Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κυριακάτικη περιδιάβαση στην Αθήνα

Γιώργος Ιωάννου, «Κυριακάτικη περιδιάβαση στην Αθήνα» (1978)

Από το Σάββατο το απόγευμα και πιο πολύ από το πρωινό της Κυριακής, όταν των τροχοφόρων το πλήθος έχει ορμήσει για τις επαρχίες και τις εξοχές κι απλώνεται στη γειτονιά εκείνη η ησυχία η ευχάριστη, σαν τη γλυκιά θερμότητα που πλημμυρίζει ανεπαίσθητα ένα κατάκρυο σπίτι και που προτού να καταλάβουμε τι έχει συμβεί νιώθουμε μ’ όλο μας το σώμα κάποια αλλαγή προς το καλύτερο, έτσι και η ησυχία της Κυριακής ηχεί ευχάριστα στ’ αυτιά και στις αισθήσεις μας, καθώς ακούγεται από το δρόμο — γίνεται δυνατό ν’ ακούγεται — ακόμα και το γουργούρισμα των περιστεριών ή το τιτίβισμα κάποιου πολύ ανθεκτικού σπουργίτη. Τότε κι αν ακόμα είχες ξεχάσει πως είναι μέρα αργίας, το θυμάσαι απ’ όλα αυτά τα αποτελέσματα κι αρχίζει να σε τριβελίζει έντονα η διάθεση για μια διαδρομή σ’ αυτούς τους δρόμους τους ξαφνικά τόσο φιλόξενους, για μια περιοδεία μέσα στην πόλη αυτή, που την ξέρεις και δεν την ξέρεις, καθώς αναγκάζεσαι να περπατάς όλο απ’ τους ίδιους δρόμους, τα ίδια, αν είναι δυνατό, πεζοδρόμιά της, για να μπορείς να βρίσκεις λογαριασμό, να αποφεύγεις όσο γίνεται τα απρόοπτα, που χαλούν τον ρυθμό σου, μια βόλτα, λέω, ωφέλιμη για την ψυχή και το σώμα σου.

Βέβαια, οι καλές, οι σωστές περιοδείες αυτού του είδους, αλλά ακόμα και οι περιοδείες στις εξοχές, πρέπει να γίνονται περπατώντας ή αν η περιοχή βρίσκεται μακριά, ως ένα σημείο με τροχοφόρο και μετά οπωσδήποτε με τα πόδια. Περιοδείες με αυτοκίνητο είναι κοροϊδία του εαυτού μας.

Η γνωριμία με μια πόλη δεν εξαρτάται μόνο απ’ τα μουσεία της και τα δημόσια κτίριά της, ούτε από τα πιο ακουστά σημεία της, μα από τη γνωριμία των λεπτομερειών της, τη διαμόρφωση των συνοικιών της, τις βιτρίνες της με την καλαισθησία τους και το όποιο περιεχόμενό τους, τη συγκοινωνία της, το πράσινο, τα πάρκα της, ακόμα και από τη διαμόρφωση και στρώση των οδών της. Όλα αυτά τα ενδιάμεσα, ανάμεσα σε μας και τα σπουδαία σημεία, είναι συνήθως τα πιο σημαντικά.

Όμως δεν είναι δυνατό να ξεκινήσει κάποιος για περιοδεία μέσα στην Αθήνα και να μη βάλει με το νου του μια επίσκεψη στους αρχαιολογικούς τόπους της. Όπως ακριβώς στη Θεσσαλονίκη είναι αδύνατο να περιοδεύσεις την πόλη χωρίς να σταθείς στις βυζαντινές εκκλησίες της. Δεν έχουμε σκοπό να δώσουμε εδώ κανέναν οδηγό για επισκέψεις. Απλώς θέλουμε να μιλήσουμε για τη μαγεία με την οποία μπορούν να τυλίξουν τη ζωή μας οι γιορτινές μέρες, όταν τις ζούμε σαν πνευματικοί άνθρωποι και όχι σαν καταναλωτικά θηρία.

