Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κάθε φορά που είναι να πάω στη Θεσσαλονίκη να δω τους γονείς μου, σκέφτομαι εκείνη την καμπάνα. Η χαρά μου εξαφανίζεται, όπως φτερούγιζαν τρομαγμένες οι κάργες από την κουφάλα τους τότε που δεν υπήρχε καμπαναριό και είχαν την καμπάνα κρεμασμένη στο κλαδί του γεροπλάτανου. Ο πλάτανος χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία και απείχε τέσσερα μέτρα απ’ αυτήν και τέσσερα από μας. Οι άκρες όμως από τα κλαδιά του μας ένωναν και από μακριά φαινόταν σαν ένας γιγάντιος ξύλινος Θεός, που μας άγγιζε δίνοντάς μας την ευλογία του και κρατώντας μας ενωμένους. Κάποτε ξήλωσαν τον πλάτανο κι έφτιαξαν καμπαναριό. Θυμάμαι το μεγάλο πανό που έγραφε «ΕΝΙΣΧΥΣΑΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ κ.λπ.». Νομίζω υπάρχει ακόμα. Καμιά εικοσαριά αγόρια μεγαλώσαμε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας, που οι πόρτες του στο βορρά και στο νότο έμεναν πάντα ανοιχτές. Εκεί μέσα παίζαμε μπάλα, πόλεμο, κάναμε ακροβατικά, πηδούσαμε και παλεύαμε. Εκεί μέσα μάθαμε από τους παπάδες μερικά μυστικά που μας βοήθησαν αργότερα στη ζωή μας. Χωρίς να μας λένε τίποτα, απλώς με το να μας χαμογελούν και να μας ανέχονται. Και από τον καντηλανάφτη τον κυρ Απόστολο τον Κεφαλάκια, που μας μάθαινε πως να χτυπάμε την καμπάνα.

«Σιγά, ρε σεις, σιγά. Σιγά και μαλακά. Σήμαντρο είν’ αυτό, δεν είναι γύφτικο νταούλι. Βλέπετε αυτό το κοριτσάκι πως περπατάει; Χοροπηδώντας. Τώρα σταμάτησε. Το ’δατε; Κάθε λίγο και λιγάκι τα κορίτσια σταματάνε. Έτσι να τη χτυπάτε. Λίγο και χαρούμενα. Τη Μεγάλη Βδομάδα μόνο να τη χτυπάτε όπως περπατάει η γιαγιά σας».

Οι γιαγιάδες μας έχουν πεθάνει, καθώς κι ο Κεφαλάκιας. Εκείνοι οι χαμογελαστοί παπάδες επίσης. Τα ξυπόλυτα αγόρια μεγάλωσαν, παπουτσώθηκαν κι εγκατέλειψαν το Κουλέ Καφέ, που τώρα πια λέγεται Άνω Πόλη. Όλα έχουν γίνει σπουδαίοι επιστήμονες ή μεγάλοι επιχειρηματίες. Ο πιο φτωχός έγινε ο πιο μεγάλος και η δουλειά του είναι να βοηθάει τον κόσμο. Η θέση του καταγραφέα παρέμενε κενή κι έτσι την πήρα εγώ. Κανένας μας δεν έγινε πολιτικός.

Σήμερα οι πόρτες του Ταξιάρχη ανοίγουν και κλείνουν με ωράριο καταστημάτων. Κανένα παιδί δεν παίζει στον αυλόγυρό του, εκτός από μερικά κορίτσια του κατηχητικού το πρωί της Κυριακής. Κανείς δεν μπορεί να μπει ν’ ανάψει ένα κερί όποτε το θελήσει, ούτε και να πάει από το βορρά στο νότο χωρίς να κάνει το γύρο του δρόμου. Ο τωρινός παπάς, για να εμποδίσει τους γείτονες να παρκάρουν τ’ αυτοκίνητά τους κοντά στην εκκλησία του, έφτιαξε στο δρόμο ένα μακρύ και ψηλό πεζούλι χωρίς να ρωτήσει ούτε σπίτι ούτε γραφείο. Οι τελευταίες πιστές που απόμειναν, για να πάνε στη λειτουργία, σκαρφαλώνουν με τα γόνατα το πεζούλι, όπως αν πήγαιναν από τάμα να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη. Κάποιος δώρισε μια καμπάνα στην εκκλησία και βγάζοντας την παλιά κρέμασαν την καινούργια. Πατάς ένα κουμπί και κουδουνίζει. Μια καμπάνα θεότρελη, υστερικιά, που βαράει εκατό, διακόσιες και παραπάνω φορές. Βαράει το πρωί, τ’ απόγευμα, όποτε της βαρέσει. Ώσπου να καταλαγιάσει η ηχώ της, ξαναρχίζει και χτυπάει ασταμάτητα, μ’ έναν ήχο στριγγό, σαν να σε κυνηγάει και θέλει να σε φτάσει, να σε βάλει κάτω και να σε ποδοπατήσει. Οι άνθρωποι ξυπνάνε με βρισιές και κατάρες, τα μωρά κλαίνε, τα παιδιά βουλώνουν τ’ αυτιά τους. Πολλοί πολλές φορές διαμαρτυρήθηκαν, δίχως όμως αποτέλεσμα.

[…]

Έχεις την εντύπωση ότι ποτέ δε θα σταματήσει, ότι θα βαράει μέχρι να σου σπάσει τα τύμπανα, την καδιά, τη μαγκιά, τα νεύρα, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να σου σπάσει, αλλά κάποτε κοπάζει σαν άγριος σκύλος που μπαΐλντισε γαβγίζοντας μάταια. Μπαΐλντισμένος κι εσύ σωριάζεσαι ξέπνοος από το κυνηγητό στην καρέκλα, πέφτεις στα γόνατα κι ευχαριστείς το Θεό που σ’ έσωσε γι’ άλλη μια φορά, ορκίζεσαι ότι ποτέ πια δε θα ξαναπλησιάσεις σ’ αυτή την περιοχή. Αλλά κάθε φορά παραβαίνω τον όρκο μου και ξαναπάω ελπίζοντας. Προπαντός Χριστούγεννα και Πάσχα πάω οπωσδήποτε. Κι αυτό επειδή θυμάμαι, από τότε που ήμουν παιδί, ότι σ’ αυτή τη γειτονιά γεννιόταν ο Χριστός, εδώ πέθαινε κι εδώ ανασταινόταν.

Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 349-351.