Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μνήμη ανθρώπου, λήθη ανθρώπου

Μνήμη ανθρώπου, λήθη ανθρώπου

Στον Βασίλη Λαδά

Κανένας τους δεν σίμωσε ούτε καν γι' αστείο το στόμα του στη μαντική πηγή, που κάποτε μάντευε την πορεία μιας αρρώστιας μέσα από έναν καθρέφτη, μόλις βυθισμένο στο νερό. Το πρόσωπο του αγαπημένου αρρώστου ζωγραφιζόταν μια στιγμή πάνω στο κάτοπτρο. Νεκρό ή ζωντανό. Έτσι μαντεύανε τη μοίρα του οι γυναίκες, τότε που ο χρόνος δεν είχε ακόμη μετρηθεί.

Αλλά το έτος 2002 κανένας τους δεν άγγιξε το τάσι, το κρεμασμένο με μιαν αλυσίδα πάνω από το μαρμαρένιο στόμιο της πηγής. Το μέρος ήταν πια γνωστό σαν το 'Πηγάδι του Αϊ-Αντρέα' και δεν στέρεψε, υποστηρίζουν κάποιοι πολυπράγμονες, το δάκρυ της πηγής -εννοώντας βέβαια το αρχαίο μαντικό νερό-, επειδή δίπλα του μαρτύρησε ο Απόστολος πάνω σε δυο μαδέρια καρφωμένα χιαστί, ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, σταυρωμένος πάνω στον χοντρό κορμό μιας ελιάς δίπλα στο νερό. Λένε ακόμη ότι, έως και σήμερα, όποιος πίνει από το άγιο νερό της πηγής, αξιώνεται να ζήσει για να ξαναγυρίσει στην Πάτρα και να ξαναπιεί.

Οι Κούρδοι όμως δεν θέλουν να ξαναγυρίσουνε στην Πάτρα. Γι' αυτό δεν ήπιαν. Να φύγουν θέλουνε, με τα μεγάλα άσπρα φέρι-μποτ. Να φύγουν όσο γίνεται πιο μακριά από τα σκαλοπάτια της εκκλησίας του Απόστολου, που κομπάζει χτισμένη δίπλα στο υπόγειο αγίασμα. Δεκέμβρης ήταν, κρύα νύχτα, όταν κάθισαν στα φαρδιά μαρμαρένια σκαλοπάτια του ναού ικέτες, έπειτα από μια απίστευτη πορεία. Την παραμονή σκοτώθηκε ένας δικός τους. Είχε κρυφτεί σε μια νταλίκα για να φύγει -λένε-, ανακαλύφθηκε, χτυπήθηκε, έτρεξε να σωθεί, έπεσε από ψηλά. Ήτανε μόλις δεκαοχτώ χρονών, ένας άντρας έφηβος. Δεν θα προλάβαινε ούτε καν την Πρωτοχρονιά του τρίτου χρόνου της καινούργιας χιλιετίας, που θα γιορταζόταν σε λίγες μέρες. Μα ως άντρας έφηβος, μακάρι να είχε προλάβει έστω τη μικρογραφία μιας ολόκληρης ζωής. Γιατί βαθιά μέσα στον άντρα που είχε ξεκινήσει από το Κουρδιστάν, συγκεκριμένα από το επίφοβο Ιράκ, και μπόρεσε να φτάσει έως την Πάτρα -την πόλη που για την ταπεινή δική του χάρη ξαναχρίστηκε Πύλη της Δύσης-, σίγουρα θα κρυβόταν το κουκούτσι μιας εφηβείας κουτσουρεμένης, ασφυκτικής, αν όχι και μαρτυρικής και ασφαλώς για τούτο καθαγιασμένης.


