Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κύριοι, κυρίες και παιδιά βολτ΄ρουν στο μόλο

Πριμαρόλια (απόσπασμα)

Ο Διονύσης είχε βγει στην πόρτα του γραφείου του. Μιλούσε συνοφρυωμένος μ’ έναν χωρικό και κάτι τον δασκάλευε. Το βλέμμα του όμως άλλαξε όταν τις συνάντησε.

«Ό,τι χρειάζεται για να ανοίξει η όρεξη, κυρία Μέλπω μου. Πάτε για το μόλο, έτσι; Θαυμάσια μέρα. Θα έρθω κι εγώ μόλις ξεμπερδέψω — μετά το χτεσινό ξενύχτι ο θαλασσινός αέρας χρειάζεται».

Όσο πλησίαζαν το μόλο τόσο πύκνωναν οι γνωστοί. Οι Πατρινοί βρίσκονταν όλοι έξω να απολαύσουν τη λιακάδα. Όσοι δεν έκαναν τις βόλτες τους στην πλατεία του Γεωργίου τις έκαναν στην παραλία.

Αρόδο στεκόταν το Τριεστίνικο της ταχτικής γραμμής, μια βάρκα ξεκινούσε για την Τερψιθέα, στις σκάλες πέρα ήταν αραγμένα καΐκια και μεγάλες ψαρόβαρκες. Τα σκάφη με τα διάφορα χρώματά τους έκοβαν το γαλάζιο της θάλασσας και το ζωντάνευαν. Στο μόλο, πάνω κάτω, πάνω κάτω, οι κύριοι χαιρετούσαν με ελαφρή υπόκλιση ανασηκώνοντας τα καπέλα τους, οι κυρίες κρατούσαν τις μακριές φούστες τους μην τους τις πάρει ο αέρας, ενώ διακριτικά περιεργάζονταν η μια τα ενδύματα περιπάτου της άλλης, και μάλιστα της κυρίας Ρεδιάδη του προϊσταμένου του Τελωνείου και της κυρίας Καραμπίνη, που ήταν πολύ κοκέτες και φέρναν τα ρούχα τους από το Παρίσι. Δυο δυο, τρεις τρεις, οι Πατρινοί συναντιώνταν και αντάλλαζαν μερικές κουβέντες και πάλι χώριζαν, άλλοι για να γυρίσουν προς την πλατεία Τριών Συμμάχων κι άλλοι για να πάνε να καθίσουν στο ωραίο καφενείο, την «πλατεία εν μέση θαλάσση», όπως το διαφήμιζαν οι εφημερίδες, που λειτουργούσε ολόγυρα στη βάση του κυλινδρικού φάρου.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και κρυσταλλένια. Τι κρίμα που το εργοστάσιο ήταν τόσο μακριά και ο Κίμων δεν μπορούσε να πεταχτεί από τη δουλειά του, να κάνει μαζί τους μια βόλτα στο μόλο.

Καθώς πήγαινες προς το Φάρο αντίκριζες τους τόνους του μπλε, μια θάλασσα λουλακιά κι από μέσα της, καλλίγραμμοι ανάλαφροι όγκοι, υψώνονταν τα βουνά της Αιτωλίας στις λεπτές αποχρώσεις του γκριζογάλαζου έως το ροδαλό των γυμνωμένων κορυφών τους, ενώ στην μπούκα του Πατραϊκού διαγραφόταν γλαυκό το περίγραμμα της Κεφαλλονιάς. Μόλις έκανες τη στροφή, αφήνοντας πίσω σου το Φάρο, η εικόνα πρασίνιαζε — ο Παναχαϊκός με τη σκοτεινή ζώνη των κωνοφόρων κάτω από το χιονισμένο σκούφο του, οι ασημίζουσες ελιές στα πεδινά, εδώ κι εκεί υψηλόκορμα δέντρα, λεύκες, φοίνικες, κυπαρίσσια, το λαμπερό βαθυπράσινο στα δεντροπερίβολα των περιχώρων, αμπέλια, αμπέλια, αμπέλια, και οι κήποι των σπιτιών, ένας κατακλυσμός αποχρώσεων από το λεμονί ως το κυπαρισσί, όλα τονισμένα από τις κόκκινες σκεπές της πόλης και τα σεβάσμια αγκωνάρια του κάστρου, χρυσωμένα από το χρόνο.

Η Πάτρα βολτατζάριζε μια προς το πράσινο μια προς το γαλάζιο, και πάλι προς το πράσινο, οι άντρες για «μία μόλο» σε μια διακοπή της δουλειάς τους, οι μητέρες με τα μικρά παιδιά τους στα καρότσια και τα μεγαλύτερα να τρέχουν εδώ κι εκεί.

Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια, Αθήνα, Εστία, 51999 (1998), σσ. 134-135, 318-319.