Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κεφάλαιο 1

Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Περπατούσα με το ίδιο αργό βήμα και σκυφτό το κεφάλι. Ήταν Παρασκευή τέσσερεις Γενάρη, καταχείμωνο. Το κρύο δεν με ακουμπούσε, σχημάτιζε ένα πέπλο γύρω από το παλτό. Το πρόσωπό μου έκαιγε τα μάτια μου γυάλιζαν καθώς προχωρούσα στους μισοσκόταδους δρόμους της συνοικίας για το δωμάτιό μου κορυλλου 7 μόνο αυτό γέμιζε το μυαλό μου, ένας δρόμος όπως οι άλλοι, μια κοινή ονομασία όπως χιλιάδες άλλοι, κορυλλου 7 συνέχεια αυτό.

Πλησίαζα στο σπίτι. Πολλές φορές χανόμουν, όλα τα σπίτια στη γειτονιά που έμενα έμοιαζαν μεταξύ τους. Είχαν και τις ίδιες πόρτες. Τόσα χρόνια σ' αυτή τη γειτονιά και δεν την έμαθα. Πάντα ένοιωθα ξένος, τους έβλεπα ξένους γιατί ήμουν ξένος.

Έβγαλα τα δυο κλειδιά και έβαλα το ένα κλειδί στην εξώπορτα. Όλα τα υπάρχοντά μου ήταν μόνο δυο κλειδιά της εξώπορτας και του δωματίου μου. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι σημαίνει να έχεις πολλά κλειδιά. Ίσως είναι χαρακτηρισμός για τους πλούσιους, που έχουν τόσα πράγματα ν' ανοίξουν, τόσα πράγματα να κρύψουν και να κλειδώσουν. Να βάζουν το κλειδί στη θέση του και να λένε «Αυτό είναι δικό μου και αυτό και αυτό» και τα κλειδιά αυξάνονται.

Η σπιτονοικοκυρά στεκόταν κοντά στο τηλέφωνο της εισόδου. Ίσως περίμενε να την πάρουν, μπορεί όμως και να με περίμενε. «Καλησπέρα μου είπα και φάνηκαν τα κιτρινισμένα δόντια, στο κακοσχηματισμένο της πρόσωπο. «Καλησπέρα» είπε σιγά. «Κάνει κρύο έξω, δεν είναι να κυκλοφορεί κανείς αργά».

Σήκωσα τα μάτια μου και την κοίταξα. Ποτέ δεν μου άρεσε να την βλέπω, ειδικά τις δικές μου προσωπικές στιγμές. Αυτή όμως ήταν πάντα εκεί, με την τριμμένη ρόμπα, με το ακαθόριστο χρώμα. Ίσως να ήταν κυπαρισσί κάποτε… Την έκανε πιο κοντή απ' ότι ήτανε. Στρογγυλή από το πάχος και τα χρόνια. Ίσα που ξεχώριζαν τα μικρά της πόδια μέσα στις παντόφλες της. Τα ίδια ρούχα, η ίδια φιγούρα, τόσα χρόνια. Τα μαλλιά της είχαν αραιώσει στο μέτωπο και με τα αχτένιστα ξανθά -με κακή βαφή- έμοιαζε σαν την μοίρα μου που έμεινε ασάλευτη και άσχημη τόσα χρόνια.

Δεν απάντησα και άρχισα να ανεβαίνω την ξύλινη ασυντήρητη σκάλα, με τα χέρια μου στις τσέπες. Το σπίτι διώροφο, όπως όλα τα σπίτια της γειτονιάς, όπως όλης της συνοικίας. Δεν το είχαν βάψει ποτέ από τότε που το 'χτισαν. Μέσα ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Η ταπετσαρία στους τοίχους έδειχνε να μην αντέχει άλλο.

Άνοιξα την πόρτα με το δεύτερο κλειδί και άναψα το φως. Το παράθυρο δεν φώτιζε τίποτα, κανένα φως δεν έφτανε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και ακούμπησα πίσω της. κορυλλου 7. Τόσα χρόνια μόνος, τόσα χρόνια μοναξιάς, σ' αυτό το δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, ένα μικρό ξύλινο γραφείο, η ίδια ντουλάπα και δύο καρέκλες. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί είχα δύο καρέκλες. Ίσως έτσι, μήπως έρθει κανένας, αλλά δεν ήρθε. Τόσα χρόνια καθόμουν στο κρεβάτι και τα ρούχα μου στην καρέκλα. Επισκέπτης ήμουνα πάντοτε εγώ.

Διονύσης Μπονέλης, Κορύλλου 7, Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1994, σσ. 8-10


Κεφάλαιο 5

Έπεσε, χάθηκε, μόνο το χώμα έμεινε, σαν οικόπεδο, κανένα ίχνος. Η ζωή που είχε μέσα δεν χάθηκε, χάθηκαν όμως οι αναμνήσεις και η φτώχεια του.

