Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στάση σε ζαχαροπλαστείο στις σκάλες Γιογκαράκη

Ο ήχος της σάλπιγγος

Γυαλισμένα-Λερωμένα

Έμεινα είκοσι πέντε ημέρες στο πειθαρχείο κι όταν βγήκα, φύλαγε μόνιμος σκοπός στο Γραφείο Κινήσεως, ο διοικητής είπε ότι θα τιμωρήσει αυστηρά όποιον οδηγό αφήσει αφύλακτο το αυτοκίνητό του.

Έναν μήνα έμεινα στην αίθουσα της Μουσικής και μελετούσα πρωί απόγευμα. Οι σχέσεις μου με τον αρχιμουσικό περνούσαν από δύο στάδια: Όταν μελετούσα με κοιτούσε με συμπάθεια κι όταν έκανα «τρέλες» απέφευγε να με κοιτά. Όποτε πάλι δεν μπορούσε να το αποφύγει, με κοιτούσε μ' ένα βλέμμα μακρινό, που είχε και λίγη περιφρόνηση. Μακάρι να μπορούσα να ήμουν όπως με ήθελαν, δεν μπορούσα!

«Θα βγούμε σήμερα έξω;» Ο Ευριπίδης ήθελε να βγούμε περίπατο στην πόλη. Βγήκαμε το απόγευμα, πήραμε ίσια τον δρόμο, φθάσαμε στο Ρωμαϊκό Ωδείο που βρίσκεται στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου. Αυτή η οδός είναι η Γερμανού, τα σπίτια δεξιά αριστερά έχουν καμάρες που προστατεύουν απ' τη βροχή τους χειμερινούς οδοιπόρους.

Δυο κορίτσια περνούν από μπροστά μας, γελούν.

«Γιατί γελάτε;» ρωτάει ο Ευριπίδης.

«Γιατί, απαγορεύεται;» απάντησε το ένα κορίτσι κι έβαλε το χέρι του στο στόμα, να γελάσει μόνο του, υποτίθεται.

«Κουτσοδόντα είσαι που γελάς κρυφά;» έκανε περιπαικτικά ο Ευριπίδης.

«Ναι, κουτσοδόντα είμαι», είπε η κοπέλα και άφησε να φανούν τα δόντια της που ήταν όλα μια χαρά.

«Πρώτη φορά βλέπω κουτσοδόντα με τόσα δόντια (!), είναι όλα αληθινά;»

«Α να χαθείς, σαχλέ!»

Κοιτάζουμε το Ρωμαϊκό Ωδείο, αριστερά είναι το «Κάστρο», άλλοτε φρούριο της πόλης.

«Δεν μιλούν έτσι στα όμορφα κορίτσια», είπα στον Ευριπίδη, «την πρόσβαλες την κοπέλα!»

«Έχει δίκιο το παιδί», είπε εκείνη που δεν μιλούσε, «αν ήμασταν τουλάχιστον άσχημες, θα μπορούσατε να μας βρίζετε με την ησυχία σας, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι είναι», απάντησα εγώ, γελάσαμε και οι τέσσερις, έσπασε ο πάγος.

Καθίσαμε στο ζαχαροπλαστείο, δεξιά στις Σκάλες του Γεωγκαράκη, και ο Ευριπίδης με κοίταξε ανήσυχος. Με τι χρήματα θα καθόμασταν στο ζαχαροπλαστείο, εγώ είχα πέντε δραχμές, νόμιζα πως είχε εκείνος, μα τώρα όπως με κοιτάζει ούτε τρεις δραχμές δεν έχει πάνω του, μου δείχνει κρυφά τα δυο του δάχτυλα, έχει μόνον δύο!

Το τραπεζάκι όπου καθόμαστε είναι στρογγυλό, τσίγκινο, με τρία λεπτά σιδερένια ποδαράκια και οι καρέκλες ψάθινες, με λίγο πράσινο αραιά στην ψάθα, φαίνονται φρεσκοπλεγμένες· κάνω πως παρατηρώ -δήθεν- αυτά τα πράγματα για να σκεφθώ τι δικαιολογία θα πω στον σερβιτόρο.

Γιάννης Ζουγανέλης, Ο ήχος της σάλπιγγος, αυτοβιογραφικό αφήγημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999, σσ. 238-239