοπέλα, μήπως ξεπρόβαλλε από πουθενά, όταν το μάτι του έπεσε πάνω στο νέο τείχος που φτιάχναν τούτη τη φορά οι νεόκτιστες πολυκατοικίες, από την κείθε μεριά της Εγνατίας, κρύβοντας την θέα προς την θάλασσα όπου είχε δύσει οριστικά ο ήλιος. Τρόμαξε, τόσο το σταχτί τούτο κάστρο, το μακρύ οχύρωμα με τις συμμετρικές επάλξεις και τις σκοτεινές πολεμίστρες του, του φάνηκε εφιαλτικό. Μα περισσότερο ακόμα τρόμαξε με την σκέψη ότι ζούσε κι Αυτός εκεί μέσα, ότι ένα κομμάτι του το αποτελούσε το σπίτι όπου έμενε, μια μπουκαπόρτα του ήταν το παράθυρό του. Μέτρησε, υπολόγισε, είδε την πράσινη ταμπέλα που ήταν κάτω ακριβώς απ’ το μπαλκόνι του, ΣΤΕΓΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ, το βρήκε. Το παράθυρο τον κοιτούσε σαν μάτι σκοτεινό, επιτιμητικά. Τι ζητούσε Αυτός εκεί πέρα; Τι ήθελε μες τα λιβάδια της φτωχολογιάς; Δεν ήταν εκεί η θέση του. Η θέση του ήταν μέσα στο κάστρο. Γρήγορα πίσω, λοιπόν, σαν να του έλεγε, γρήγορα έλα πίσω, κακέ φρουρέ που εγκατάλειψες την θέση σου, προδότη, πίσω, στο μαντρί, απολωλός πρόβατο… «Όχι, λίγο ακόμα άσε με εδώ», παρακαλούσε Αυτός από μέσα του. «Θάρθω σε λίγο. Θάρθω…». Γύρισε με αηδία το κεφάλι του. Και τότε την είδε. Κατέβαινε. Ερχόταν ίσια πάνω του. Και κρατούσε μια γλάστρα στην αγκαλιά της.

Στην αρχή τα έχασε. Δεν πίστευε στα ίδια του τα μάτια. Πώς γινόταν να κατεβαίνει τώρα, ενώ πριν ανέβαινε; Άρα ο ίδιος είχε πέσει πολύ χαμηλά, χωρίς να το καταλάβει. Καταμεσίς στην γλάστρα ψήλωνε, όμοιο με μια τρεμουλιαστή πράσινη φλόγα, ένα φύλλο. Το πρόσωπό της δεν ξεχώριζε από μακριά. Τόβλεπε μονάχα χλωμό σαν το φεγγάρι στην αρχή της νύχτας. Στηριζόταν πάνω σ’ ένα μακρύ λαιμό, ίδιο με τον μίσχο του φύλλου. Από την μισάνοιχτη καμπαρντίνα της φαινόταν μια μπλούζα φουσκωτή που είχε το ίδιο κεραμιδένιο χρώμα με την γλάστρα που κρατούσε σφιχτά επάνω της.

Τράβηξε το χέρι του απότομα από το ερειπωμένο τείχος. Ήθελε τώρα να γίνει Αυτός ένας τείχος για να την σταματήσει.

