Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στο φως της ασετιλίνης

Στο φως της ασετιλίνης

Αρχές Ιουνίου του '94 άρχισε τις καλοκαιρινές παραστάσεις του στα Ψηλαλώνια, στο καφενείο του Γιακά. Από τις πρώτες παραστάσεις φαινόταν ότι εκείνο το καλοκαίρι θα είχε μεγάλη επιτυχία. Δεν ήταν μόνο τα πατριωτικά έργα και οι νέοι πρωταγωνιστές του θεάτρου, ο σιορ Διονύσιος, ο Μπαρμπαγιώργος, ο Βεληγκέκας, οι ήρωες του '21, που είχαν γίνει όλοι πασίγνωστοι, αλλά και η νέα επαναστατική συσκευή της ασετιλίνης.

Οι πρώτες φορητές λυχνίες φωτισμού που έπαιρναν ενέργεια από πέτρες ασετιλίνης, δηλαδή πέτρωμα ορυκτού ανθρακασβέστιου, είχαν κυκλοφορήσει πριν από ενάμιση χρόνο. Στις λυχνίες αυτές με τη διαβροχή της πέτρας ελευθερωνόταν αέριο που καιγόταν άμεσα και εύκολα.

Ο Σαρδούνης με τη βοήθεια ενός φίλου του φαναρά, ύστερα από πολλές δοκιμές, είχε τελειοποιήσει ένα μηχανισμό που μπορούσε να τροφοδοτήσει με αέριο επτά στη σειρά λύχνους. Σε ένα δοχείο όγκου είκοσι λίτρων έριχναν δέκα λίτρα νερό και μέσα εμβάπτιζαν ένα μικρό τενεκεδένιο κουτί με μια οκά πέτρα ασετιλίνης.

Βασίλειος Χριστόπουλος, Στο φως της ασετιλίνης, Αθήνα, Κέδρος, 2002, σσ. 201-202


Έξω από τον μπερντέ του

Ήρθε η άνοιξη, σταμάτησαν πια οι πολλές βροχές. Τώρα αραιά και πού πέφτει καμιά ανοιξιάτικη μπόρα. Οι δρόμοι της Πάτρας, οι μάντρες της, οι τοίχοι και οι στέγες των σπιτιών της, που μούλιασαν για τα καλά όλο χειμώνα, τώρα αρχίζουν σιγά σιγά να πρασινίζουν. Μπορείς να δεις να φυτρώνει πρασινάδα και στα πιο απίθανα μέρη. Στους τοίχους, σε μια καμινάδα, στο σαπισμένο ξύλο μιας εξώπορτας, ακόμη και πάνω σε μια πέτρα.

Με το που σταμάτησαν οι βροχές, έσπασε και η μεγάλη υγρασία. Τώρα στο μικρό του δωμάτιο, μπροστά στην εκκλησία του Παντοκράτορα, ανοίγει συχνά το παράθυρό του. Οι ανοιξιάτικες ευωδιές διώχνουν μακριά τη μυρωδιά της κλεισούρας και της μούχλας. Ο ανατολικός, το «κατεβατό του Βοδιά», φέρνει από τα χαμηλά του Παναχαϊκού, από το Γηροκομειό και του Ρωμανού, το λεπτό άρωμα του θυμαριού. Ο βορειοδυτικός, ο μαΐστρος, πλημμυρίζει τον τόπο με το μόσχο των λεμονανθών από τα ξινά κάτω στα περιβόλια του Βουδ. Όταν φυσούν οι πελαγίσιοι, ο δυτικός ζέφυρος και η βορινή «γαυρολιμάδα», η πάνω πόλη γεμίζει με τη δροσερή αύρα της θάλασσας και το άρωμα του ιωδίου.

Θέλει να αναπνεύσει βαθιά τις μυρωδιές της άνοιξης, μα πρέπει να βγει στους λόφους, να περιπλανηθεί μέσα στα περιβόλια και στους κήπους, να βρεθεί δίπλα στη θάλασσα. Να περπατάει και να αναπνέει βαθιά, να καθαρίσει το μυαλό του, να στεγνώσει το κορμί του από το οινόπνευμα, να ξαναβρεί το σταθερό του τόνο.

Καταλαβαίνει, όμως, πως έχει ανάγκη από χιλιάδες, εκατομμύρια βαθιές εισπνοές και εκπνοές, με τα χέρια τεντωμένα, το κεφάλι πίσω, όπως στη γυμναστική που κάνανε στο σχολαρχείο. Μόνο έτσι, μόνο αν φουσκώσουν καλά τα πνευμόνια του, αν οξυγονωθεί καλά το αίμα και ολόκληρο το μυϊκό του σύστημα, ο ανοιξιάτικος αέρας θα μπορέσει να τον καθαρίσει. Μα όλα αυτά απαιτούν χρόνο - κινδυνεύει να τον δουν και δεν θέλει. Αυτός ο φόβος τον αναγκάζει να μένει κλεισμένος στο σπίτι του. Μόνο το παράθυρό του ανοίγει.

Αν δεν ήταν αυτός ο φόβος, θα έβγαινε τώρα αμέσως, κι ας μην τον κρατούν τα πόδια του. Αλλά πώς να ξεκινήσει για το Γυρί ή το λιμάνι; Πρέπει να περπατήσει μέσα από κεντρικούς δρόμους, που πάντα έχουν κίνηση. Κινδυνεύει να πέσει πάνω σε γνωστούς και πώς να τους αποφύγει;

Βασίλειος Χριστόπουλος, Στο φως της ασετιλίνης, Αθήνα, Κέδρος, 2002, σσ. 285-286