Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Έπειτα κατοικούσα σε μια πολιτεία που σημειώνεται σ’ όλους τους γεωγραφικούς χάρτες. Σ’ αυτή βρήκα τον εαυτό μου, χωρίς να τον εξαντλήσω, κι εξακολουθώ να τη φέρνω μαζί μου. Έμενα σ’ ένα σπίτι μ’ έναν αριθμό στην είσοδο σε κάποιον πολυθόρυβο δρόμο, εξασκούσα ένα επάγγελμα, με γνώριζε μικρός κύκλος ανθρώπων, με χαιρετούσε, μου μιλούσε, δε διέφερα σε τίποτε απ’ τους άλλους, δεν παρουσίαζα καμιά πρωτοτυπία, είχα ποινικό μητρώο λευκό, ποτέ δεν απασχόλησα τη δικαιοσύνη, ήμουνα νομοταγής πολίτης. Η συμπεριφορά μου ήταν άμεμπτη, ο τρόπος της ζωής μου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, δεν μπορούσε να προκαλέσει υποψίες και υπόνοιες. Ούτε κυκλοφορούσαν για το άτομό μου ιστορίες και φήμες που διεγείρουν την περιέργεια και παίρνουν διαστάσεις, όπως μεταδίδονται από στόμα σε στόμα. Δεν είχα κανέναν εχθρό, ούτε προκαλούσα αντιπάθειες σ’ αυτούς που γνώριζα. Οι συναναστροφές μου ήταν περιορισμένες και πάντα προσπαθούσα να μη γίνομαι φορτικός στους άλλους.

Κυκλωμένη από μισοκατεστραμμένα τείχη που διηγόντουσαν το ένδοξο παρελθόν της, μέσα απ’ τη σιωπή της νέκρας και της φθοράς τους, η πολιτεία κατηφόριζε ως τη θάλασσα, καθρεφτιζόταν στην επιφάνειά της παραδίνοντας στην όραση αμφιθεατρικά τις διαστάσεις της. Κάποτε ανέβαινα στις επάλξεις τους χωρίς να περιμένω τους βαρβάρους, έκανα τη διαδρομή τους, μεταφερόμουνα αιώνες πίσω, συμπλήρωνα ό,τι έμεινε περιληπτικά στην ιστορία.

Ο ουρανός της έβρεχε συχνά, τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά, έκρυβαν τα τείχη, οι πύλες τους έχασκαν ανοιχτές χωρίς ποτέ να κλείσουν. Άρχιζε μια βροχή που συνεχιζόταν μέρα και νύχτα, σα ν’ αποφάσιζε να μη σταματήσει, ανιαρή, μονότονη, εκνευριστική, η ομίχλη σκέπαζε τους δρόμους, η πολιτεία έχανε το περίγραμμά της, ήταν μια γκρίζα έκταση, όπου η όραση αδυνατούσε να ξεχωρίσει τα σχήματα και τις διαστάσεις απ’ τα αντικείμενα. Το χειμώνα, όταν χιόνιζε είχα μιαν άλλην εικόνα της, όπως την αντίκριζα να φτάνει ως το ύψος απ’ τα τείχη της και να σβήνει στον κύκλο τους μέσα στην λευκή της ακινησία. Διατηρούσε στη ροή του χρόνου την ιστορική της έκφραση, την παρουσία της παλιάς φυσιογνωμίας της.

Κυκλοφορούσα κάθε μέρα, στους ίδιους δρόμους, στις ίδιες πλατείες, που γνώριζα όλες τις λεπτομέρειες, έβλεπα τις προσόψεις των σπιτιών με τα χρώματα που δεν άλλαζαν, μπαλκόνια που είχαν φθαρεί απ’ το χρόνο, τα φαντάσματα των δέντρων στα πεζοδρόμια που τα είχε νεκρώσει το φθινόπωρο, άκουγα ένα ρολόι που χτυπούσε τις ώρες σε κάποιο κωδωνοστάτσιο. Η ζωή και οι θόρυβοι δεν σταματούσαν μέρα και νύχτα. Πουθενά κάτω απ’ τον ουράνιο θόλο δεν υπάρχει πάνω στη γη απόλυτη σιωπή. Ήχοι μαρτυρικοί σ’ όλη την ποικιλία τους έφταναν παράφωνοι στην ακοή μου, τρυπούσαν τα τύμπανα των αυτιών μου, μεταλλικοί σε βίαιους ρυθμούς, σκαρφάλωναν στο δωμάτιο, διαπερνούσαν τους τοίχους, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει, να τους κατασιγάσει, είχαν γίνει μέρος της ζωής μου, βρισκόμουνα μέσα στο πανδαιμόνιό τους.

Ανακατωνόμουνα μ’ όσους βάδιζαν στα πεζοδρόμια. Η βροχή διαλυόταν σε ομίχλη. Ο γκρίζος ουρανός ενωνόταν με τη μολυβένια θάλασσα. Η μέρα είχε ένα θαμπό πρόσωπο. Ένιωθα τη θλίψη των ανθρώπων να γίνεται δική μου. Μπορούσε να μην κυλάνε αίμα και δάκρυα πάνω στη γη κι ο κόσμος που δημιούργησε «εν σοφία» ο Θεός να ήταν διαφορετικός.

Συχνά πλανιόμουν άσκοπα στην παλιά πόλη. Σταματούσα μπροστά σ’ ό,τι μ’ ενδιέφερε, σα να περίμενα ν’ ακούσω την εξομολόγησή του. Έμπαινα σ’ ένα δρόμο που δεν έβγαινε πουθενά. Αριστερά και δεξιά σπίτια αφανισμένα απ’ τον χρόνο, βυθισμένα στην εγκατάλειψή τους που την αποκάλυπτε ο ήλιος ανάγλυφη κι ένιωθα τη σιωπή μου, που μ’ ακολουθούσε, με τη σιωπή τους.

