Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει και προσπαθώ να ανακαλέσω ανάμεσα απ’ όλες τις στιγμές τις αρμαθιασμένες εντός μου, είναι ο τόνος αυτού του Δάσους, κάθε φορά, μέσα στα χρόνια, και αν είναι αλήθεια πως επικρατούσε εκεί τότε, κυρίως, το ξανθό, και στο κέντρο κέντρο, εκεί όπου το Σέιχ-Σου, το Νερό του Σεΐχη, με τα μαδημένα χαμηλά πεύκα, το πρασινοκίτρινο, το καστανοπράσινο, — ή μήπως αυτά που με τυραννάνε είναι πλάσματα της φαντασίας μου, ξεγελώ τον εαυτό μου και τα πλάθω, μπερδεύω ίσως τον ήλιο που διαπερνούσε τελικά τις πευκοβελόνες, ρίχνοντας εκείνη την αχνή κιτρινωπή μη σκιά στη γη, καθώς και την απέραντη παιδική διάθεσή μου, που κιτρινοφώτιζε τα πάντα, με την απόχρωση ολόκληρου του βουνού, όπως άλλωστε και με το χρώμα της πιο χαμηλής στα σίγουρα, τότε πόλης, αυτής βέβαια της παλιάς, της μουχλιασμένης, τσικνισμένης, γοητευτικής, που έσφυζε μέσα στα τείχη, με τη θάλασσα των παλιωμένων κεραμιδιών της, που δεν θέλω καν να τα πω τριανταφυλλένια «και η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια» λέει το τραγούδι, και με το απαραίτητο δέντρο της αυλής από δίπλα, μεγαλόσωμο οπωροφόρο, εκλεκτής ποικιλίας, συνήθως, διαλεγμένο μερακλίδικα, και από τη θάλασσα, πάλι, μεριά, να φαντάζει μες στο απόγευμα το ξανθωπό δάσος με τη γύρη ή τη χρυσή σκόνη σαν φωτοστέφανο αποπάνω του, καθώς και το εκτυφλωτικό στραφτάλισμα τόσων και τόσων παραθυριών — χρωματιστών τζαμικιανιών, καφασωτών — απέναντι στην απαράμιλλη δύση. Αν έκαμναν τα δέντρα πιο πυκνή σκιά θα είχα άραγε σήμερα μια τέτοια εικόνα; Πάντως, η πόλη, καθώς ξαναχτίζεται, συνέχεια αλλάζει προσανατολισμό. Παλιά, και όταν λέμε «παλιά» εννοούμε πριν είκοσι-τριάντα χρόνια, όλη σχεδόν κοιτούσε προς τη θάλασσα, τα καλύτερα σπίτια προς τη θάλασσα βλέπαν, που είχαν και τ’ αντικρινά τους, βέβαια, μα και αυτά ήταν πρόσβαρα, θαρρείς, προς τα πίσω, το νου τους εκεί τον είχαν, αποκεί που έρχονταν τα καΐκια με τα καλούδια και τις ομορφάδες τους. Άλλωστε, στις ανηφοριές τα σπίτια βρίσκονταν περισσότερο το ένα πίσω από τ’ άλλο, παρά το ένα δίπλα στ’ άλλο, έχοντας τις αυλές στη νοτινή πλευρά, για ν’ αντικρίζουνε όλα, τουλάχιστο από το πάνω πάτωμα, τον κόλπο. Αυτός είναι ο αυθόρμητος προσανατολισμός κάθε θαλασσινής πολιτείας, αδιάφορο αν αυτή είναι ναυτική ή όχι. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς πέφτει σε κατάπληξη για την παραδοσιακή αδιαφορία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης προς το ναυτικό επάγγελμα. Τώρα, η πόλη είναι σαν αλλήθωρη και αυτός είναι ο φριχτός προσανατολισμός, που δεν ξέρω γιατί, δεν μου φαίνεται καθόλου τελεσίδικος. Με τα χρόνια, πάντως, σκουραίνει το βουνό, ενώ η πόλη έρχεται και ξασπρουλιάζει. Τα δέντρα που φυτεύαμε μικροί, και εκείνα που προπάντων έβαζαν οι χεροδύναμοι τότε μεγάλοι, φουντώσανε πια, κάλυψαν τις πτυχές και τις ράχες, και έτσι παίρνοντας το ένα από τ’ άλλο δροσιά και στήριξη, έγιναν δάσος για όλους υπολογίσιμο, βαθυπράσινο από μακριά, δρυμός με ανταύγειες