Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η κίνηση του λιμανιού

Η Πόλη και ο Μύθος

Ένα βαρύ συννεφιασμένο κυριακάτικο πρωινό του Φεβρουαρίου του 2000, αφού είχαν τελειώσει στην πόλη οι γιορτές του Ιωβηλαίου της χιλιετίας και επέκειντο οι γιορτές του καρναβαλιού, χάζευα και πάλι στην προβλήτα της Αγίου Νικολάου τους ελάχιστους περιπατητές κι ένα συνεργείο που τοποθετούσε μάσκες στους στύλους για τα καρναβάλια. Τα σύννεφα μαύρα κύκλωναν απειλητικά την Παλιοβούνα. Επρόκειτο να βρέξει. Τότε εισήλθε στο λιμάνι ένα μεγάλο επιβατικό, με ταχύτητα μεγάλη για λιμάνι και ανεπίτρεπτη, άδειο από επιβάτες, σηκώνοντας κύματα με τον όγκο του επικίνδυνα για τις λίγες βάρκες που ήσαν δεμένες. Εισήλθε σαν να φοβόταν μην καταστραφεί από την επερχόμενη καταιγίδα. Ήταν ένα μεγάλο καράβι της σειράς των σούπερ φαστ όπως τα λένε, που δρομολογήθηκαν στη γραμμή Αγκόνας-Πάτρας. Ήταν φρεσκοβαμμένο κι έλαμπε σαν μεγάλο παιχνίδι. Έκανε ελιγμό να δέσει παράλληλα στη βόρεια πλευρά της προβλήτας με την πρύμη προς τον σιδηροδρομικό σταθμό. Πετάχτηκαν δυο-τρεις από τα υπόστεγα της προβλήτας, και έδεσαν τα παλαμάρια του στις αγκωνές. Αυτοί ήταν όλοι όσοι το υποδέχτηκαν. Δεν υπήρχε στο λιμάνι το συνηθισμένο πλήθος της υποδοχής. Λιμενικοί, αστυνομικοί με εκπαιδευμένα σκυλιά, τελωνειακοί, ταξιτζήδες. Όπως έδεσε το καράβι έμεινε ακίνητο. Δεν έκανε λοιπόν αυτό το καράβι δρομολόγιο αλλά ούτε ήταν ένα καράβι συνηθισμένο στις γραμμές Πάτρας-Ιταλίας, γιατί έδειχνε απολύτως καινούργιο και το οξύ από το φρέσκο χρώμα πέρασε μέσα από την υγρασία του λιμανιού σε όλη την προβλήτα. Φαινόταν σαν να κατέπλευσε πρώτη φορά στην Πάτρα. Όμως αν ήταν έτσι, θα υπήρχαν επίσημοι να το υποδεχτούν, τουλάχιστον ένας πράκτορας, ένας δημοσιογράφος. Ένα καινούργιο καράβι στη γραμμή είναι γεγονός οικονομικό και κοινωνικό. Γιατί το καράβι εισήλθε σαν παράνομο, σαν ανεπιθύμητο στο λιμάνι; Τι έκρυβε; Τι φοβόταν; Πήγα προς το μέρος του και είδα το όνομά του στην πλώρη και κατάλαβα. Ήταν το «Σούπερ Φαστ ΙΙΙ», το καράβι που πριν μερικούς μήνες το φθινόπωρο του 1999 είχε ανάψει φωτιά στο κήτος του κι είχαν καεί δεκατέσσερις λαθρομετανάστες, αβοήθητοι, κρυμμένοι στα φορτηγά αυτοκίνητα που μετέφερε στην Ιταλία το καράβι. Εκεί κοντά στη Βαράσοβα, προς τα δυτικά.

