Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κεφάλαιο Ζάππειο (απόσπασμα)

Το Ζάππειο ήτανε στις δόξες του. Προς τη δύση η γκρίζα σιλουέτα της Ακρόπολης, με το μικροσκοπικό Παρθενώνα της στην κορυφή, ξεχώριζε απότομα απάνω στο διάφανο ουρανό, ενωμένη, λεία, δίχως την παραμικρή προεξοχή, εικόνα, με δύο διαστάσεις. Μα στην αντίθετη μεριά της σκηνής, ο Υμμητός έσταζε αίμα, με τα πλευρά ξεσκισμένα από τις αχτίνες του βασιλέματος. Ό Λυκαβηττός ορθωνόντανε αμέριμνος, γελαστός, ευτυχισμένος, με ζωηρά ακόμα τα χρώματα του, ύμνος ζωής, υγείας, χαράς. η θάλασσα τοδ Φαλήρου γυάλιζε ανάμεσα στους στύλους του Διός. Οι κήποι σκοτείνιαζαν αργά - αργά, σώπαιναν, ναρκωνόντανε μες στα βαριά ανοιξιάτικα αρώματα. Μάντευες τους ερωτευμένους να σφίγγουνται νευρικά κάτω από τα δέντρα και να ξεχνιούνται σε ατέλειωτα φιλήματα. Ολόγυρα, στις λεωφόρες, τα αυτοκίνητα βουίζανε σα μελίσσι.

Στην ταράτσα της Αίγλης επικρατούσε αρκετή νευρικότητα. Οι φοιτητές είχανε πιάσει τα περισσότερα τραπεζάκια κι είχανε διώξει τον άλλο κόσμο με τη φασαρία τους. Πηγαινοερχόντανε συνεχώς, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και αναποδογυρίζοντας τις καρέκλες» πειραζότανε από μακριά, φωνάζανε, γελούσανε, συζητούσανε όλοι μαζί για τις εκλογικές πιθανότητες της επομένης Ιστορικής ημέρας. Χωριζόντανε κιόλας σε ομίλους και προσπαθούσαν να σοβαρολογήσουν. Δεν έλειπε όμως από πουθενά η ευθυμία, κι η Αργώ διατηρούσε ακόμα, σ’ αυτήν την παραμονή της μάχης, το συντροφικό και φιλικό χαρακτήρα της.

Μονάχα ένας φοιτητής έμοιαζε αληθινά θυμωμένος, Ίσως επειδή ήταν αρκετά χοντρός και το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι πολύ εύκολα. Δεν κατόρθωνε να στρογγυλοκαθίσει στην καρέκλα του, κλωτσούσε το τραπέζι, κουνούσε συνεχώς τους ωμούς και τα χέρια, αεριζότανε νευρικά με το καπέλο του και επαναλάμβανε κάθε τόσο:

- Εγώ κύριοι, πιστεύω στην Ιδέα του Έθνους!

Γιατί φυσικά η συζήτηση δεν περιοριζότανε στο ζήτημα της εμπιστοσύνης προς την Εκτελεστική Επιτροπή, μα απλωνότανε σε όλων των ειδών τα κοινωνικά, πολιτικά και αισθητικά προβλήματα.

Ό φοιτητής αυτός, που λεγότανε Δημήτριος Μαθιόπουλος και καταγότανε από τα Καλάβρυτα, έμοιαζε ένας απλοϊκός και καλός επαρχιώτης, με ύφος αρκετά βουνίσιο, πολύ παραζαλισμένος από τους υλικούς και πνευματικούς θορύβους της πρωτεύουσας. Φαινότανε συνεχώς εμβρόντητος από όσα έβλεπε και άκουε, μα καθόλου διατεθειμένος να αφομοιωθεί μ’ αυτό το περιβάλλον, που τον στενοχωρούσε και τον σκανδάλιζε. Τουναντίο πεισματωνότανε, νιώθοντας πόσο οι σύντροφοί του ήτανε διαφορετικοί απ αυτόν, και αρνιότανε με αδιαλλαξία τις ιδέες, τους και τα ήθη τους. Προσπαθούσε να συζητήσει τις γνώμες τους και πάσχιζε να τους αποστομώσει, μα απαντούσε. με πολύ κόπο στα λόγια του και τις περισσότερες φορές δεν έβρισκε καθόλου επιχειρήματα, γιατί δεν ήταν πολύ έξυπνος, μήτε είχε διαβάσει πολλά βιβλία, και τα λίγα που διάβαζε δεν τα καταλάβαινε καλά. Σπούδαζε όμως τους αρχαίους με ευσυνειδησία, λάτρευε την αττική σύνταξη και τις ετυμολογικές έρευνες και φιλοδοξούσε να γίνει μια μέρα ένας αξιοπρεπής γυμνασιάρχης σε μιαν ήρεμη και σκιερή γωνιά της Πελοποννήσου, τριγυρισμένος από ευυπόληπτους καθηγητές και επιμελείς μαθητές.

Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, Εστία, τόμ. Α΄, 6η έκδοση, σ. 63-65.