Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι Φράγκοι πολιόρκησαν το Κάστρο

Τα φράγκικα κάστρα της Αχαΐας

Είναι μερικές πόλεις απ' όπου περνάει κανείς συχνά, μα δεν αποφασίζει ποτέ να τις γνωρίσει. Η διαίσθησή του τον ειδοποιεί ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον γι' αυτόν. Έτσι μ' εμένα και με την Πάτρα. Όσες φορές είχα περάσει, δεν είχα νοιώσει την περιέργεια να φέρω τα βήματά μου μακρύτερα από τα καφενεία της παραλίας, όπου, γεμάτος θανάσιμη πλήξη, περίμενα την ώρα του βαποριού ή του τραίνου.

Αυτή τη φορά θέλησα να παρακούσω τη διαίσθησή μου. Έκανα το γύρο της. Ένας άλλος, που δε θα ζητούσε, όπως εγώ, στα ταξίδια του μοτίβα για την έξαρση της φαντασίας του, θα εύρισκε να πει πολλά για τη σπουδαιότητα της πόλης αυτής - της πρώτης στην Πελοπόννησο για τον πληθυσμό και το εμπόριό της -, υπενθυμίζοντας ότι, πριν από εκατό μόλις χρόνια, δεν υπήρχαν εκεί παρά μερικά άθλια ξύλινα καλύβια κατά μήκος του φρουρίου της, που σχημάτιζαν ένα δρομάκο γεμάτον αποκρουστική δυσοσμία, κι ότι η μεγάλη παραθαλάσσια πεδιάδα της, που είναι σήμερα ένας κήπος Εσπερίδων, απλωνόταν, τότε, εντελώς γυμνή από βλάστηση και μαυρισμένη από τις πυρκαϊές των ορδών του Ιμβραήμ… Ό,τι ζήτησα όμως εγώ στην Πάτρα, και δεν το βρήκα, ήταν «ατμόσφαιρα». Περνούσα από τον ένα δρόμο στον άλλο, από τη μια συνοικία στην άλλη, χωρίς ν' αντιληφθώ καμιά διαφορά, χωρίς τίποτα να σταματήσει για μια στιγμή και να θέλξει τα μάτια μου. Δρόμοι, σπίτια, συνοικίες - όλα έχουν κάτι το ουδέτερο, το ομοιόμορφο και το κοινό, που κάνει την περιπλάνηση μια μάταιη και κουραστική πεζοπορία.

Μόνο στο κάστρο και στο γειτονικό του δάσος των πεύκων, που σκεπάζει δυο λόφους της πόλης, μόνο εκεί βρίσκει κανείς χαρά για τα μάτια του και ποίηση για την ψυχή του. Από κει η θέα απλώνεται στις κοκκινωπές στέγες της πολιτείας, στο βαθυγάλανο κόλπο και στα βουνά της Στερεάς, τα βυθισμένα σε μια βιολετιά άχνα, που ανάμεσά τους ξεκόβεται - προχωρώντας μέσα στη θάλασσα σαν ένα άλλο Γιβραλτάρ - η επιβλητική κι απότομη Βαράσοβα του Μεσολογγιού. Άσπρα πανιά γλιστράνε στον κόλπο, ένα μεγάλο βαπόρι αφήνει μια γραμμή καπνού στον ορίζοντα, τα πεύκα, δίπλα, μυρίζουν βαλσαμικά, μπορεί κανείς να ρεμβάσει. Είναι ωραία εκεί…

Από κει, επίσης, η ματιά αγκαλιάζει την απέραντη γελαστή πεδιάδα, απ' όπου ήρθαν στην Πάτρα, ένα Μάη, το 1205, οι Φράγκοι εκείνοι ιππότες που κατακτήσανε την Πελοπόννησο και τη μοίρασαν μεταξύ τους σε φέουδα. Δεν μπορεί να μην τους θυμηθεί κανείς, γιατί, διασχίζοντας την Πελοπόννησο, απαντάει κάθε τόσο τα ερείπια των περήφανων και δυνατών κάστρων τους, που βιγλίζουν, πάνω σε λόφους, στεριές και θάλασσες.