Τις Κυριακές, οι αρχαιολογικοί χώροι της Αθήνας είναι τόποι ακόμα πιο μεγάλης γαλήνης. Και τις καθημερινές, βέβαια, δεν είναι καθόλου άσχημα, μα τότε εκτός που δεν διαθέτει κανείς χρόνο κατάλληλο, πρέπει και να διασχίσει δρόμους εξαιρετικά πολυθόρυβους, γεμάτους καυσαέρια και βιασύνη, για να φτάσει στους τόπους της περισυλλογής και της μοναξιάς, που τόσο διψάει πια η ψυχή μας.

Ίσως ο πιο ωραίος τόπος για στοχασμό και περίπατο να ’ναι η Αρχαία Αγορά των Αθηνών. Οι στενοί γύρω δρόμοι, με τα εντελώς δικαιολογημένα μεγάλα ονόματά της, και τα αλλεπάλληλα μέτρα των αρμόδιων αρχών, έχουν δημιουργήσει γύρω από τον τεράστιο χώρο ένα φράγμα ησυχίας και γαλήνης. Σαν ένας «εθνικός δρυμός» είναι κι αυτό, αλλά δρυμός ανθρώπων. Δεν πρόκειται να περιγράψω τον χώρο ούτε να ιστορήσω ατελεύτητα παλιά περιστατικά.

Μπαίνοντας μπορεί κανείς να αγοράσει απ’ το φυλάκιο έναν αρχαιολογικό οδηγό, που θα του δώσει τα πάντα με ακρίβεια. Εκείνο όμως που ο οδηγός δεν είναι σε θέση να μας δώσει, μα πρέπει να το ζήσουμε οι ίδιοι, και μάλιστα κατ’ επανάληψη, είναι η γαλήνη του παρόντος, η αίσθηση, το ρίγος των εποχών που έχουν περάσει, η ανάσα της αρχαίας ζωής παράπλευρά μας.

Περπατάς μέσα στα σπασμένα μάρμαρα, πατάς τις βάσεις των απέραντων στοών και των δημόσιων κτιρίων, όπου διαμορφώθηκε το ιδανικότερο πολίτευμα της ανθρωπότητας, και όχι χωρίς συγκίνηση λες μέσα σου: «Να εδώ, εδώ οπωσδήποτε περπάτησαν όλοι εκείνοι. Εδώ πέρασαν μεγάλο μέρος από τη ζωή τους συζητώντας. Εδώ πρωτοείπαν τα πιο σπουδαία λόγια τους. Αυτό το λιθαράκι, αυτό το μάρμαρο τούς είδε με τον τρόπο του, ίσως και να το άγγιξαν, ίσως να ήταν η αγαπημένη τους θέση, όταν έρχονταν εδώ για να κουβεντιάσουν». Μα πέρα από αυτές τις κάπως αισθηματολογικές — και γιατί όχι; — σκέψεις, που δεν περιέχουν πάντως απιθανότητες, ο ίδιος ο χώρος σήμερα δεν είναι μόνο αρχαιολογικός, μα όπως είπαμε, ένα από τα καλύτερα, τα τόσο σπάνια πάρκα, που διαθέτει η τσιμεντοστρωμένη πόλη της Παλλάδας. Μόνο που τα δέντρα του είναι αραιά και πολύ μικρά ακόμη. Θα μεγαλώσουν όμως κι αυτά τα πλατάνια, όπως εκείνα τότε που φυτεύτηκαν κατά διαταγή του Κίμωνος και έκαναν αργότερα, μαζί με τις διάφορες στοές, τόσο κατάλληλο για συζητήσεις, συναθροίσεις και περιοδείες το χώρο.