Το καράβι τώρα, Φεβρουάριο του 2000 ύστερα από μερικούς μόλις μήνες από την πυρκαγιά, γύριζε από το ναυπηγείο που επισκευάστηκε κι έσβησε τα ίχνη της φωτιάς με φρέσκο χρώμα. Γι' αυτό μπήκε γρήγορα και βιαστικά στο λιμάνι σαν κλέφτης. Από ενοχή γιατί δεκατέσσερις νέοι είχαν καεί σε αυτό. Δεκατέσσερις άνθρωποι, νέα παιδιά που είχαν περάσει κι αυτοί τις πύλες του λιμανιού αναζητώντας το όνειρο στη Δύση. Άλλοι από καθαρή ανάγκη, άλλοι γιατί ήθελαν να κάνουν το ταξίδι του Οδυσσέα, να ζήσουν, όπως όλοι οι νέοι, τη μεγάλη περιπέτεια. Ανάμεσά τους και μια γυναίκα που άφησε παιδιά και σπίτι να βρει τον ξενιτεμένο άντρα της στη Γερμανία, γιατί καλοθελητές τής είχαν πει πως τα είχε φτιάξει και συζούσε με άλλη. Ήθελε να τον φέρει πίσω, στη γη τους και στα παιδιά. Και οι δεκατέσσερις έρχονταν από τα ταραγμένα, τα άνυδρα εδάφη της Μέσης Ανατολής, από τις δικτατορίες. Και πήγαιναν στην άτεκνη Δύση, που είχε όμως το χρυσάφι και τη δύναμη του χρυσού. Χάθηκαν μέσα σ' αυτό το καράβι, το «Σούπερ Φαστ ΙΙΙ», πριν από μερικούς μήνες κι ο κόσμος στην Πάτρα το είχε ήδη ξεχάσει. Το είχε παντελώς ξεχάσει και το Σούπερ Φαστ, τώρα δεχόταν τη βροχή του Φεβρουαρίου και σε όλο το λιμάνι απλωνόταν υποκριτική ησυχία, σαν να έδινε η βροχή του αθώου ουρανού άφεση αμαρτιών.


Τέλη Σεπτέμβρη του 2000 και ξαναβρίσκομαι στην προβλήτα της Αγίου Νικολάου. Είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος, η ώρα που μπορείς να δεις τον ήλιο στα μάτια. Τα καράβια φεύγουν το ένα μετά το άλλο για την Ιταλία γεμάτα με τουρίστες που τέλειωσαν τις καλοκαιρινές διακοπές τους, φορτηγά φορτωμένα φρούτα, φοιτητές που σπεύδουν στις σπουδές τους. Γυλιοί, σακίδια πολύχρωμα, ξανθά κορίτσια μαυρισμένα πάνω στις μοτοσικλέτες τους. Πούλμαν με εκδρομείς από όλη την Ευρώπη. Από τη Σλοβενία, την Κροατία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, με αυτοσυγκρατημένους τουρίστες, σε αντίθεση με τους φασαριόζους μεσογειακούς. Φεύγουν τα καράβια, ο τριγμός της άγκυρας που ανεβαίνει σκεπάζει τις γλυκές φωνές, τα Ι.Χ. μπαίνουν με μανούβρες στο κήτος των καραβιών. Οι ναυτεργάτες βιάζονται να γίνουν όλα γρήγορα, σα να θέλουν να προλάβουν το ηλιοβασίλεμα. Πριν από έναν αιώνα ακριβώς, το λιμάνι τέτοια εποχή είχε επίσης μεγάλη κίνηση. Όχι με τουρίστες και φορτηγά που φόρτωναν τα επιβατηγά πλοία, αλλά με κάσες σταφίδες, με εργάτες αχθοφόρους που φόρτωναν τα φορτηγά με καραγωγείς και άλογα. Μεγάλη βουή και ωραίες μυρωδιές στο λιμάνι και τότε. Και πάντα οι μικροπωλητές, οι αιώνιες κλωστές του χρόνου, που πωλούσαν κάθε λογής εμπόρευμα, και τότε και τώρα.

Για τον θόρυβο του λιμανιού στην ακμή του εμπορίου της σταφίδας έγραψε ο Μητσάκης στον «Αυτόχειρα» αλλά κι ο αγνοημένος Πατρινός σατιρικός ποιητής Ηλίας Συνοδινός. Κάποιο ρίγος από τη ζωή τους θα διαπερνά σήμερα την προβλήτα, που το χαρούμενο σμάρι των τουριστών παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Ανάκατοι με τους τουρίστες και οι λαθρομετανάστες. Ξεχωρίζουν από το ντύσιμό τους. Κι από το χρώμα τους όσοι έρχονται από τη Μέση Ανατολή, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τα κρατίδια του μαλακού υπογάστριου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπάρχουν όμως και κατάξανθοι Σλάβοι, Ουκρανοί και Αλβανοί, ξερακιανοί και ψηλοί γκέκηδες. Όλοι μαζί περιμένουν να φύγουν με τον τρόπο του ο καθένας.

Βασίλης Λαδάς, «Η πόλη και ο μύθος» στο: Η Πόλη και ο Μύθος. Αφηγήματα για την Πάτρα, εκδόσεις ΔΕΠΑΠ Δήμου Πατρέων, 2002, σσ. 31-34 & 44-45