Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μυαλό έχεις , βάλ’το να δουλέψει

Κεφάλαιο 1

Όταν, με την καινούρια σχολική χρονιά, ο Τζέικ μπήκε στην αυλή του σχολείου, τα μόνα καινούρια πρόσωπα που είδε ήταν ένα αγόρι σε αναπηρική καρέκλα που φαινόταν από μίλια μακριά ότι ήταν καινουριοφερμένος, και ένας άντρας που, όπως σκέφτηκε ο Τζέικ, πρέπει να ήταν ο πατέρας του (και ήταν τελικά).

Ο Τζέικ είχε ξαναδεί παιδιά σε αναπηρική καρέκλα, αλλά ποτέ στο σχολείο τους. Νόμιζε ότι «τέτοια παιδιά» πήγαιναν σε ειδικά σχολεία. Δεν του 'χε περάσει απ' το μυαλό ότι ένα ανάπηρο παιδί θα 'θελε να πάει σε "κανονικό" σχολείο.

Δεν είχε καταλάβει, στο μεταξύ, ότι άθελα του κοίταζε συνεχώς το παιδί, γιατί, ξαφνικά, το αγόρι τον κοίταξε κατάματα.

- Τίιι… συμβαίνει; Δεν έχεις ξαναδεί άνθρωπο σε αναπηρική καρέκλα; είπε περιφρονητικά. Ο Τζέικ τα 'χασέ.

- Με… με… συ… συγχωρείς, δεν… δεν… το… ήθελα… ψέλλισε, κατακόκκινος από ντροπή.

- Ναι, καλά! Δεν το 'θελες, αλλά να το μάτι σου! Λες και δεν τα ξέρω! είπε το αγόρι με πίκρα.

- Σου ζήτησα συγγνώμη! είπε ο Τζέικ έντονα.

- Σιγά τον πολυέλαιο! απάντησε το αγόρι με αγένεια.

- Όχι και σιγά τον πολυέλαιο! Είπαμε, ζήτησα συγγνώμη, επανέλαβε ο Τζέικ!

- Βέβαια. Τώρα σώθηκα… Ο Τζέικ έχωσε την άκρη του παπουτσιού του σε μια τρύπα στο μπετόν της αυλής και το έστριβε.

- Τί να σου κάνω, φιλάρα; Φαίνεται έχεις αποφασίσει να τα παίρνεις στραβά, ό,τι κι αν σου πούνε. Δικαίωμα σου!

Για κάμποσες στιγμές τα δυο αγόρια κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια. Ο Τζέικ σκέφτηκε σοβαρά να φύγει και να παρατήσει μονάχο αυτό το δύστροπο αγόρι, αλλά αποφάσισε να προσπαθήσει άλλη μια φορά να τα φτιάξει μαζί του.

- Πραγματικά, λυπάμαι που σε κοίταζα περίεργα, εντάξει, φίλε;

Το αγόρι γύρισε απ' την άλλη. Ο Τζέικ πλησίασε την αναπηρική καρέκλα και άπλωσε το χέρι του.

- Έλα να σφίξουμε τα χέρια!

Το αγόρι δεν έδειξε ότι τον άκουσε. Ο Τζέικ ήταν έτοιμος να πει ότι πρώτη φορά γνώριζε κάποιον με τέτοιο γαϊδουρινό πείσμα, όταν ο πατέρας, που μέχρι τώρα δεν είχε πει κουβέντα, έσφιξε το χέρι του Τζέικ και συστήθηκε.

- Λέγομαι Πατέλ, είπε στον Τζέικ χαρούμενα, και είμαι ο καινούριος ιδιοκτήτης του εφημεριδοπωλείου στον κεντρικό δρόμο, και από δω ο γιος μου, ο Ασσίμ.

- Με λένε Τζέικ και κάθομαι στο ύψωμα πίσω από το μαγαζί σας, απάντησε ο Τζέικ.

- Α, τι ωραία! είπε ο κύριος Πατέλ, και το πρόσωπο του φωτίστηκε. Ίσως εσύ και ο Ασσίμ να πηγαινοέρχεστε μαζί στο σχολείο. Ξέρεις, δε θέλει να τον συνοδεύουμε ούτε η κυρία Πατέλ ούτε εγώ, και η μαμά του δε θα ανησυχούσε αν ήξερε ότι είναι κάποιος μαζί του.

- Μα και βέβαια! συμφώνησε ο Τζέικ. Θα χαρώ πολύ. Φτάνει να το θέλει και ο Ασσίμ, φυσικά. Ο κύριος Πατέλ τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.

- Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Γύρισε στον Ασσίμ.

- Τί λες κι εσύ;

- Δε χρειάζομαι νοσοκόμα! είπε με περιφρόνηση.

Τον καημένο τον κύριο Πατέλ… Φαινόταν τόσο δυστυχισμένος, που ο Τζέικ αποφάσισε να προσπαθήσει να του φτιάξει το κέφι. Και άρχισε μια συζήτηση καλωσορίζοντας τον κύριο Πατέλ και λέγοντας ότι, από τότε που ο τελευταίος ιδιοκτήτης είχε πάρει σύνταξη, έκλεισε το μαγαζί και η γειτονιά είχε μείνει χωρίς ψιλικατζίδικο-εφημεριδοπωλείο. Αυτό έγινε το Μάρτη. Από τότε όποιος χρειαζόταν κάτι έπρεπε να πάρει το λεωφορείο μέχρι το μαγαζί του Σμιθ στην οδό Χάι. Έξι μήνες τώρα αυτή η δουλειά! Ο Τζέικ είπε ότι ήταν σίγουρος ότι ο καθένας στη γειτονιά θα καλωσόριζε με χαρά τον κύριο Πατέλ και την οικογένεια του.