Μολονότι είναι μικρά ακόμα τα δέντρα, είναι απολαυστικό να καθίσει κανείς σ’ ένα από τα πολλά παγκάκια και να διαβάζει με τις ώρες πράγματα που αγαπά ή και λατρεύει. Μα κάτι τέτοια, βέβαια, έρχονται αργότερα, όταν τον ζήσεις πολύ το χώρο και τοποθετηθείς μέσα στις αρχαιολογικές σου περιέργειες. Ανοίγεις ένα βιβλίο λογοτεχνίας, ανοίγεις, έστω, και την εφημερίδα σου — οι κυριακάτικες, άλλωστε, είναι συχνά τόσο ενδιαφέρουσες — και βυθίζεσαι με τις ώρες στο διάβασμα, ψαύοντας ψυχικά χωρίς να το καταλαβαίνεις όλο αυτό το ατμοσφαιρικό περίβλημα της συσσωρευμένης ζωής. Αργότερα, όταν οι περιοδείες σου συστηματοποιηθούν, γίνουν ανάγκη ζωής και ζήτημα ψυχικής ισορροπίας, μπορείς να φέρνεις και ένα μικρό μαγνητόφωνο μαζί σου, για να ακούς ωραία μουσική, όχι βέβαια αταίριαστη με το χώρο, αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει και μεγάλη σημασία. Θα φέρνεις αυτό που σου παροτρύνει η ψυχή σου. Μπορείς ακόμα να έρχεσαι με την παρέα σου, και κάποια στιγμή, αφού χορτάσετε περιόδευση, στο Θησείο, στους βυζαντινούς Αγίους Αποστόλους, στη Στοά του Αττάλου, όπου θ’ ανεβείτε, βέβαια, και στο επάνω πάτωμα για να δείτε, ανάμεσα στ’ άλλα, και την αναπαράσταση της Αρχαίας Αγοράς, να καθίζετε σ’ έναν κατάλληλο τόπο και να διαβάζετε, μοιραζόμενοι τα πρόσωπα, Πλατωνικούς Διαλόγους, του Παυσανία τα Αττικά ή κάποιον από τους βίους του Πλουτάρχου, που τόσο σφύζουν από καθημερινή ζωή ή ό,τι άλλο θέλετε. Δεν είναι ανάγκη να συζητάτε μετά, λέγοντας οπωσδήποτε βαθυστόχαστα πράγματα, μπορείτε να κλείσετε το βιβλίο, να βγείτε φωτογραφίες — ο χώρος είναι ιδανικός για κάτι τέτοιο — να δείτε τον άλλο κόσμο, τους τουρίστες και τις τουρίστριες, που ανεξάρτητα πώς εκδηλώνονται καμιά φορά σε άλλους χώρους, εδώ πραγματικά περιφέρονται με αγγελικό σεβασμό. Έχεις την εντύπωση πως εκείνη την ώρα πραγματοποιούν ένα από τα βαθύτερα όνειρά τους. Βαδίζουν στους θρυλικούς τόπους όπου έζησαν οι δημιουργοί μιας απαράμιλλης εποχής.

