Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

2

Ωστόσο, αν η οδός Ολυμπιάδος (που χωρίζει σαν ζωνάρι τη σημερινή άνω πόλη από την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος οριζόντιος δρόμος, η οδός Δημητρίου Πολιορκητού (που ενώνει την άνω πόλη με την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος. Κάθετος, τρόπος του λέγειν, γιατί στριφογυρίζει γοητευτικά σα φίδι ή σαν ποταμάκι. Αρχίζει πίσω από το διοικητήριο και τελειώνει στη μονή Βλατάδων. Για να τον περπατήσεις, δε φτάνει μισή ώρα, αλλά σίγουρα ο περίπατος αποζημιώνει με το παραπάνω, καθώς τα πολλά γραφικά στενοσόκακα δίνουν μια αυθεντική εικόνα τού πώς ήταν η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας τα στριφογυριστά καλντερίμια της άνω πόλης, που διαδέχτηκαν το αρχαίο ορθολογιστικό ιπποδάμειο σύστημα, με τα αυστηρά οικοδομικά τετράγωνα, σκέφτηκα πως, τουλάχιστον σ’ αυτές τις συνοικίες, η ανατολή κατάφερε να ξαναγυρίσει, έστω και σαν στραπατσαρισμένη γραφικότητα, και να επιβιώσει σχεδόν μέχρι σήμερα. Σώζονται λοιπόν αρκετά παλιά σπίτια — τα πιο πολλά, διατηρητέα —, πού και πού κανένα παλιό αρχοντικό, που και μες στην εγκατάλειψή του επιμένει να λάμπει, πολλά προσφυγικά σπιτάκια και καλυβάκια (σε δύο απ’ αυτά μέτρησα την πρόσοψη: δυόμισι μέτρα!), και αρκετά «νεοπαραδοσιακά», που με τον τρόπο τους κι αυτά προσπαθούν να δέσουν με το παλιό περιβάλλον.

Σε ένα σημείο η Δημητρίου Πολιορκητού, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου, πλησιάζει πολύ προς τα υπολείμματα των δυτικών τειχών, που κατηφορίζουν προς την πλατεία Μουσχουντή• αυτό το μέρος είναι και το ωραιότερο. Μπορείς να δεις ένα κομμάτι εξαιρετικού τείχους και λίγο πιο μπροστά μια τουρκική βρύση και λίγο πιο πάνω ένα λαϊκό αρχοντικό του περασμένου αιώνα. Κάτι τέτοια υπάρχουν ακόμη αρκετά, προς αγαλλίαση τουριστών και φωτογράφων.

Η περιοχή της Δημητρίου Πολιορκητού υπήρξε παλαιότερα μέρος όπου κατοικούσαν πολλοί λογοτέχνες. Λίγο πιο πάνω από μένα και πιο δυτικά έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος — πρόσφυγας του 1916 από τη Γευγελή — και στο ταπεινό σοκάκι του, την οδό Ακρίτα, πήγαιναν κι έρχονταν τα γράμματα από τον Καβάφη πρώτα και μετά από τον Παλαμά. Λίγο πιο κάτω από μένα, στον αριθμό 6 (παλαιότερα 10) της Δημητρίου Πολιορκητού, έμενε άλλος σπουδαίος ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Θέμελης. Για το υπέροχο λαϊκό σπίτι του έγραψε πολλά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές «Γυμνό παράθυρο» (1945) και «Συνομιλίες» (1953). Στο ίδιο αυτό σπίτι, ο φίλος του Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης έγραψε ολόκληρη την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εικόνες» (1944). Στην ίδια περιοχή έζησαν ο λόγιος Γ.Κ. Ζωγραφάκης (στην οδό Ιωάννου Καμενιάτου), η πεζογράφος της μικρασιατικής προσφυγιάς Ιφιγένεια Χρυσοχόου (Δημητρίου Πολιορκητού και Ολυμπιάδος), ο νεότερος ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (στην οδό Χρυσίππου• όταν έλεγε το όνομα του δρόμου του, αναστέναζε βαθιά) και λέγεται ότι και ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ έμενε κάπου κοντά στο Αλατζά Ιμαρέτ. Και φυσικά, στα ίδια μέρη σήμερα μένουν αρκετοί διανοούμενοι, που η εγκατάστασή τους στην άνω πόλη υπήρξε καρπός συνειδητής επιλογής.

Η Δημητρίου Πολιορκητού είναι μια βασική αρτηρία της άνω πόλης. Περνούν τόσο πολλά αυτοκίνητα από έναν τόσο στενό δρόμο, που δεν έχει καν πεζοδρόμιο και οι κυβόλιθοί του είναι πάντα ξεχαρβαλωμένοι, ώστε για να γλιτώσω τους θορύβους και τα καυσαέρια αναγκάστηκα να αποσυρθώ στα πίσω δωμάτια. Επειδή στο σημείο του σπιτιού μου η ανηφόρα γίνεται απότομα πολύ μεγάλη (οι ντόπιοι τη λένε Γολγοθά και δεν έχει ούτε ένα παγκάκι για να ξαποσταίνουν οι γερόντισσες που ανεβαίνουν, κυρίως τις Πέμπτες, από τη λαϊκή αγορά), μια μέρα αγκομαχούσε μπροστά στα παράθυρά μου ένα τεράστιο φορτηγό και ο φορτηγατζής άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές που είχα στο περβάζι• κι όταν με είδε που τον έβλεπα, μου χαμογέλασε με πολύ θράσος και μου είπε: «Μπέμπη, επιτρέπεται;» Μην έχοντας καμιά διάθεση να με τσουμαδούν κάθε λίγο οι περαστικοί σωφέρηδες, αντικατέστησα τις τριανταφυλλιές με γεράνια, χωρίς ωστόσο να λιγοστέψουν τα σχετικά κρούσματα.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν… αυτοβιογραφικά κείμενα, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 173-176.