Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ἐπισκέπτεσθαι ἐμαυτόν

Περπατούσα μόνη εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στον τόπο που γεννήθηκα, και δεν έφευγε από μέσα μου η φράση: «Πορεύσομαι εις την έρημον του επισκέπτεσθαι εμαυτόν».

Είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και συνόδευε ρυθμικά και επίμονα τα βήματά μου. Ήταν δεν ήταν μεσάνυχτα. Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα, όλα γυάλιζαν και έσταζαν μέσα στο θαμπόφωτο των ηλεκτρικών. Η πλατεία Γεωργίου ήταν έρημη, ολότελα έρημη. Δυο ταξί μόνον στο απάνω μέρος, με αχνισμένα τα τζάμια από την ανάσα των οδηγών που λαγοκοιμόνταν στο τιμόνι. Είχα κάμει το δρόμο από τα Ψηλά Αλώνια, σιγά-σιγά, ακούγοντας τα βήματά μου και τις υδρορροές που έσταζαν συνέχεια. Ο ουρανός φαινόταν απειλητικός, φορτωμένος μαύρα βαριά σύννεφα. Έλεγα πως ένιωθα ξένη σε έναν ξένο τόπο, που όμως δεν μου πρόσφερε τη χαρά να τον ανακαλύψω, γιατί σχεδόν όλα τα ήξερα. Μπορούσα να περπατώ με τις ώρες στα τυφλά και να μη χάνω τον προσανατολισμό μου. Όλα γύρω ήσαν τόσο γνωστά και άγνωστα συγχρόνως, που μου γεννούσαν μια περίεργη σύγχυση. Δεν ήθελα όμως να αφεθώ στον πανικό της αποξένωσης. Δεν ήθελα, ακόμη πιο πολύ, να παρασυρθώ σε αναμνήσεις αυτών που έφυγαν για πάντα, παρόλο που η γύρω ατμόσφαιρα βοηθούσε. Δεν περπατούσε κανένας ίσκιος κοντά μου, φερμένος από τα βάθη του καιρού, νεκρός ή ζωντανός από αυτούς που είναι νεκροί σαν τους πεθαμένους…

Η αίσθηση της απουσίας τους τόνιζε πιο πολύ τη δική μου αποξένωση. Και όμως έλεγα πάντα πως το ύφος μιας πόλης είναι οι άνθρωποι. Έλεγα πως τα κτίρια, οι δρόμοι, όλα από τους ανθρώπους παίρνουν εκείνη την ιδιαίτερη σφραγίδα και την κρατάνε σαν μύρο σε αλάβαστρο, που μόνο κάτι ελάχιστο αφήνει να διαχύνεται ένα γύρο. Στάθηκα στη μέση της πλατείας, αντίκρυ στο πανέμορφο δημοτικό θέατρο. Γύρω οι ψηλές και συνηθισμένες πολυκατοικίες σφίγγουν το χώρο και δίνουν τη μάχη τους με τον χρόνο. Τα δυο στρογγυλά σιντριβάνια με τα χαλκοπράσινα φτερωτά λιοντάρια, που γυάλιζαν από τη βροχή, κρατούσαν με περηφάνια την αρχοντιά του τόπου, και δεν υποχωρούσαν ούτε πόντο στις ανάγκες του σήμερα. Η βεβαιότητά τους ήταν έξω από το χρόνο, δεν ανήκε σε μιαν ορισμένη εποχή, σε μιαν ορισμένη άνθηση της πόλης. Αυτά αδιαφορούσαν αν οι γυναίκες φορούσαν κρινολίνα ή μπλου τζην και μεταδίνανε εύκολα κάτι στέρεο και στους περαστικούς.

Ποιος μηχανισμός τον έφερε τότε μπροστά μου για να μου επιβεβαιώσει, ολότελα παράλογα, πως τίποτα δεν χάνεται ολοκληρωτικά; Εκεί, στο απάνω σιντριβάνι κοντά, τον είχα δει και τον είχα θαυμάσει, και έμεινε μέσα μου πιο ζωντανός από όλους τους ζωντανούς και πιο γνωστός από όλους τους γνωστούς και φίλους. Ήταν ένας μελαψός Ινδός φακίρης. Φορούσε ένα σαρίκι άσπρο. Μπορεί και να μην ήταν Ινδός και να μην ήταν φακίρης. Εμείς όμως τα σκολιαρόπαιδα, που είχαμε μαζευτεί ένα γύρο και τον θαυμάζαμε, τον είπαμε Ινδό. Μας άρεσε πιο πολύ η λέξη. Στεκόταν εκεί και κατάπινε άσπρο, χιονάτο μπαμπάκι. Ακίνητος, σοβαρός και επίσημος θα έλεγα, σα να έκανε καμιά ιεροτελεστία.