Προσωπικά, προτιμούμε να προσεγγίζουμε το χώρο της Αρχαίας Αγοράς από την οδό Πολυγνώτου, όπου βρίσκεται, θαυμάσια διατηρούμενο, και του Κωλέττη το σπίτι. Από αυτή τη διαδρομή μπορούμε να δούμε και τη Ρωμαϊκή Αγορά, που μολονότι πολύ ωραία, δεν προσελκύει, κατά έναν περίεργο τρόπο, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η Αρχαία Αγορά από την κάτω πύλη της βγάζει στο Μοναστηράκι, το λεγόμενο Γιουσουρούμ, που τις Κυριακές λειτουργεί κυρίως, πραγματοποιώντας τις περισσότερες πωλήσεις του. Το Γιουσουρούμ στηρίζεται στην ίδια αρχή, με την οποία λειτουργούν και τα παζάρια στα μικρά χωριά, που γίνονται στην κεντρική πλατεία μετά τη Θεία Λειτουργία. Ένα μεγάλο πλήθος κόσμου ξεκινάει κάθε Κυριακή πρωί από όλες τις μεριές της Αθήνας για να ’ρθει στο Μοναστηράκι για αγορές ευκαιριών και πιο πολύ για χάζεμα. Και, πραγματικά, πολλές φορές βρίσκει κάτι είτε φτηνό, είτε ωραίο, είτε πολύτιμο ή και όλα αυτά συνάμα. Τα παλιά είδη που πουλιούνται στο Μοναστηράκι, και σε όλα τα παλιατζίδικα του κόσμου, κρύβουν συχνά πίσω τους ιστορίες θλιβερές, ίσως και τραγικές, διαλύσεις σπιτικών, γεράματα, θανάτους, οικονομικές καταστροφές και φτώχειες απεγνωσμένες, όμως αυτά δεν μπορεί να τα ξέρει κανείς, και άλλωστε όλη η ανθρώπινη ζωή, αν καλοεξετάσεις, είναι θεμελιωμένη σ’ αυτού του είδους τις αντιθέσεις. Οι πελάτες εδώ χωρίζονται σε δύο ή τρεις ή και περισσότερες ίσως κατηγορίες. Την πρώτη αποτελούν οι καλαίσθητοι, αυτοί που έρχονται να ανακαλύψουν ωραία πράγματα, έπιπλα, κυρίως, παλιάς εποχής, τότε που τα δούλευαν ακόμα με το χέρι, δημιουργώντας αριστουργήματα. Δεν είναι σπάνιες όμως οι περιπτώσεις που οι καλαίσθητοι αυτοί πέφτουν θύματα επιτηδείων, χρυσοπληρώνοντας ανεκδιήγητες παλιατσαρίες ή πράγματα φκιαγμένα τώρα αλλά «παλιωμένα» με τρόπο κατάλληλο. Την άλλη κατηγορία αποτελούν εκείνοι που έρχονται για κάτι φθηνότερο, κάποιο νοικοκυριό, γιατί από αυτά κυρίως διαθέτει η περιοχή και έτσι ξεκίνησε, ως Δημοπρατήριο. Οι άνθρωποι αυτοί είναι κυρίως φτωχοί επαρχιώτες, που τώρα στήνουν το σπιτικό τους στην πρωτεύουσα ή ακόμα έγχρωμοι ξένοι μας που προσπαθούν να κάνουν όσο το δυνατό περισσότερες οικονομίες. Μια άλλη κατηγορία την αποτελούν οι βιβλιόφιλοι ακόμα και οι βιβλιομανείς, που σκαλίζουν με μεγάλη φούρια μέσα σε κατασκονισμένα μαγαζιά, καμιά φορά υγρά υπόγεια, για κανένα σπάνιο βιβλίο, έστω κι αν τους είναι τελείως άχρηστο. Βέβαια ούτε κι από δω λείπουν οι απαραίτητοι τουρίστες, που όχι μόνο χαζεύουν, αλλά και αγοράζουν καμιά φορά, ρούχα, κυρίως, όσο το δυνατό πιο έξαλλα ή δήθεν ελληνικά, στολές ελληνικές, που τους πασάρουν οι διάφοροι επιτήδειοι. Κάτω από το χώρο του Γιουσουρούμ, σκεπασμένοι προστατευτικά από τα χώματα, διασώζονται αρχαιολογικοί τόποι. Οι ειδικοί υπολογίζουν ότι εδώ βρίσκονται διάφορα ξακουστά κτίρια της αρχαιότητας κι ανάμεσά τους η περίφημη Ποικίλη Στοά, η πεποικιλιμένη, η ζωγραφισμένη δηλαδή. Οι αμερικανοί αρχαιολόγοι λένε ότι ανακάλυψαν ένα τμήμα της Ποικίλης σε ένα οικόπεδο της περιοχής, που ανέσκαψαν τελευταία.

Από το Γιουσουρούμ βγαίνουμε εύκολα στο Θησείο, στην πλατεία του Θησείου, απόπου περνάει ένας πολυθόρυβος και γρήγορος αυτοκινητόδρομος, που ζώνει τον Ιερό Βράχο, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, το Διονυσιακό Θέατρο, καθώς και τα άλλα Ιερά, που βρίσκονται στους πρόποδες του Βράχου.