μεταλλικές από την πυκνή δρόσο και την ευεξία των πεύκων, που ανάμεσά τους ανακατεύτηκαν και άλλα, της αυτής οικογένειας, δέντρα περισσότερο όμως θαλερά. Ο ζόφος ο τωρινός, που διακρίνεται καμία φορά στο επίκεντρό του, μοιάζει με το ζόφο τον μυστικό που κρύβουνε στο κέντρο τους τα σύννεφα της καταιγίδας, όταν ξέρεις να τα προσέχεις, ακόμα και προτού αγριέψουν, από κάποια τυχαία δήθεν αφορμή, που είναι κιόλας έτοιμη. Μετά από όσα έγιναν, αυτό είναι να σε βάζει σε σκέψεις. Τώρα, κάτω από τις σκιές αυτές πορεύονται ερωτικά τα παιδιά μας, τα παιδιά που θα μπορούσαμε να είχαμε ή εμείς και τα παιδιά μας, ώσπου ν’ αποχτήσουν γκαρσονιέρες και αυτά ή να τα οδηγήσουμε σε ώρες που το κιτρινωπό φως θα έχει απάνω μας επανέλθει. Το καθεαυτού Σέιχ-Σου είναι εκείνο που σαν τριμμένος στρατιωτικός μανδύας, απλωμένος κατάχαμα, εκτείνεται πίσω από το καφενείο — το παλιό καφενείο, εννοώ — με τα καχεκτικά αλλά και τα πιο μυρωδάτα τσάμια που μπορούν να παρασκευαστούν και που τα απομυζούσαν με σαλονικιώτικη λύσσα κάμπιες και τζιτζίκια διάφορα. Καφετιές κότες, αμερικάνικες, τσίμπαγαν τις κάμπιες, ενώ εμείς τσακώναμε τα τζιτζίκια, κάνοντάς τα ολολύζουσες αρμαθιές. Μα ήταν κάτι που ποτέ δεν τέλειωνε. Γύρω από το κοπάδι αυτό των παλιωμένων δέντρων, αναπτυσσόταν το βουνό, με τα χαμηλά δεντράκια και τα ακόμα ψηλότερά τους ξερά χόρτα, που το πολιορκούσαν από δυο μεριές, τρεις μεριές μάλλον, οι πρόσφυγες. Από τη μια οι μικροαστοί των Σαράντα Εκκλησιών, από την άλλη ο λαουτζίκος του Αγίου Παύλου κι από την άλλη, υπογείως, θαρρείς, οι προλετάριοι της Ευαγγελίστριας, με το προωθημένο νταμάρι τους. Ποτέ δεν αντηχούσαν χοροί και γραμμόφωνα στις Σαράντα Εκκλησιές, ήταν ένας συνοικισμός χωρίς ταβέρνες, καθωσπρέπει πολύ, και ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι σημασία έχει αυτό, προκειμένου για κυνηγημένους πρόσφυγες, που πριν από λίγο είχαν χάσει τις πατρίδες τους, σπίτια και χωράφια, και ανθρώπους πολλούς, με τρόπους τρόπους, κι έπρεπε κανονικά να ήταν πνιγμένοι στους καημούς και νοσταλγίες αθεράπευτες, καθώς έβλεπαν πως οπωσδήποτε πια θα ταφούν στην ξένη γη. Στον Άγιο Παύλο, ακόμα και στην Ευαγγελίστρια, μολονότι δίπλα στους νεκρούς, με τα καντήλια τη νύχτα να φωτάνε, και την παχύρευστη μυρωδιά το καίγανε τα σαββατόβραδα οι εργάτες, που τους έβγαινε η γλώσσα, ώσπου να σκαρφαλώσουν, πίσω απ’ το νοσοκομείο το Δημοτικό, ανάμεσα στα τείχη και το σανατόριο, μέσα στην παχύτατη σκόνη ή τη λάσπη, στον Άγιο Παύλο, όπου τώρα είναι ιδιαίτερα κομψό να κατοικείς. Ζούσαμε κοντά στους μικροαστούς τότε που πέφτανε εκεί τα πολλά φουρνέλα, κι αντηχούσε μέσα στο λιοπύρι η κραυγή «βάρδα φουρνέλο!», κι εμείς μια στιγμή ζαρώναμε, για να τρέξουμε να δούμε και να μυρίσουμε την ξανθιά πέτρα, που άχνιζε θαρρείς στο φως, ευθύς αμέσως, και με την οποία οι σφιχτοκούραδοι μικροαστοί χτίζανε, απαράμιλλα πράγματι, το μετερίζι τους.

Γιώργος Ιωάννου, «Σέιχ-Σου», Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 19887, σ. 147-150.