Κάθε πρωί ξεκινούσα την ίδια ώρα για να βρεθώ μπροστά σ’ ένα τραπέζι που με περίμενε. Τα αντικείμενα που αντίκριζα στο δρόμο μου έμεναν αμετακίνητα στο ίδιο σημείο. Διατηρούσαν το ίδιο σχήμα, διαστάσεις, χρώμα που ήξερα. Μ’ άφηναν ολωσδιόλου αδιάφορο. Βάδιζα στο αριστερό ή το δεξιό πεζοδρόμιο, περνούσα μπρος από τις ίδιες προθήκες, επιφάνειες, αριθμούς στις πόρτες των σπιτιών, συναντούσα αυτή την ώρα τα ίδια πρόσωπα, άκουγα φωνές, ήχους, θορύβους εκνευριστικούς, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό ή έβρεχε, οι δεντροστοιχίες γυμνές ή πράσινες στην ίδια γραμμή περίμεναν ακίνητες. Ήταν ο κόσμος που υπήρχε όπως υπήρχα. Επαναλάμβανα την κάθε μέρα μου με μαθηματική ακρίβεια. Ήμουνα ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άνθρωποι που μου μιλούσαν και τους μιλούσα συμφωνούσα ή διαφωνούσα μαζί τους, οργιζόμουν και αντιδρούσα όπως κι αυτοί σ’ ό,τι μ’ ενοχλούσε, μια συνεχιζόμενη πραγματικότητα από σάρκα και οστά και μαζί μια ανεξήγητη έννοια.

[…]

Μια πολιτεία έχει τη δική της ζωή, το μυστήριό της, είναι ο κόσμος ολόκληρος. Μπορούσε χρόνια να τριγυρνώ στους δρόμους της, χωρίς να τη γνωρίσω. Μένει ένας λαβύρινθος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ούτε είναι αρκετή η όραση ν’ αποκαλύψει τι κρύβεται πέρα απ’ αυτό που βλέπουμε. Υπήρχαν τόσες κλειστές πόρτες που δε θα ’ταν δυνατό να τις ανοίξω, δρόμοι που δε θα πατούσαν τα βήματά του, περιοχές όπου δε θα κατόρθωνα να εισχωρήσω, αντικείμενα που κρύβουν ερμητικά έναν αθέατο εαυτό και δείχνουν μόνο επιφάνειες.

Για να γνωρίσεις μια πολιτεία, χρειάζεται να ζήσεις το ρυθμό της, να μιλήσεις με τους ανθρώπους της και να σου μιλήσουν, να ενωθείς με το πλήθος, μ’ ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, να ξαναβλέπεις τα αντικείμενα σα να τα βλέπεις πρώτη φορά, να σταματήσεις μπροστά τους από εσωτερική ανάγκη κι όχι από περιέργεια, ν’ ακούσεις τη γλώσσα της, να σε κυκλώσει η σιωπή της, να σε παρασύρει η βοή και ο θόρυβος, ν’ αναζητήσεις πέρα απ’ τη φωτεινή της φαντασμαγορία την αλήθεια στις σκοτεινές περιοχές, όπου τα δάκρυα κυλάν αθέατα, ν’ αντικρίσεις τον τρόμο και την αγωνία στα πρόσωπα των ετοιμοθανάτων, να πλανηθείς όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας στους δρόμους της κάτω απ’ τον ήλιο και τη βροχή, να βρεθείς σ’ ένα άσυλο τρελών όπου, αυτοί που θα συναντήσεις, έχουν χάσει τον εαυτό τους σ’ ένα υποθετικό άτομο, μορφές κωμικές και μαζί τραγικές, χωρίς μνήμη, ειρωνεύονται τη ζωή και το θάνατο, παίζουν κάθε μέρα τον ίδιο ρόλο χωρίς υποβολέα, να μείνεις σ’ ένα δημόσιο κήπο την ώρα που ο ήλιος κατεβαίνει να δύσει για να δεις αυτούς που ξεχάστηκαν στον εαυτό τους βυθισμένοι στις μνήμες τους. Κάθονται σαν υπνωτισμένοι σ’ ένα πάγκο χωρίς να μιλάνε, ενώ οι σκιές πυκνώνουν γύρω τους. Ονειρεύονται ό,τι δεν έζησαν, αναπολούν στιγμές ευτυχισμένες που κύλησαν σαν το νερό και χάθηκαν μέσα στο χρόνο υποταγμένοι σιωπηλά στη μοίρα τους. Να καθίσεις απέναντί τους και να τους παρακολουθείς προσέχοντας κάθε τους κίνηση, μια ελάχιστη χειρονομία κι έπειτα να τους βλέπεις να σηκώνονται ένας ένας και με βήμα αργό να προχωρούν στην έξοδο, να χάνονται στους πολυθόρυβους δρόμους για να κλειστούν πάλι ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, όπως οι κατάδικοι στο κελί τους. Να δεις ό,τι δε φαίνεται με τη πρώτη ματιά, αν μπορέσεις να το ανακαλύψεις και πάλι θα ’ναι σα να μην έχεις γνωρίσει ως το τέλος μια πολιτεία, θα τη βλέπεις κάθε φορά διαφορετική, ανάλογα με την εσωτερική σου διάθεση, θα προεκτείνεσαι σ’ ό,τι αντικρύζεις.

Στέλιος Ξεφλούδας, «Εσωτερική βιογραφία», Η Θεσσαλονίκη των παλαιότερων συγγραφέων, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 73-75, 76-77.