Μπορούμε, βέβαια, να τα επισκεφθούμε όλα αυτά, και πρέπει να σπεύσουμε αν δε έχουμε πάει — όλα γίνονται — μα είναι σίγουρο πως κυριακάτικα δεν θα ζήσουμε την ατμόσφαιρα της περισυλλογής που βρήκαμε στην Αρχαία Αγορά. Η Ακρόπολη είναι καλύτερη τις καθημερινές και, για τους λάτρεις της, ακόμα καλύτερη τις νύχτες που έχει πανσέληνο, οπότε ως γνωστό επιτρέπεται η άνοδος. Σε τέτοιες νύχτες με πανσέληνο αναφέρεται και το μοναδικό μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» και τέτοια ήταν η νύχτα όταν χόρεψε, χωρίς κοινό, φυσικά, η διάσημη χορεύτρια και αρχαιολάτρισσα Ισαδώρα Ντάνκαν ανάμεσα στους κίονες του Παρθενώνα.

Τις Κυριακές, τέτοια ιερή σαν της Αρχαίας Αγοράς ατμόσφαιρα, υπάρχει επίσης στον Κεραμεικό, το χώρο του αρχαίου νεκροταφείου, που είναι κι από την Αγορά πιο απόκοσμος, καθώς πολλοί ακόμα και εντόπιοι ούτε καν γνωρίζουν πού πέφτει. Εδώ στο χώρο αυτό, που βρίσκεται στο τέρμα της οδού Ερμού, ο οποίος από Κερδώος στην αρχή μεταβάλλεται εδώ σε Ψυχοπομπό, επικρατεί η αρχαία αντίληψη για τη ζωή και το θάνατο. Μελαγχολία ελαφρά πλανιέται στο μικρό μουσείο, με τα υπέροχα έργα τέχνης, τα σχετικά με τη λατρεία των πεθαμένων. Οι λευκές λήκυθοι με τις αχνοζωγραφισμένες σκηνές των προσφορών, με τους αόρατους από τους συγγενείς νεκρούς μπροστά στον τάφο, όλα αυτά τα τόσο γνωστά και θαρρείς οικεία στην ψυχή μας πράγματα δίνουν κι εδώ, όπως και στο μεγάλο Μουσείο της Πατησίων, τον τόνο της μελαγχολίας μα και της άκρας ποιότητας. Βγαίνοντας προς το φως, κοιτάζοντας το αρχαίο χώμα, με την αέναη βλάστηση χόρτων και λουλουδιών, του Ηριδανού, την ξερή κοίτη, τα επιτύμβια ανάγλυφα που εικονίζουν τη χαρά της μετρημένης ζωής και υπαινίσσονται, απλώς υπαινίσσονται, τη φρίκη του θανάτου, στοχάζεσαι εκείνο που έλεγαν οι αρχαίοι για το θάνατο: «Να μη βλέπεις το φως του ήλιου».

Φεύγοντας από τον Κεραμεικό κι ανεβαίνοντας προς το κέντρο από την οδό Πειραιώς ή την Ερμού, με τα κλειστά τις Κυριακές συνεργεία αυτοκινήτων, την ερημιά στους τόπους της δουλειάς, τη νέκρα και τη θλίψη χωρίς τον άνθρωπο, με τα σκυλιά να ουρλιάζουν από μοναξιά μέσα στις μάντρες, σκέφτεσαι, θέλοντας και μη, τη μοίρα του ανθρώπου, του σύγχρονου ιδίως ανθρώπου, την άχαρη ζωή του, τον παιδεμό του με τις μηχανές, μα και τις δυνατότητες που έχει αποχτήσει, όχι για το καλό του πάντοτε.