Ο κύριος Πατέλ χαμογέλασε πλατιά και τον ευχαρίστησε θερμά:

- Ανυπομονώ να τους γνωρίσω όλους. Ξαφνικά, του Τζέικ του 'ρθε μια ιδέα.

- Θα χρειαστείτε ένα παιδί για τις εφημερίδες! είπε ανυπόμονα. Ο Ασσίμ κι εγώ θα μπορούσαμε να τις μοιράζουμε μαζί!

Και άρχισε να λέει ότι το τελευταίο παιδί που έκανε αυτή τη δουλειά ήταν ο Μπεν Βασιλόπουλος ή «Βασιλόπουλο Μπεν», όπως του άρεσε να λέει ο ίδιος τον εαυτό του, και ο κολλητός του ο Κόλλιν, δυο γελοίοι που νόμιζαν ότι το νταηλίκι που πούλαγαν άξιζε και το πρώτο βραβείο.

- Έρχονται και αυτοί στο ίδιο σχολείο; ρώτησε με ανησυχία ο κύριος Πατέλ.

- Ναι, δυστυχώς, έγνεψε ο Τζέικ.

- Οχ, οχ, οχ! στέναξε ο κύριος Πατέλ.

- Τί συμβαίνει; ρώτησε ο Τζέικ.

- Σε παρακαλώ, μην πεις στη μητέρα του Ασσίμ γι' αυτούς τους δύο, είπε ο κύριος Πατέλ νευρικά, γιατί είναι ικανή να τον κρατήσει στο σπίτι.

- Δε θα πω τίποτα. Άλλωστε, μην ανησυχείτε, θα 'χω το νου μου στον Ασσίμ, υποσχέθηκε ο Τζέικ.

- Σ' ευχαριστώ. Είναι πολύ ευγενικό αυτό, απάντησε ο κύριος Πατέλ. Ο Ασσίμ σκλήρυνε.

- Είπα, δε χρειάζομαι νοσοκόμα! πέταξε κοφτά.

- Είσαι αχάριστος… τον αποπήρε ο πατέρας του, αλλά δε συνέχισε άλλο.

Ο Ασσίμ τον κοίταξε θυμωμένα, ελευθέρωσε το φρένο της καρέκλας του και άρχισε να διασχίζει γρήγορα την αυλή του σχολείου, προς την έξοδο, που τώρα ήταν γεμάτη παιδιά, όταν το κουδούνι του σχολείου χτύπησε. Παιδιά που μέχρι εκείνη τη στιγμή δε φαίνονταν να τον έχουν προσέξει, τώρα, άρχισαν να γελάνε και να του πετάνε διάφορα αστεία, όπως: «Ρε, κοιτάτε μια Φερράρι!», «Έμπαινε, Προστ!», και «Καλέ, σε κυνηγάνε;».

- Αχ, Χριστέ μου, αχ, Χριστέ μου! φώναξε ο κύριος Πατέλ σφίγγοντας τα χέρια του.

- Ησυχάστε, θα τον φέρω πίσω, φώναξε ο Τζέικ, και έτρεξε πίσω από το φυγάδα, φτάνοντας τον τη στιγμή που έβγαινε από την πύλη.

- Δεν μπορείς να φύγεις τώρα, χτύπησε το κουδούνι, είπε λαχανιασμένα.

- Δεν είμαι κουφός, είπε περιφρονητικά το αγόρι.

- Τότε, έλα να γυρίσουμε. Άμα μείνουμε τελευταίοι, θα μας κοιτάνε όλοι.

- Έτσι κι αλλιώς, με κοιτάνε, απάντησε ο Ασσίμ ξινισμένα.

- Μα, βρε φίλε, κι εσύ το 'σκασες εντελώς ξαφνικά! παρατήρησε ο Τζέικ.

- Φύγε από μπροστά μου! φώναξε έξαλλος ο Ασσίμ.

- Έλα τώρα, δικέ μου… παρακάλεσε ο Τζέικ.

- Είπα, φύγε από μπροστά μου! Δεν πρόκειται να 'ρθω μέσα, πάει και τελείωσε!

- Λοιπόν, άκου, είπε ο Τζέικ σταθερά, εδώ είναι τα λημέρια μου, και ξέρω τι γίνεται. Σου λέω ότι όλα θα πάνε καλά. Τα παιδιά εδώ γύρω είναι εντάξει. Εκτός από δυο τρεις, αλλά, όπως είπα, θα σ' έχω στο νου μου. Σύμφωνοι.

Ο Ασσίμ εκεί, το βιολί του:

- Δε χρειάζομαι γκουβερνάντα, γρύλισε.

- Αμάν πια, δε χρειάζεσαι και δε χρειάζεσαι, μ' έσκασες, δικέ μου, μπάχαλο τα 'χεις κάνει! ξέσπασε απότομα ο Τζέικ.

- Άντε πνίξου!

- Είσαι στριμμένο άντερο, νά τι είσαι! αντιγύρισε ο Τζέικ.

Έδειξε με τον αντίχειρα την κεντρική πόρτα του σχολείου.

- Μπήκαν όλοι

Μπίλλι Οικονόμου-Ρόζεν, «Μυαλό έχεις , βάλ’το να δουλέψει», Εγώ και ο κύριος Γορίλας, μτφ. Ρένα Τουρκολιά-Κυδωνιέως, Πατάκης 1994, σ. 35-42