Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μια λαϊκή παράσταση στο Θέατρο Απόλλων

Το μαύρο σκυλί της Πάτρας

Χειμώνας του '80. Ταξιδεύοντας από Πύργο για Αθήνα με το αυτοκίνητο ενός φίλου, σταματάμε σε μια βενζίνα. Νύχτα, σκοτάδι πίσσα, ο βενζινάς ξενύχτης κι ένα σκυλί που τεντώνει την αλυσίδα του να μας φτάσει. Μαύρο μου φάνηκε κι αυτό. «Κοντεύουμε στην Πάτρα», λέει ο φίλος μου και ζητά από τον βενζινά μια κόκα κόλα. Το σκυλί γαβγίζει, τα μάτια του γυαλίζουν κι είναι σαν κάτι να θέλει στη δική του γλώσσα να μου πει. «Κρύο πολύ, το γυρίζει στον χιονιά», ακούω τον βενζινά να λέει. Πίνουμε την κόκα κόλα στο πόδι, κι ενόσω το σκυλί γρυλίζει υπόκωφα, οι αριθμοί στο καντράν της αντλίας γλιστρούν, κι είναι σάμπως τα χρόνια να κυλούν ανάποδα και να 'χω γυρίσει πίσω, είκοσι χρονώ, την πρώτη φορά που βρέθηκα στην Πάτρα.

Χειμώνας του '51. Μέρα γεναριάτικη, χιονισμένη. Οι Πατρινοί έλεγαν πως είχε χρόνια να χιονίσει στην πόλη τους. Κι εγώ να βρίσκομαι μπλεγμένος στην περιοδεία μιας χορευτικής κομπανίας που ερχόταν να δώσει παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης. Φορτωμένα σε βαγόνια είχαν ταξιδέψει τα σκηνικά του Μόραλη και του Γκίκα, ανάκατα με παπουτσάκια μπαλέτου, μάλιες, περούκες και κάτι μικρά όργανα με χορδές που δεν τα είχα ξαναδεί - μπαγλαμαδάκια, καταπώς άκουσα να τα λένε. «Έλα μαζί μου», μου είχε προτείνει ένας φίλος μουσικός μεγαλύτερος στα χρόνια, «να δεις τα έργα μου, πώς θα σου φανούνε». Παχουλός, με μάτια πανέξυπνα που τα έσφιγγαν σκοτεινοί χαλκάδες, κάπνιζε το 'να πίσω απ' τ' άλλο άφιλτρα όπως ήταν τα τσιγάρα τότε, έπινε απανωτούς καφέδες, κι έπαιζε στο πιάνο αντί για σονάτες λαϊκά.

Από τ' αχνισμένα παράθυρα του λεωφορείου που ταξιδεύει ο θίασος, μαζί κι εγώ, κυλούσε ο παλιός δρόμος, πολύ προτού φτιαχτεί η εθνική οδός. Κιάτο, Ξυλόκαστρο, Ακράτα, δίπλα η θάλασσα, στο βάθος τα βουνά της Ρούμελης συννεφιασμένα. Αντί για τα εκδρομικά ανέκδοτα και τις εκρήξεις φυσιολατρίας, οι πάντες συζητούσαν τους ρόλους τους, σιγοψιθυρίζαν τη μουσική και μια κυρία λιγνή, με κότσο - ο αρχηγός - έδειχνε τα βήματα χωρίς να λογαριάζει τις στροφές. Απόγευμα περασμένο, φάνηκε η προκυμαία της Πάτρας. Φυσούσε μανιασμένα κι ανάμεσα στους ρυμοτομημένους δρόμους, ξεχώριζαν στις στέγες τ' ακροκέραμα, δάχτυλα υψωμένα στον χιονιά.

Το βράδυ άρχιζε η παράσταση. Σειρά τα λαμπιόνια στην πλατεία, κι οι Πατρινοί με τα καλά τους. Το θέατρο, μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου, σκαλισμένο μπαρόκ, βελούδα στα καθίσματα, κυρίες στα θεωρεία με βεντάλιες, στον αέρα ή άρια της πρόποσης από την «Τραβιάτα» κι η καβατίνα της Ροζίνας από τον «Κουρέα».

Η αυλαία σηκώθηκε. Το σκηνικό του Μόραλη: μωβ ουρανοί με προσόψεις νεοκλασικών που ξεμύτιζαν δεξιά κι αριστερά απ' τις κουίντες. Στο πιάνο, ο φίλος μου ο μουσικός. Το έργο, οι «Έξη λαϊκές ζωγραφιές». Χόρευε ο Άγγελος Γριμάνης. Κι ας ήταν μεγάλος σε ηλικία, σειόταν και λυγιόταν σαν δεκαοχτάρικο. Τα γαλανά παιδικά μάτια του στραφτοκοπούσαν κι είχε το γνήσιο χαμόγελο που συνόδευε τις κάθε λογής σχέσεις του - από τον πιο πλούσιο και σνομπ, ως το τελευταίο σπουργίτι της Ομόνοιας. Αντί για μενουέτα και πά-ντέ-ντέ, τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα δίναν και παίρναν. Στο σανίδι του Δημοτικού σηκωνόταν σύννεφο η σκόνη. Οι άντρες ντυμένοι μαύρα γελέκα και άσπρα πουκάμισα χωρίς σακάκι, παντελόνια ντρίλινα ριγέ, με περούκες από κατσαρωμένα μαλλιά. Τυποποιημένες κι οι κοπέλες. Τα σώματά τους λύγιζαν μ' απίστευτη σβελτάδα και μέσ' από τη μελαχρινάδα τους άστραφτε το χαμόγελό τους. Άραγε, έτσι είναι οι λαϊκοί άνθρωποι από κοντά;