Σιγά σιγά όμως βυθίζεσαι στην κίνηση. Κάτι κρατάει ακόμα η συνοικία του Ψυρρή, κάτι από την παλιά ανεμελιά μα και μιζέρια. Χιλιάδες των χιλιάδων άνθρωποι έχουν περάσει ταπεινά εδώ, έχουνε σκουντουφλήσει στις ταβέρνες της και αναπνεύσει τον κονιορτό των οδών της. Μα εσύ περνώντας θυμάσαι τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και την παρέα του των ταπεινών, κι ακόμα τους κουτσαβάκηδες, που σήμερα πια, μετά από όσα είδανε τα μάτια μας, μας φαίνονται αστείοι, χωρίς μεγάλη διαφορά από καρναβάλια, που χαλούσαν κόσμο εδώ γύρω τις Απόκριες.

Αν προφταίνει κανείς πηγαίνει και στην Εθνική Πινακοθήκη, ή στο Μουσείο το Αρχαιολογικό βαδίζοντας πάντοτε με τα πόδια μέσα από τους μεγάλους δρόμους, για ν’ αντικρίζει τους συνανθρώπους του, που είναι βέβαια εκείνο που μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο στη ζωή, για την οποία και γίνεται όλος αυτός ο αγώνας γνωριμίας με την παλιά ζωή, που δεν πρέπει να λησμονούμε, δεν ήταν καθόλου ειδυλλιακή, όσο μας φαίνεται σήμερα, μα είχε τα μεγάλα βάσανά της κι εκείνη, όπως βέβαια και τις μεγάλες χαρές της σε σχέση με το σήμερα.

Η διαδρομή προς την Πινακοθήκη μπορεί να συνδυαστεί με μια σειρά από σταθμούς σε παρόμοια σπουδαία ιδρύματα. Φτάνει να ’χεις χρόνο και πόδια να γυρνάς. Και φτάνει να ’χεις ζωντάνια και καρδιά θερμή, για να γνωρίσεις τις ρίζες αυτού του τόπου και των ανθρώπων του.

Νομίζω πως καλύτερα είναι, έστω κι αν ανεβαίνει κανείς από το Σύνταγμα, να επισκεφθεί πρώτα την Εθνική Πινακοθήκη, χωρίς σταθμούς ενδιάμεσους. Μετά περνάει και από τα άλλα ιδρύματα, που βρίσκονται σ’ αυτόν τον άξονα, αν προφτάσει, βέβαια, πράγμα που εμείς το θεωρούμε σχεδόν αδύνατο.

Η Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι μόνο μουσείο, μα και τόπος όπου γίνονται συνεχώς εκθέσεις σύγχρονης, ελληνικής και ξένης, τέχνης, πράγμα που της προσθέτει ένα αέναο ζωντανό ενδιαφέρον. Πλήθος είναι οι Αθηναίοι που τους φέρνουν τα βήματά τους κάθε Κυριακή προς τα εδώ και ολοένα γίνονται περισσότεροι. Αρκετούς βλέπεις με τα παιδιά τους να περιέρχονται τις αίθουσες, να ανεβοκατεβαίνουν τα πατώματα, να περνούν από τη σύγχρονη ζωγραφική, στην παλιότερη, να μην κουράζονται αποθαυμάζοντας την πλούσια σε σπουδαία έργα συλλογή Ευριπίδη Κουτλίδη, που μόνιμα εκτίθεται. Και με ζήλια σχεδόν σκέφτεσαι, πόσο βοηθούνται αυτά τα παιδιά από τους γονείς τους, πόσο έγκαιρα μπαίνουν σ’ ένα δρόμο, που αλλιώς θα ’πρεπε κάποτε να τον ανακαλύψουν μόνοι τους, αν το κατόρθωναν, βέβαια.

Φεύγοντας αποκεί, με άλλες, ζωγραφικές αυτές, εντυπώσεις, μπορείς να επισκεφθείς το Πολεμικό Μουσείο, που ανεξάρτητα από το ακαλαίσθητο κτίριό του, για το οποίο απορεί κανείς, στεγάζει σπουδαία, ένδοξα, και άκρως συγκινητικά για την ιστορία μας τεκμήρια.

