Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όπως έκανε ζέστη τριάντα τρεις βαθμούς, το μπουλεβάρτο Μπουρντόν ήταν απόλυτα έρημο.

Πιο κάτω, το κανάλι Σαιν-Μαρτέν, κλεισμένο απ’ τους δυο υδατοφράκτες, άπλωνε σ’ ευθεία το μελανί νερό του. Στη μέση ήταν ένα πλοιάριο φορτωμένο ξύλα, και στην όχθη δυο σειρές βαρέλια.

Περ’ απ’ το κανάλι, ανάμεσα στα σπίτια που τα χωρίζουν μάντρες, ο πλατύς καθάριος ουρανός τεμαχιζόταν σε λουλακιές πλάκες, και μέσα στην αντηλιά, οι άσπρες προσόψεις, οι πλάκινες στέγες θάμπωναν τα μάτια. Μια ακαθόριστη βουή ανέβαινε μακριά, μέσα στη χλιαρή ατμόσφαιρα∙ κι όλα δείχναν χαυνωμένα απ’ την αργία της Κυριακής και τη θλίψη των καλοκαιρινών ημερών.

Φάνηκαν δυο άνθρωποι.

Ο ένας ερχόταν απ’ τη Βαστίλη, ο άλλος απ’ το Βοτανικό Κήπο. Ο πιο ψηλός, με πάνινο ρούχο, περπατούσε με το καπέλο σπρωγμένο πίσω, το γιλέκο ξεκούμπωτο και τη γραβάτα στο χέρι. Ο πιο κοντός, που το κορμί του χανόταν μέσα σε μια καφετιά ρεδιγκότα, έσκυβε το κεφάλι κάτω από ένα κασκέτο με μυτερό γείσο.

Όταν έφτασαν στη μέση του βουλεβάρτου, κάθισαν, την ίδια στιγμή, στον ίδιο πάγκο.

Για να σφουγγαρίσουν τα μέτωπά τους, έβγαλαν τα καπέλα τους, και τα’ απόθεσαν καθένας πλάι του∙ έτσι ο κοντός αντίκρισε, γραμμένο μες στο καπέλο του διπλανού του: Μπουβάρ∙ ενώ εκείνος ξεχώρισε άνετα, μες στο κασκέτο του ανθρώπου με τη ρεδιγκότα, τ’ όνομα: Πεκυσέ.

- Για δες, είπε, είχαμε την ίδια ιδέα, να γράψουμε μες στα καπέλα μας τ’ όνομά μας.

- Μα ναι, εμένα θα μπορούσαν να μου το πάρουν στο γραφείο μου!

- Το ίδιο κι εμένα∙ είμαι υπάλληλος.

Κοίταξαν τότε ο ένας τον άλλο.

Η αξιαγάπητη όψη του Μπουβάρ έθελξε αμέσως τον Πεκυσέ. Τα γαλαζωπά του μάτια, πάντα μισόκλειστα, χαμογελούσαν μες στο ζωηρόχρωμο πρόσωπό του. Ένα παντελόνι, που σούφρωνε κάτω, πάνω σε καστόρινα παπούτσια, καλούπωνε την κοιλιά του κι έκανε να φουσκώνει το πουκάμισό του στη ζώνη∙ και τα ξανθά μαλλιά του, που σγούρωναν από μόνα τους σ’ ελαφρές μπούκλες, του έδιναν κάτι παιδιάστικο.

Με τ’ ακρόχειλα έβγαζε σαν ένα αδιάκοπο σφύριγμα.

Το σοβαρό ύφος του Πεκυσέ εντυπωσίασε τον Μπουβάρ.

Θα ’λεγε κανείς πως φορούσε περούκα, τόσο τα τσουλούφια που γαρνίριζαν τ’ ανεβασμένο κρανίο του ήταν άσγουρα και μαύρα. Το πρόσωπό του έμοιαζε όλο προφίλ, εξαιτίας της μύτης που κατέβαινε πολύ χαμηλά. Οι γάμπες του, σφιγμένες με καλτσοδέτες, ήταν δυσανάλογες με το μάκρος του μπούστου του∙ κι είχε μια φωνή δυνατή, σπηλαιώδη.

Του ξέφυγε αυτή η αναφώνηση:

- Τι καλά που θα ήταν να ’μαστε στην εξοχή!

Όμως τα περίχωρα, κατά τη γνώμη του Μπουβάρ, ήταν βαρετά με τη φασαρία από τις ταβέρνες. Ο Πεκυσέ συμφωνούσε. Άρχιζε ωστόσο να νιώθει κουρασμένος απ’ την πρωτεύουσα∙ το ίδιο κι ο Μπουβάρ.