Κυκλοφορούσα στην Πατησίων και στην Πανεπιστημίου κι άλλο δεν έβλεπα παρά κοστουμάκια και γραβάτες. Δεν είχα ακόμα ξανοιχτεί στα στέκια τους, στην Ασωμάτων, στην πλατεία Βάθης, να δω τα παιδεμένα σώματα, τα συλλογισμένα βλέμματα, αυτούς που όσο έπαιζαν το μπουζούκι τους έμοιαζαν με Παναγίες, μα που έτσι και τους έθιγες το φιλότιμο γινόντουσαν ανήμερα θεριά. Γιατί αν η αστική τάξη έχει τα ταμπού της, είχαν κι εκείνοι τα ταμπούρια τους και μέσα εκεί οχυρώνονταν.

Οι προβολείς φώτιζαν το σκηνικό, μια κοπέλα με τ' αγόρι της έβγαιναν «τσάρκα στο μπαξέ τσιφλίκι», κι ένας άλλος, αμαξάς αυτός, σιγοντάριζε μες στη βροχή, «το κορίτσι που 'ναι μέσα, όμορφο σαν πριγκηπέσα, μην τυχόν και μου βραχεί». Οι Πατρινοί σταφιδέμποροι κι οι οπερετομανείς έβλεπαν και άκουγαν με απορία. Για πρώτη φορά οι λαϊκοί άνθρωποι και τα φερσίματά τους ζωντάνευαν πάνω στο σανίδι. Πράγματα παρακατιανά και απαγορευμένα.


Στο διάλειμμα, οι γέρικες πόρτες του θεάτρου έτριζαν, έτριζαν κι οι μασέλες της αριστοκρατίας. Ένας βοριάς θέριζε τους διαδρόμους, τουρτούριζα μισά από κρύο, μισά από ηδονή.

Στο δεύτερο μέρος, το «Καταραμένο Φίδι». Ο φωτισμός ζωντάνεψε, κυριαρχούσαν χρώματα κίτρινα, τριανταφυλλιά, κι άλλα βελούδινα της Προύσας - η λάγνα Ανατολή. Οι κοπελιές, κι ας έκρυβαν το στόμα τους με πέπλα, άφηναν πίσω από τούλια και σαλβάρια να μαντεύεται το κορμί γυμνό. Να 'ταν, τάχα, μόνο ο ρυθμός που τις έκανε να σπαρταρούν;

Από τη μια μεριά του σκηνικού, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας είχε στήσει την καλύβα του Καραγκιόζη - που με χιούμορ χόρευε η λιγνή κυρία με τον κότσο - κι απ' την άλλη το Σαράι του Πασά. Δυο κόσμοι διαμετρικά αντίθετοι. «Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι…», έλεγε στο ντελάλημά του ο τραγουδιστής. Ούτε άριες, ούτε βεντάλιες. Στην πλατεία τα γέρικα μπιζού ξεθωριασμένα και τ' άσπρα πουκάμισα λερά. Μόνο οι νέοι στη γαλαρία, ζωντανοί, να κρατάνε με παλαμάκια τον ρυθμό.

Στο τέλος, το χειροκρότημα σκέπασε τη μουσική - ως κι αυτή η γερουσία έμοιαζε να 'χει ξυπνήσει από ύπνο βαθύ. Ποιος ξέρει τι μνήμες μικρασιατικές και άλλες χαμένες στους αιώνες του ελληνισμού τους είχε φέρει τούτη η μουσική. Το θέατρο, το αφιερωμένο στον Βέρντι και στον Πουτσίνι, γνώριζε τώρα άλλους θεούς. Αντί για τη Μανόν Λεσκώ στην έρημο, πέθαινε σφαδάζοντας ο κατηραμένος όφις, κι όρθιος με περικεφαλαία ο Μεγαλέξανδρος τον διαπερνούσε με το σπαθί. Για μπιζάρισμα ο θίασος έπαιξε την τελευταία εικόνα από τις «Λαϊκές ζωγραφιές». Ατμόσφαιρα κατανυκτική, το σώμα ενός νέου να πάλλεται ερωτικά, «νύχτωσε χωρίς φεγγάρι… κι ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί».

Ούτε κι εγώ μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα στην Πάτρα.