Στο διπλανό, το Βυζαντινό Μουσείο, η τέχνη που εκτίθεται είναι παλιά, αλλά όχι πεθαμένη. Σ’ αυτήν ακόμα ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι της Ορθοδοξίας, τα εικονίσματα της λατρείας μας. Και αυτές οι εικόνες, παλιές και καινούργιες, εξακολουθούν να πλαισιώνουν τις εκκλησίες και να μας μεταρσιώνουν με την ουσία και την τέχνη τους. Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται πως τα εικονίσματα δεν είναι για μουσεία. Δεν παρήλθε η Ορθοδοξία — κάθε άλλο. Σωστό αυτό. Άλλοι όμως λένε, ότι μέσα στα Μουσεία προφυλάσσονται όλα αυτά τα κειμήλια της πίστης μας από τους φριχτούς ιερόσυλους, που τα κλέβουν για χρηματισμό. Ο Θεός να φυλάγει τον άνθρωπο από τέτοια βεβήλωση. Το Βυζαντινό Μουσείο στεγάζεται σ’ ένα εξαιρετικά συμπαθητικό παλιό κτίριο, σπίτι της περίφημης δούκισσας της Πλακεντίας, που έζησε στη χώρα μας την εποχή του Όθωνα. Το σπίτι αυτό ανακαλεί το άλλο κτίσμα της δούκισσας, το ανάκτορό της στην Πεντέλη, μέσα σε μια τοποθεσία μαγευτική, όπου αξίζει κανείς να πάει, με αυτοκίνητο ή και με τα πόδια, για να το θαυμάσει.

Προχωρώντας στην ιδιαίτερα ωραία τις Κυριακές οδό Βασιλίσσης Σοφίας, μπαίνεις στον πειρασμό να πεταχτείς για μια στιγμή κι από το Μουσείο Μπενάκη. Όμως αυτό δεν είναι μουσείο για επισκέψεις βιαστικές και τσαπατσούλικες, κατάφορτο καθώς είναι από δημιουργήματα όχι μονάχα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και άλλων ανατολικών πολιτισμών, της μεσογειακής ιδίως λεκάνης. Φαίνεται σχετικά μικρό απέξω το εξαίρετο νεοκλασικό κτίριο, όμως, όταν μπαίνεις μέσα, τα χάνεις από τον πλούτο των εκθεμάτων και την εξαίρετη, ερμηνευτική σχεδόν, τακτοποίηση. Σπουδαία ντοκουμέντα του Αγώνα και άλλα της νεοελληνικής πολιτικής ζωής, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, με τα οποία όμως υπογράφτηκαν ή συντάχθηκαν έγγραφα που καθόρισαν την τύχη όχι μόνο του Ελληνισμού αλλά και των οικογενειών μας, ημών των ίδιων ως ατόμων, εκτίθενται προσθέτοντας ιδιαίτερη συγκίνηση στην περιδιάβασή μας. Βέβαια, τέτοια ιστορικά αντικείμενα υπάρχουν πολλά στο Εθνολογικό Μουσείο, στην Παλιά Βουλή, αλλά σ’ αυτό όχι μόνο δεν προφταίνουμε να πάμε αλλά ούτε και να γράψουμε. Αν δεν έχει χρόνο κανείς, και μπει μόνο για μια στιγμή στο Μουσείο Μπενάκη, καλό είναι να τραβήξει κατευθείαν για το «Αφιέρωμα» του Μουσείου, την μικρή ειδική έκθεση που πάντοτε υπάρχει γύρω από ένα θέμα. Μην παραλείψει όμως να ρίξει ένα βλέμμα, όχι βέβαια φιλότεχνου αλλά πιστού, στις βυζαντινές εικόνες του κάτω σαλονιού, στη μεγάλη ιδίως Παναγία με το Βρέφος, που έτσι και τη δεις, σου μένει στη μνήμη αλησμόνητη.