Φυσούσε λίγο. Από μακριά, μέσα απ’ τις ρούγες, ερχόταν φωνές παιδιών, η φωνή του γιαρουρτσί που διαλαλούσε το πρόβιο γιαούρτι του, ο σκύλος που γαύγιζε τους ίσκιους. Και η κοπέλα πλησίαζε. Μα όσο ερχόταν πιο κοντά του γινόταν το αντίθετο από κείνο που περίμενε: το φύλλο της γλάστρας κολλούσε σιγά-σιγά πάνω στο πρόσωπό της, σκεπάζοντάς το με την πράσινη φλόγα του. Έτσι που τίποτα δεν έβλεπε από τα χείλια της, από τα μάτια της, από το κούτελό της. Μονάχα όπου ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος και τόνα πόδι της βούλιαζε πιο βαθιά από τ’ άλλο, το φύλλο και το πρόσωπο χώριζαν, για τόσο λίγο που δεν πρόφταινε τίποτα ν’ αρπάξει, όπως μια πόρτα που ανοιγοκλείνει, κι έπειτα, μόλις ίσιωνε το βήμα της, ξανακολλούσαν, όπως το είδωλο που σμίγει με την σκιά του. Νεύριασε. Το παιγνίδι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Μα ακόμα περισσότερο ενοχλήθηκε όταν είδε ότι όχι μονάχα ο λαιμός της άρχισε να γίνεται ένα με το κοτσάνι, αλλά και η φουσκωτή μπλούζα της, όσο πλησίαζε, χωνεύονταν σιγά-σιγά μες την κεραμιδένια γλάστρα. Έτσι, μεταμορφωμένη, πέρασε από δίπλα του, τον προσπέρασε, γιατί Αυτός έστεκε απολιθωμένος, ανίκανος να καταλάβει το θαύμα. Το μόνο που είδε ήταν τον μίσχο του φύλλου που αλαφρογύρισε προς το μέρος του καθώς τον προσπερνούσε.

Συνήρθε όταν η κρίσιμη στιγμή, η στιγμή που θα μπορούσε να την δει, είχε περάσει. Την ακολούθησε με κάποιο δισταγμό. Έβλεπε πάλι το χρυσάφι της αλογοουράς της, θαμπωμένο μες το σούρουπο. Τα πόδια της φέγγριζαν μες το αδιόρατο σκοτάδι. Εκείνη τον κατάλαβε και τάχυνε τον βηματισμό της. Τώρα ήταν πια αργά. Τόξερε. Αργά. Τόσο αργά που άναψαν και τα φώτα του Δήμου.

Είδε μια γυναίκα, μισή έξω απ’ το παράθυρο, να την καλησπερίζει. Κάτι τον εμπόδιζε τώρα να την ακολουθήσει παραπέρα. Ήξερε πως εδώ ήταν ο κόσμος της, η γειτονιά της, οι φίλες της. Σιγά-σιγά λιγόστεψε το βήμα του, ώσπου σταμάτησε ολότελα. Σε λίγο την είδε να στέκεται, να ανοίγει μια βαριά σιδερένια πόρτα κ’ εκεί μέσα να χάνεται. Περνώντας έπειτα από κει, πάνω στην μυρωδιά των βημάτων της, είδε πίσω από την σιδερένια πόρτα μιαν αυλή και στο βάθος της αυλής ένα χαμηλό διώροφο σπιτάκι με πορτοκαλιά παράθυρα. Σημείωσε τον αριθμό, 17. Οδός Ιερισσού, έγραφε στην ξεθωριασμένη ταμπέλα.

Κ’ έφυγε παίρνοντας την κατηφοριά της Αποστόλου Παύλου. Τότε μονάχα ένιωσε τον πόνο του καρφιού μες το παπούτσι του. Χώθηκε σ’ ένα ταβερνάκι και τράβηξε τρία ούζα μονοκοπανιά. Ζαλίστηκε, μα ηρέμησε κάπως. Κύλησε ως την Καμάρα. Απέναντι, στην άλλη όχθη, υψώνονταν τα πάμφωτα κάστρα. Περνώντας τα «σύνορα», τις γραμμές των τραμ, κόντεψε να τσακιστεί πάνω στις ράγες. «Πάλι στην φυλακή» σκέφτηκε καθώς σκαρφάλωνε, μικρό τρυποκάρυδο, τον πέτρινο κορμό της πολυκατοικίας.

Όμως το βράδυ εκείνο — άκουγε ξάγρυπνος τα σφυρίγματα των τραίνων στον Παλιό Σταθμό — για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στο σπίτι αυτό, η κάμαρά του τον πρόδοσε κ’ έμεινε χωρίς προστασία. Το χάος ξαναγύρισε μέσα στην κάμαρά του, όπως ήταν προτού χτιστεί η οικοδομή: ένα διάστημα αδειανό και το σκοτάδι πάνω στην άβυσσο του. Πάχνη, ομίχλη, βροχή, χιόνι και χαλάζι. Συστήματα ανέμων. Συναγωγές υδάτων. Κ’ οι κάργες πετούσαν χαμηλά γυρεύοντας μες την νύχτα τον εαυτό τους.

Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 16-21.