Μετά την παράσταση, παρέα μ' ένα μπουλούκι θεατρίνους, στροβιλίστηκα σαν χορευτής στο χιόνι. Κάτω από τις στοές με τις καμάρες, που θύμιζαν Κέρκυρα, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, ένιωθα κράμα Ευρωπαίου κι Ανατολίτη. Μισός αστός, μισός καλλιτέχνης. Ένα μαύρο σκυλί ερχόταν ξοπίσω μου, εγώ το 'διωχνα κι εκείνο ακολουθούσε. Το γάβγισμά του, ανθρώπινο. Σαν να μου μιλούσε. Χώθηκα σ' ένα πατσατζίδικο, στην Αγίου Νικολάου. Τα μοσχαρίσια ποδαράκια άχνιζαν στα πιάτα βγάζοντας χρησμούς για το μέλλον κι εγώ με βουλιμία βουτούσα μέσα το ψωμί μου. Κάπως έτσι η νεότητα καταβροχθίζει το χρόνο. Έξω λευκές νιφάδες και μέσα στολισμένες νυφάδες οι Πατρινές, λεπτές, τσαχπίνες, μας έστελναν κρυφές ματιές. Το κρασί βαρούσε κατακέφαλα. Αποφάγαμε κι αφού μάταια ψάξαμε για κάποιο ζαχαροπλαστείο που να διανυκτερεύει - το χιόνι τα είχε κλείσει όλα - καταλήξαμε πίσω στο ξενοδοχείο.


Ξένος και άγουρος σε μια περιπέτεια όπου οι άνθρωποι αφοσιώνονται στην τέχνη, πάσχιζα να υποτάξω ένα όνειρο και να το ζήσω. Ποθούσα να ξεφύγω από την τάξη μου - χρηματιστές, τραπεζικούς, καπεταναίους - να γνωρίσω ανθρώπους διαφορετικούς, να ριχτώ όπως κι αυτοί σε κάτι δημιουργικό και ριψοκίνδυνο, σαν τους «Μποέμ» κι εγώ σε μια σοφίτα να γράψω και να ερωτευθώ. Ερωτευμένος ούτως ή άλλως ήμουνα, κι όπως οι περισσότεροι νέοι έγραφα στίχους κι εγώ. Τους έδινα στον φίλο μου να τους κοιτάξει, μιας κι έκανε σχεδόν αποκλειστικά παρέα με ποιητές, που κάθε μεσημέρι σύχναζαν στο «Μπραζίλιαν» της οδού Βουκουρεστίου. Τους έβλεπα πίσω απ' τη βιτρίνα, αραδιασμένους σε σκαμνιά, μια σειρά από προτομές κλασικών, να πίνουνε καφέδες. Περνούσα έξω από το μαγαζί, σαν βέβηλος μπρος από θεούς. «Δεν ξέρω τι θα γίνεις αργότερα», μου είχε πει ο φίλος που τους έκανε παρέα, «ποιητής πάντως, αποκλείεται». Κι όπως μ' έβλεπε μαραζωμένο, «ποιος ξέρει», πρόσθεσε, «ίσως πεζογράφος», και με συμβούλεψε να διαβάσω Κοσμά Πολίτη. «Διάβασε την "Ερόικα"», μου τόνισε, «εκεί θα βρεις τα όρια της ποίησης και της πεζογραφίας».

Στο τασάκι του ξενοδοχείου ξέμεινε αναμμένο το τσιγάρο μου να καίει. Ποιος ξέρει, σκεφτόμουν, ακουμπώντας στα κρύα σεντόνια, ίσως κάποτε να γράψω κι εγώ κάτι ηρωικό. Έσβησα το τσιγάρο. Έξω κιόλας θαμπόφεγγε, οι ήχοι από τα διπλανά δωμάτια είχαν κοπάσει, η παγωνιά μ' έσφιγγε κι εγώ ονειρευόμουν τον εαυτό μου πίσω από τη βιτρίνα κάποιου καφενείου να φουμάρει. «Αυτά είναι φούμαρα», όπως έλεγε κι ο πατέρας μου, όποτε μ' έβλεπε να μουντζουρώνω χαρτιά, «συγκεντρώσου σε κάτι πρακτικό, πάψε να ονειρεύεσαι όρθιος». Ήταν μ' ένα όνειρο που ξεκινούσε η δεκαετία του '50, και για μένα που το έζησα, μοιάζει όνειρο ακόμα.

Το άλλο πρωί, το χιόνι έλιωσε. Οι χορευτές φευγάτοι. Μαζί τους κι ο φίλος μου ο μουσικός. Μέσ' απ' το λεωφορείο, πρόλαβα να δω τις καμάρες να φεύγουν πίσω από τ' αχνισμένα τζάμια. «Ποιος ξέρει», σκέφτηκα, «πότε θα χιονίσει ξανά».

Μένης Κουμανταρέας, «Το μαύρο σκυλί της Πάτρας», Πλανόδιος σαλπιγκτής, Αθήνα, Κέδρος, 1989, σσ. 111-116.