Το έβαζε στο στόμα του, κομμάτι-κομμάτι, το μασούσε και το κατάπινε. Ναι, όλοι το είδαμε, πως χανόταν και έμπαινε άλλο, και έπειτα άλλο και άλλο. Και σαν τέλειωσε αυτή η προεργασία άρχισε η δεύτερη πράξη, το ίδιο τελετουργικά. Το μπαμπάκι έβγαινε από το στόμα του τώρα σε κλωστές κόκκινες, πράσινες, γαλάζιες, και ο Ινδός τις τύλιγε σε κουβαράκια, χώρια το κάθε χρώμα, σοβαρά, επίσημα, και μας κοίταζε όλους κατάματα, καθέναν χωριστά και όλους μαζί και τα μάτια του ήσαν σαν κάρβουνα αναμμένα. Όλη η μαγεία του κόσμου ξετυλιγόταν σε εκείνες τις χρωματιστές κλωστές. Απατεώνας! είπε κάποιος. Θαύμα! είπε κάποιος άλλος. Κι εγώ ένιωθα, δίχως να μπορώ να εξηγήσω το γιατί, πως όλα όσα δεν ξέραμε και όλα όσα δεν μπορούσαμε να ξέρουμε για τον άνθρωπο και τη ζωή, ξετυλίγονταν μυστηριακά με τις χρωματιστές κλωστές… Πώς έγινε τώρα και μέσα στην έρημη πλατεία, μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα ξεπετάχτηκε τούτη η ηλιόλουστη εικόνα από το θησαυροφυλάκιο των παιδικών μου χρόνων, δεν θα μπορούσα να πω. Γεγονός είναι πως από κει και πέρα το θυμικό μου αλάφρωσε. Τι αναζητούσα σε τούτο τον ερημικό περίπατο; Το χτες, το σήμερα; Τι νόημα έχει να χωρίζουμε το χρόνο όταν δουλεύει έξω από τη θέλησή μας ένας αυτόνομος μηχανισμός, και σε μια απειροελάχιστη στιγμή θαύματος, φέρνει ολοζώντανα στην πρώτη γραμμή ανθρώπους και πράγματα, ήχους και χρώματα;

Ο Παναγιώτης Μιχελής - ας είναι αλαφρό το χώμα που τον σκεπάζει - μου είχε πει κάποτε με φωνή πνιγμένη στη νοσταλγία:

-Έχει μείνει μέσα μου η μυρωδιά του Μαρκάτου. Πετσί μύριζε, δουλεμένο πετσί. Μικρός τριγύριζα στα μαγαζάκια του Μαρκάτου και χάζευα με τις ώρες… Δεν είναι περίεργο; Όλες οι εικόνες φεύγουν, άνθρωποι και τοπία, σπίτια και δέντρα. Όλα φεύγουν. Η μυρωδιά του πετσιού μένει μέσα μου. Αυτό είναι η Πάτρα για μένα: το Μαρκάτο και τα μαγαζιά του που δεν τα έζησα.

Ήταν στ' αλήθεια απίθανη τούτη η κουβέντα σε ένα επίσημο δείπνο, που μας απομόνωνε ξαφνικά από όλους τους άλλους. Προσπάθησα κι εγώ τότε να βρω και να πω τι ήταν εκείνο που μου έμενε παράλογα αμετακίνητο, από τον τόπο μου. Ήταν η θάλασσα, ήταν το κάστρο, ήταν ο μόλος, οι δρόμοι; Αναζητούσα ένα, ένα και μόνον που να φέρνει όλα τα άλλα μαζί, ένα κυριαρχικό, που να ανοίγει μια πόρτα στο χρόνο, κάτι σαν τη μυρωδιά του Μαρκάτου που συγκινούσε εκείνον, μα δεν το βρήκα.

Σαν έφτασα στη γωνία που διασταυρώνεται η Μαιζώνος με την Αγίου Νικολάου, ένιωσα για μια στιγμή την ξαφνική διάθεση να συνεχίσω τον νυχτερινό μου περίπατο κάτω από τις στοές, προς τα πάνω, αναζητώντας την αποκαλυπτική στιγμή, που θα έδινε ίσως και σε μένα τη συμπύκνωση του χρόνου που έφυγε. Δεν προχώρησα. Το ήξερα πως είναι μάταιο, δεν γίνονται αυτά όταν τα αναζητάς με το μυαλό. Κατηφόρισα σιγά στην παραλία. Γύρισα την πλάτη στην καινούρια προβλήτα, που σαν κακόγουστο ελικοδρόμιο πήρε τη θέση του μόλου με το φάρο, και που με έφερε βίαια στη σημερινή πραγματικότητα. Ένα-δυο καράβια ξεφόρτωναν αυτοκίνητα. Κόσμος πηγαινοερχόταν στο σταθμό και στην παραλία. Βιαστικός, ολοζώντανος σημερινός κόσμος. Άρχισε πάλι να ψιλοβρέχει. Βαθιά άστραφτε και φαινόταν να έρχεται θύελλα. Πότε-πότε φωτιζόταν η Παλιοβούνα, κι έδειχνε μέσα στη νύχτα και στην αστραπή ολότελα ονειρική.

Δεν πορευόμουν εις έρημον. Μια ζωντανή πολιτεία με τις ομορφιές της και τις ασχήμιες της με κύκλωνε και απαιτούσε την έγνοια μου, τη νοσταλγία μου, την αγάπη μου. Ήμουν ένα μέρος της και εγώ γιατί ένιωθα τις ρίζες μου εκεί. Δεν πορευόμουν πια σε ξένο τόπο, και ίσως μέσα στην ασάφεια της βροχερής χειμωνιάτικης νύχτας, να είχα κατά κάποιο τρόπο συναντήσει τον εαυτό μου στο πρόσωπο του Ινδού με το σαρίκι, που αμίλητος και τελετουργικός κορόιδευε τον κόσμο ή δίδασκε το θαύμα.

Γαλάτεια Σαράντη, «Επισκέπτεσθαι εμαυτόν», Το ποτάμι, Αθήνα, Εστία, 1992, σσ. 155-160.