Ανέβαινα στη μάντρα της Μιμίκας και κοιτούσα το Σατούρνια και το Βουλκάνια. Φαινόταν ένας μεγάλος όγκος που αγκυροβολούσε έξω από το λιμάνι, γιατί δεν χωρούσε μέσα και οι επιβάτες έβγαιναν και έμπαιναν με βάρκες. Ήταν πάντα ηλιοβασίλεμα, πίσω τους καθρέφτιζε ο ήλιος στη δύση του, έμοιαζαν με τοίχο που έριχναν τον ίσκιο τους στο λιμάνι.

Ήταν ξανθιά, σκούρα ξανθιά σαν να κοκκίνιζαν λίγο, κουρεμένα καρρέ, κατσαρά και αχτένιστα. Αδύνατη με λευκό δέρμα και γυαλιά με συρμάτινο σκελετό. Έκανε βόλτα στη γειτονιά, ήταν ξένη. Πολλοί τουρίστες περνούσαν από τα ανηφορικά δρομάκια μας, για να καταλήξουν στο κάστρο. Αυτή όμως έμεινε, παρατηρούσε τα σπίτια μας. Την άλλη μέρα ήρθε πάλι με ένα μεγάλο μπλοκ.

Ήταν απόγευμα καλοκαίρι, η ζέστη είχε περάσει και η δροσιά της θάλασσας έφτανε μέχρι επάνω, σε μας. Ο ήλιος στη Δύση του χτυπούσε το σπίτι τους -το σημερινό οικόπεδο. Το χρώμα του τοίχου και του ήλιου ήταν το ίδιο. Σκιές, δεν υπήρχαν, μόνο φως. Κάθισε απέναντι, στον ίσκιο, στο ξεκίνημα της μάντρας και άρχισε να ζωγραφίζει το σπίτι. Διώροφο με μπαλκόνι στο ηλιοβασίλεμα πιάτο ο Πατραϊκός!

Ήταν πολλά παιδιά, το κλειδί το είχε ο πατέρας. Μια έσκυβε στο μπλοκ και μια κοιτούσε το σπίτι. Ζωγράφιζε. Συνωμοτικά έλεγαν «Τι του βρήκε; Αυτό ήταν έτοιμο να πέσει.» Περνούσα από πάνω της και με κλεφτές ματιές προσπαθούσα να δω. Δήθεν έτρεχα και έπαιζα στη μάντρα πίσω της, μα κοιτούσα το μολύβι και τις γραμμές που τραβούσε. Υπήρχαν πολλές καφέ πεταλούδες εκείνο τον καιρό, που έβρισκαν ζεστασιά στον τοίχο του σπιτιού, το 'ξερα, έμπαινα σιγά-σιγά στον πίνακα και προσπαθούσα να πιάσω καμιά, μήπως μπω και γω στη ζωγραφική της. Ξανάρθε άλλες δύο φορές, το ενδιαφέρον της γειτονιάς έγινε αδιαφορία, είμαστε πολύ μακριά εμείς. Το φτωχικό σπίτι υπάρχει κρεμασμένο σε κάποιο σαλόνι, σε ξένο μέρος, το οικόπεδο το ξέρει.

Τα σοκολατί παράθυρα ήταν ανοιχτά δεμένα με μάνταλο και μέσα ανέμιζε λευκή δαντελωτή κουρτίνα. Το μικρό μπαλκόνι ήταν γεμάτο τενεκέδες με λουλούδια, ένας άλλος τενεκές από ελιές ήταν στην εξώπορτα και αυτός γεμάτος με μπιγόνια. Από τότε αντιπάθησα τις μπιγόνιες. Το σήμα στη φτώχια μας. Όλοι στη γειτονιά είχαμε τουλάχιστον ένα ντενεκέ με μπιγόνια μπροστά απ' το σπίτι. Ήταν μόνιμα κάτι κλωνάρια καφέ-κόκκινα ξεΐγκλωτα με διάσπαρτα κατσαρά πράσινα φύλλα κι από κάτω καφέ και όλο το χρόνο περιμέναμε να κάνουν το άνθος. Ποιο άνθος; αυτό τέλος πάντων που έκαναν. Ίσως ήταν μια παρηγοριά για τις νοικοκυρές ότι είχαν πολλά λουλούδια στη δική τους ζωή. Λουλούδια σε τενεκέδες! Μάλλον πρασινάδες ήταν. Η μπιγόνια και ο βασιλικός δέσποζαν. Κάτι αδύνατες γαρουφαλλιές με άρωμα, που όμως λυπόσουν να κόψεις τα γαρύφαλλα. Πού και πού άνθιζε καμιά γαρδένια. Τα δύο βαρέλια με τις κόκκινες καμέλιες ξέραμε σε ποια σπίτια ήταν. Κι αυτοί όμως τις φύλαγαν βάζοντάς τες βαθιά πίσω στις αυλές, αλλά να φαίνονται και απ' το δρόμο.

Διονύσης Μπονέλης, Κορύλλου 7, Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1994, σσ. 18-19