Ξεκίνησαν την πορεία τους από τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, το όριο κατά κάποιον τρόπο της περιοχής τους από τη μια μεριά. Από την άλλη, έθετε κάτι σαν αθέατο σύνορο το τείχος των ακριβών παράκτιων πολυκατοικιών, πρόσφατα χτισμένων πάνω στα πανάρχαια έλη, που τα μπαλώματά τους φαίνονται ακόμη δώθε κείθε στην ακτή. Αυτά, μα καθώς φαίνεται όχι μόνο αυτά, δώσανε στην Πάτρα το όνομα Maremma, έστω και στο μυαλό ενός ακριβού της γιου που αυτοκτόνησε, ενός επαναστάτη και ρομαντικού, πάει αιώνας, στην κατάμαυρη, την παγωμένη νύχτα ενός άλλου Δεκεμβρίου. Αλλά τον Δεκέμβριο του 2002 η επιλήσμων πόλη απέστρεφε το βλέμμα από την κατάμαυρη, την παγωμένη θάλασσα και αρμένιζε σε φωτεινά ενδότερα πελάγη, αφού πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τέτοιες μέρες το χειμώνα έπεφτε νωρίς σκοτάδι, αλλά οι κεντρικοί της δρόμοι, ολόφωτοι, είχαν ξεχάσει έως και το σκοτάδι. Παντού αναβόσβηναν γιρλάντες που εικόνιζαν πολύχρωμα άστρα με ουρά, κεριά αναμμένα, Αγιοβασίληδες σε έλκηθρα που τα σέρνανε ελάφια, αγγέλους με χρυσές τρομπέτες, γονατιστούς ποιμένες, μάγους με καμήλες, ή απλώς μεγάλους φιόγκους κατακόκκινους. Έως και στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία με το θέατρο και τα δυο σιντριβάνια, όπου είχε στηθεί μια γιγαντιαία φάτνη με τη σκηνή της γέννησης στη σπηλιά, τα γυμνά κλαδιά όλων των δέντρων που την τριγύριζαν είχαν στολιστεί με λευκές ηλεκτρικές φλογίτσες. Πολλές προσόψεις πολυκατοικιών είχαν από πάνω μέχρι κάτω φωτεινά καράβια, κεριά, γεννήσεις και άλλα παρόμοια εορταστικά ντεκόρ. Αρμένιζε λοιπόν η πόλη σε κύματα φωτός, αλλά και πάνω σε κύματα χριστουγεννιάτικων μελωδιών που ξεχυνόντουσαν από παντού στη διαπασών, εξαρθρωμένες κάπως από τα μεγάφωνα του Δήμου.

Οι Κούρδοι άφησαν τη θάλασσα, έστριψαν και μπήκαν στην πόλη. Άρχισαν να διασχίζουν την πιο μεγάλη εμπορική οδό. Βάδιζαν όλοι τους με απόλυτη σιωπή. Ούτε λέξη, ούτε σχεδόν ανάσα. Ο καθένας τους είχε στο χέρι ένα φτηνό κεράκι αναμμένο, κεριά από την εκκλησία κοντά στα λημέρια τους. Τότε, ο κόσμος που αγόραζε δώρα και δώρα κι άλλα δώρα στάθηκε ξαφνικά εμβρόντητος στα φαρδιά και φωτισμένα πεζοδρόμια, σφίγγοντας πάνω στο σώμα τα λογής πακέτα, σαν για να πάρει θάρρος από την ύπαρξή τους. Πού είχαν βρεθεί όλοι αυτοί οι μελαχρινοί παρίες, αυτοί οι αρουραίοι του λιμανιού, αναρωτήθηκαν. Ποιος άφησε να στάξει η μαύρη τους θλίψη, η κουφόβραση καλύτερα κάποιας οργής, επάνω στα χρυσά χριστουγεννιάτικα στολίδια; Και γιατί σβήνανε όλα τα φώτα ξαφνικά;

Όντως αυτό συνέβη. Καθώς περνούσανε οι Κούρδοι, έσβηναν για δευτερόλεπτα, ώσπου να περάσουν, όλα τα φώτα από τις γιρλάντες, από τις βιτρίνες, από τα κλαδιά των δέντρων, από τις πολυκατοικίες, από τη μνήμη ακόμη των κατοίκων για τις εορταστικές φωτοχυσίες, τα πυροτεχνήματα. Το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο, το πράσινο, το γαλάζιο, το βαθύ μπλε, το μαβί· τα εφτά χρώματα του ουράνιου τόξου. Έσβηναν έως και τα μεσαία φώτα των αυτοκινήτων στους κάθετους δρόμους, που περίμεναν να περάσουνε οι Κούρδοι. Σιωπούσαν μια στιγμή και τα στριγκά μεγάφωνα. Απόλυτη σιωπή -αν και ακουγόταν, θα μπορούσε μάλλον να ακουγόταν, ο αχός της αφρισμένης μαύρης θάλασσας όλων των χειμώνων. Απόλυτο σκοτάδι, μέσα στο οποίο έλαμπε σαν το άστρο πάνω από τη σπηλιά η κάθε φλόγα από τα αγιοκέρια των Κούρδων. Παρά το δυνατό της φως, η αβέβαιη φλόγα έφευγε δεξιά ζερβά, πότε κατά τη μεριά της μνήμης, πότε κατά τη μεριά της λήθης.