Κατάκοποι περνούμε έξω από το μεγάλο Αρχαιολογικό Μουσείο της οδού Πατησίων. Πούλμαν αραδιασμένα στη σειρά, περιμένουν τους τουρίστες που περιφέρονται στις αίθουσες. Τα πούλμαν έχουν συνεχώς αναμμένες τις μηχανές τους για να διατηρούν σταθερό τον κλιματισμό του αυτοκινήτου. Αυτό όμως είναι κακό γιατί δημιουργεί στην περιοχή πολλά καυσαέρια. Οι αρμόδιοι θα αναγκαστούν κάποτε να λάβουν μέτρα. Το Μουσείο αυτό είναι το σημαντικότερο του κόσμου. Υπάρχουν, βέβαια, αλλού μουσεία απείρως μεγαλύτερα, πολύ πιο πλούσια και φανταχτερά, πολύ πιο τεράστια, πολύ πιο θαυμάσια φωτιζόμενα, πολύ πιο μοντέρνα ή πιο παλιά, αλλά αυτό το δικό μας περιέχει τα σπουδαιότερα και πλουσιότερα δείγματα από τον φωτεινότερο ως τώρα πολιτισμό του ανθρώπου. Εδώ πρέπει να ερχόμαστε συχνά. Βρίσκονται κατατεθειμένα τα όσια και ιερά των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται η πίστη τους, η ανθρωπιά τους, η μεγαλοφυΐα τους. Και πού να μην είχε γίνει η τόση καταστροφή και λεηλασία.

Αν δεν έχουμε χρόνο, τραβάμε κάπως βιαστικά μέσα στις αίθουσες, κι εκεί στην πιο περίφημη ίσως αίθουσα όπου δεσπόζει ο Δίας του Αρτεμισίου στρέφουμε αριστερά και βρίσκουμε στη γωνία το μεγάλο ανάγλυφο της Ελευσίνας. Η Δήμητρα (η Δημήτηρ), η Περσεφόνη (η Κόρη), και ο Τριπτόλεμος (ο Άνθρωπος), που δέχεται από τη σεμνή θεά τον ζωγραφισμένο άλλοτε Στάχυ. Δεν υπάρχει ίσως εικόνισμα των αρχαίων, που να μας δίνει με περισσότερη δύναμη, ευλάβεια και μυστικό ρυθμό την ουσία της πίστης τους. Σου έρχεται να ανάψεις ένα κερί μπροστά στο κοκκινωπό κάπως από τον χρόνο ιερό ανάγλυφο. Στεκόμαστε και μπροστά στον ορειχάλκινο θεό, που βρέθηκε στη θάλασσα του Αρτεμισίου και που άλλοι τον λένε Δία και άλλοι Ποσειδώνα. Δεν έχει σημασία, είναι πραγματικά ένας αρχαίος θεός. Βγαίνοντας ρίχνουμε μια ματιά στα τεράστια ταφικά γεωμετρικά αγγεία της πρώτης αίθουσας, που περιέχουν θαρρείς όλη τη στάχτη της αξεπέραστης αρχαιότητας.

Όσο για τη νεότητα, τη σύγχρονη άνοιξή μας, στεκόμαστε με ευλάβεια για μια στιγμή μπροστά σε κάποια γειτονική Πύλη, νιώθοντας τώρα όσο ποτέ το νόημα του Αγώνα εκείνου.

Είναι σπουδαίο πράγμα να γυρνάς τις αργίες και τα Σαββατοκύριακα σε μια πόλη σαν την Αθήνα, μελετώντας κι αυτήν και τον εαυτό σου, και δυσάρεστο πολύ να ζεις σ’ αυτήν, και μάλιστα στο κέντρο της, τις υπόλοιπες μέρες, όταν των αυτοκινήτων το λεφούσι επανέρχεται.

 

Γιώργος Ιωάννου, Εφήβων και μη, Αθήνα, Κέδρος 19858, σ.93-101.