Ήταν εκατό, όλοι-όλοι, αυτοί που, αφήνοντας την πολιορκία της Κορίνθου, με την άδεια του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου, ακολούθησαν τον Σαμπλίτ και τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουΐνο στη μεγάλη και ωραία αυτή περιπέτεια της «κονκίστας» του Μορέως. Εκατό ιππότες, με λίγους ιερωμένους πλάι τους και μερικές εκατοντάδες μισθοφόρους πίσω τους… Τους φαντάζεται κανείς, καβάλα στα πολεμικά τους άλογα, ντυμένους από πάνω ίσαμε κάτω με την ατσαλόπλεχτη πολεμική στολή της εποχής εκείνης, με τη βαριά κάσκα τους και το μακρύ σπαθί τους κρεμασμένα στη σέλα, έχοντας ριγμένο απάνω τους έναν κοντό επενδύτη, που είχε κεντημένα στο στήθος τα οικόσημά τους και στη ράχη το σημείο του Σταυρού. Δίπλα τους, πήγαιναν πεζοί οι υπηρέτες τους κρατώντας τα ακόντια των αφεντάδων τους και τις μικρές τριγωνικές τους ασπίδες, που είχαν κι αυτές το οικόσημό τους και το Σταυρό. Πίσω, πεζοί και καβάλα, ακολουθούσαν οι μισθοφόροι, ντυμένοι μ' όλων των ειδών τις πολεμικές στολές: Νορμανδοί, Προβενσάνοι, Αραγωνέζοι, Ιταλοί τυχοδιώκτες-άνθρωποι δυνατοί και άξεστοι, που δεν ήξεραν τίποτ' άλλο από μάχες και λεηλασίες…

Διασχίσανε, λένε οι χρονογράφοι της εποχής, όλη την παραλία από την Κόρινθο ως την Πάτρα, χωρίς να συναντήσουν την παραμικρότερη αντίσταση. Το θέαμα των ξένων αυτών πολεμιστών με τις σιδερένιες πανοπλίες, με τις κάσκες που άστραφταν στο μεγάλο ελληνικό ήλιο, με τα βαριά και μεγάλα άλογά τους, που σήκωναν στο πέρασμά τους τη σκόνη των μεγάλων δρόμων, και με τους επενδύτες που έκαναν μεγάλες χρωματιστές κηλίδες μέσα στην πρασινάδα του κάμπου, θα είχε γεμίσει κατάπληξη και δέος τους ντόπιους και θα τους είχε κάνει να τρέξουν να κρυφθούν, αντί να σταθούν και να ανακόψουν την πορεία τους. Εκείνοι πάλι θα προχωρούσαν με περίσκεψη μέσα στον ξένο τόπο, μη ξέροντας τι μπορούσε να τους περιμένει σε κάθε στροφή του δρόμου, αγκαλιάζοντας με τη ματιά τους τα μέρη που περνούσαν, όπως ο αετός γραπώνει τη λεία του. Δεν ήταν αυτοί περιηγητές, για να εκτιμήσουν άλλο τίποτα σ' αυτό τον τόπο, από την ευφορία των κάμπων του κι από τους απότομους βράχους που δέσποζαν εδώ κ' εκεί κι όπου έβλεπαν κιόλας με τη φαντασία τους τα κάστρα που θα έχτιζαν. Μάταια ο Ελικών κι ο Παρνασσός ύψωναν στην αντικρινή ακτή του κόλπου τις ιστορικές τους οροσειρές. Δεν ξυπνούσαν στη μνήμη τους τίποτα, και τα αρχαία ελληνικά τείχη που απαντούσαν στο δρόμο τους, από της Σικυώνος ίσαμε του Αιγίου, δεν ήταν γι' αυτούς παρά άψυχα απομεινάρια μιας «προκατακλυσμιαίας φυλής γιγάντων»…

Η Πάτρα, που ήταν τότε ένα από τα δώδεκα βυζαντινά φρούρια της Πελοποννήσου, τους παράδωσε τα κλειδιά της δίχως αντίσταση. Από κει, έχοντας στήριγμα το κάστρο της, απλώθηκαν σ' όλη την ακτή της Αχαΐας, της Ηλείας και της Μεσσηνίας, κ' ύστερα στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, αφού έδωσαν μια και μόνο μάχη στην πεδιάδα της Μεγαλούπολης μ' ένα μεγάλο στράτευμα πεζών και καβαλαρέων του Δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ - και το κατατρόπωσαν…

Κώστας Ουράνης, «Τα φράγκικα κάστρα της Αχαΐας», στο: Ταξίδια-Ελλάδα, Αθήνα, Εστία, χ.χ.έ., σσ. 134-136