Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Για ένα κρυμμένο ραδιόφωνο (προφορική μαρτυρία–αφήγηση)

ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ

 

ΕΙΜΑΣΤΑΝ ΠΟΛΥ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ πριν τον πόλεμο εγώ κι ο μικρότερος αδελφός μου. Ο μπαμπάς ήτανε διευθυντής σε βιβλιοπωλείο, η μητέρα είχε βιβλιοδετικό εργαστήριο.

Με τον πόλεμο και με την κατοχή αλλάξανε όλα. Ο πατέρας κι η μητέρα φροντίζανε να βρούνε κάτι να φέρουνε στο σπίτι να φάμε, αυτή πια ήτανε η πρώτη και κύρια φροντίδα, φέρνανε λαχανίδες, χαρουπόμελο, μας δίνανε από κανένα αυγό κομμένο στα δύο.

Το Μάρτη του '44 συλλάβανε οι Γερμανοί τον μπαμπά κι όλο το προσωπικό του βιβλιοπωλείου. Για ένα κρυμμένο ραδιόφωνο. Εμάς δε μας λέγανε και πολλά. Η μητέρα όλο έξω έτρεχε, πήγαινε και στη φυλακή. Μέναμε μόνοι, το σπίτι αγρίεψε. Είπανε ύστερα πως θα στείλουνε το μπαμπά στη Γερμανία όμηρο. Τότε πουλήσαμε πολλά πράματα, μέρα νύχτα έτρεχε η μαμά, πλήρωσε λίρες και τον έσωσε από κείνη την αποστολή.

Μια βραδιά το καλοκαίρι καλέσανε τη μαμά και πήγε στον κινηματογράφο με το γιατρό και τη γυναίκα του που κατοικούσανε απέναντι. Δεν είπα τίποτα μα ήθελα να πάω κι εγώ. Ήρθε η ώρα να γυρίσουνε αργούσανε. Ήρθε η ώρα που απαγορεύεται να κυκλοφορεί κανείς στο δρόμο. Τίποτα, οι δρόμοι άδειοι, δεν μπορούσαμε να βγούμε πια ούτε μια. Ο αδελφός μου έκλαιγε, δεν πλάγιαζε στο κρεβατάκι του, τρέχαμε όλο στα παράθυρα. Κάποιο αυτοκίνητο ακούσαμε που σταμάτησε στην πολυκατοικία που έμενε ο γιατρός κι η γυναίκα του απέναντι. Ήτανε γερμανικό, ακούσαμε ύστερα φωνές και τρυπώσαμε, τρέμαμε, μας πήρε ο ύπνος.

Το πρωί έφτασε μια θεία και μας πήρε στο σπίτι της. Εκεί μικροί μεγάλοι ζαλισμένοι, κλαμένοι, μεγάλη ταραχή. Σε μας κάνανε πως μιλούνε φυσικά: «Πιες το φασκομηλάκι σου… νά και μια κουταλίτσα μελί…» Εμείς δε μιλούσαμε, δε ρωτήσαμε, ο φόβος μας είχε παραλύσει, μας βάλανε και κοιμηθήκαμε.

Δε θυμούμαι πότε πρωτοάκουσα, πως καταλάβαμε την αλήθεια, ότι τη μητέρα την τουφεκίσανε οι Γερμανοί - ούτε και τη μάθαμε ποτέ την αλήθεια ολόκληρη.

Ο πατέρας βγήκε απ' τη φυλακή, άμα φύγανε οι Γερμανοί, το Σεπτέμβριο. Πέρασε μετά πολύς καιρός, χρόνια και διάβασα ένα γραπτό του όπου έγραψε όσες πληροφορίες μάζεψε. Ότι γνωρίστηκε η μητέρα με την οικογένεια του αντικρινού γιατρού, όπου έμενε κι ένας Γερμανός αξιωματικός. Όταν φυλακίστηκε ο πατέρας, η κυρία είπε της μητέρας ότι μπορούσε να πληρώσει λίρες σε κάποιο γραφείο Ελλήνων και Γερμανών γιατρών και να τον βάλουν σε Νοσοκομείο να γλιτώσει τη μεταφορά στη Γερμανία. Πήρε αυτή στο χέρι 15 λίρες που εξοικονόμησε η μητέρα, τον βάλανε πράγματι στο Νοσοκομείο και γλίτωσε τότε τη μεταγωγή. Μάλιστα η κυρία έδινε θάρρος στη μητέρα, ότι δήθεν έχει τρόπο να τον βγάλει απ' τη φυλακή, ότι έχει γνώριμο έναν αξιωματικό των Ες Ες. Θα φροντίζανε χωρίς αμοιβή. Αλλά εκείνο το βράδυ τους πήραν τα Ες Εσ απ' τον κινηματόγραφο, τους σκοτώσανε στο δρόμο το γιατρό, τη γυναίκα του και τη μητέρα μας. Βρεθήκανε τα 3 πτώματα λίγο πιο πάνω απ' τον Ερυθρό Σταυρό, προς τη λεωφόρο. Είπανε ύστερα εκεί στη συνοικία ότι αυτό έγινε κατά τις 10 τη νύχτα εκείνη και ότι μια γυναικεία φωνή φώναζε: «Είμαι αθώα… παιδιά, παιδιά μου…» Βρέθηκε με σπασμένο το κρανίο απ' τις σφαίρες… Δεν ήξερε κανείς που τους θάψανε.

Στον παράνομο τύπο ένας φίλος μας διάβασε τ' όνομα της γυναίκας του γιατρού σαν όργανο των Ες Ες, με δράση διπλή, σατανική και ήξερε πολλά μυστικά γι' αυτό εκτελέστηκε, κοντά σ' αυτήν πήγαν και οι άλλοι. Επίσης ακούστηκε πως εκτελέστηκε κι ο αξιωματικός, ήταν δήθεν αντιναζής ή προβοκάτορας. Το καμιόνι που ήρθε στο σπίτι τους εκείνη τη νύχτα είχε μέσα 6 Γερμανούς κι έναν διερμηνέα. Στην αρχή καθησυχάσανε την κόρη που φώναζε, ότι τάχα τους έστειλε ο πατέρας της, βγάλανε κλειδιά ένα μάτσο, ανοίξανε συρτάρια, ντουλάπια, έπειτα τη δείρανε και επειδή πάλι ξεφώνιζε - αυτηνής τις φωνές είχαμε ακούσει - ρίξανε σ' ένα τζαντάκι χρυσαφικά, ένα σακουλάκι λίρες, πήρανε κι έναν μπόγο ρούχα και φύγανε. Μπορεί να ήτανε και ληστεία, ποιός να εξετάσει και να μάθει.

Ο πατέρας έγραψε και ποιήματα για τη μητέρα μας - ήτανε ποιητής.

Έλλη Παπαδημητρίου-Μαρία Στασινοπούλου (επιμ.), Ο Κοινός Λόγος, Ερμής, 2003, τ. Β΄, σ. 74-76