Οι Κούρδοι απομακρύνθηκαν, η πόλη βρήκε αμέσως τον γιορταστικό ρυθμό της. Υπήρξαν μερικοί ανάμεσα στον κόσμο που ηρέμησαν κάνοντας τη σκέψη ότι αυτή η σκοτεινή παρένθεση, που μόλις έκλεισε, δεν ήταν μια πορεία των Κούρδων αλλά μια πομπή των Κούρδων, ενδεχομένως ένας δικός τους επιτάφιος. Οι Κούρδοι ήταν βέβαια μουσουλμάνοι, οι πιο πολλοί τους, ποιος όμως ξέρει πώς, πότε και τι ακριβώς γιόρταζε κάθε θρησκεία - να τολμούσαν άραγε να πουν 'κάθε πολιτισμός'; Έμοιαζε πάντως με τον χριστιανικό ορθόδοξο επιτάφιο η πομπή τους. Μακάρι να γιορτάζανε κι αυτοί ειρηνικά ένα θρησκευτικό τους έθιμο, όπως οι κάτοικοι της πόλης θα γιόρταζαν σε λίγο τα Χριστούγεννά τους. Μα κι έτσι ακόμη, ήταν τόσο φτωχός ο επιτάφιος αυτών των φτωχών, που καν δεν υπήρχε το νεκρό σώμα ενός θεού τους να το περιάγουν νύχτα στις οδούς. Κάποιων το μυαλό πέταξε μια στιγμή στον νεαρό νεκρό που περίμενε τα χαρτιά του στο νεκροτομείο, ολομόναχος πέρα στους λόφους, μα αυτοί ήταν λίγοι, ελάχιστοι.

Η πορεία των Κούρδων κατέληξε στην πλατεία του Αγίου Αντρέα, άλσος πιο πολύ παρά πλατεία, που έβγαζε στη θάλασσα. Μια θάλασσα συνήθως σκεπτική, αφού βρισκόταν μακριά από τη βουή του λιμανιού με τα μεγάλα πλοία που ευαγγελίζονταν την Ιταλία. Διψούσαν απ' το δρόμο, αλλά κανένας τους δεν σίμωσε ούτε καν γι' αστείο το στόμα του στη μαντική πηγή, που κάποτε μάντευε την πορεία μιας αρρώστιας μέσα από τον καθρέφτη. Μια γουλιά από το νερό της μπορεί να ρουφούσε όλη τη θάλασσα μπροστά τους, και δεν θα μπορούσαν πια να φύγουν. Κάθισαν απλώς στα μαρμαρένια σκαλοπάτια του χριστιανικού ναού με αναμμένα τα κεράκια τους. Βουβοί. Για ώρα. Με το βλέμμα τους στραμμένο κατά τη μεριά της θάλασσας. Χωρίς να τη βλέπουν. Ήτανε και σκοτάδι, δεν ξεχώριζε από τον ουρανό. Έμοιαζε σαν να κρεμότανε μπροστά τους ένα τεράστιο πένθιμο σεντόνι. Πίσω του κρυμμένοι έκλαψαν, όσοι έκρυβαν τα δάκρυά τους από τους κατοίκους αυτής της πόλης. Κι έπειτα ονειρεύτηκαν ξανά την κιβωτό ενός άσπρου μεγάλου πλοίου που τους έσωζε κρυμμένους μέσα στην κοιλιά του. Διότι μέσα στο σκοτάδι, μέσα στα δάκρυα, ονειρεύεται κανείς τα πιο βαθιά του όνειρα.

Ρέα Γαλανάκη, «Μνήμη ανθρώπου, λήθη ανθρώπου», στη συλλογή διηγημάτων: Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι, Αθήνα, Καστανιώτης, 2004, σσ. 31-32 & 35-39