Και τα μάτια τους πλανιόνταν σε σωρούς από πέτρες, που ήταν για χτίσιμο, στο απαίσιο νερό όπου επέπλεε ένα δεμάτι σανό, στο φουγάρο ενός εργαστασίου που ορθωνόταν στον ορίζοντα. Ανέβαιναν αναθυμιάσεις από βόθρο. Γύρισαν απ’ την άλλη μεριά. Τότε είδαν μπροστά τους τους τοίχους της Σιταποθήκης.

Οπωσδήποτε (κι ο Πεκυσέ παραξενευόταν γι’ αυτό), έκανε περισσότερη ζέστη στο δρόμο, παρά στο σπίτι!

Ο Μπουβάρ τον παρακίνησε να βγάλει τη ρεδιγκότα του. Αυτός αδιαφορούσε για το τι θα ’λεγε ο κόσμος.

Ξαφνικά ένας μεθυσμένος διάβηκε τρεκλίζοντας το πεζοδρόμιο∙ κι αρχίζοντας απ’ τους εργάτες, έπιασαν μια πολιτική συζήτηση. Οι γνώμες τους συμφωνούσαν, μ’ όλο που ο Μπουβάρ δείχτηκε ίσως πιο φιλελεύθερος.

Ένας ορυμαγδός από σιδερικά αντήχησε στο λιθόστρωτο, μέσα σ’ ένα σύννεφο από σκόνη: ήταν τρεις αραμπάδες που πήγαιναν κατά το Μπερσύ, σεργιανόντας μια νύφη με το μπουκέτο της, μπουρζουάδες μ’ άσπρες γραβάτες, κυρίες χωμένες ως τις μασχάλες στις φούστες τους, δυο ή τρία κοριτσάκια, ένα κολεγιόπαιδο. Η θέα αυτού του γάμου έφερε τον Μπουβάρ και τον Πεκυσέ ν’ ανοίξουν κουβέντα για τις γυναίκες, που τις είπαν ελαφρόμυαλες, στριμμένες, πεισματάρες. Μολαταύτα, πολλές φορές ήταν καλύτερες απ’ τους άντρες∙ άλλοτε πάλι ήταν χειρότερες. Τέλος πάντων, πιο καλά ήταν να ζει κανείς χωρίς αυτές∙ γι’ αυτό κι ο Πεκυσέ είχε μείνει ανύπαντρος.

- Εγώ είμαι χήρος, είπε ο Μπουβάρ, και δεν έχω παιδιά!

- Ίσως είν’ ευτυχία για σας. Αλλά η μοναξιά γίνεται στο τέλος θλιβερή.

Ύστερα, στην άκρη της αποβάθρας φάνηκε μια κόρη της Αφροδίτης, παρέα μ’ ένα στρατιώτη. Κατάχλωμη, με μαύρα μαλλιά και βλογιοκομμένη, στηριζόταν στο μπράτσο του φαντάρου κι έσερνε τα πασούμια της, λικνίζοντας τους γοφούς της.

Όταν ξεμάκρυνε, Μπουβάρ αποτόλμησε να πει κάτι αισχρό που του κατέβηκε. Ο Πεκυσέ έγινε κατακόκκινος, και σίγουρα για ν’ αποφύγει ν’ απαντήσει του ’δειξε με το βλέμμα έναν παπά που ερχόταν.

Ο ρασοφόρος κατέβηκε αργά το δρομάκι, ανάμεσα στις ισχνές φτελιές που οριοθετούσαν το πεζοδρόμιο, κι ο Μπουβάρ, όταν πια έπαψε να βλέπει το τρίκωχό του, εκδήλωσε την ανακούφισή του, γιατί σιχαινόταν τους ιησουΐτες. Ο Πεκυσέ, χωρίς να τους δίνει άφεση, έδειξε κάποιο σεβασμό για τη θρησκεία.

Ωστόσο σουρούπωνε, κι αντίκρυ είχαν ανεβάσει τις γρίλιες. Οι διαβάτες πύκνωσαν. Σήμανε εφτά.

Τα λόγια τους κυλούσαν αστέρευτα, οι παρατηρήσεις ακολουθούσαν τ’ ανέκδοτα, οι φιλοσοφικές θεωρήσεις τις ατομικές εκτιμήσεις. Κατακρίνανε την Υπηρεσία Γεφυριών και Οδοστρωμάτων, το Μονοπώλειο Καπνού, το εμπόριο, τα θέατρα, το ναυτικό μας κι όλο το ανθρώπινο γένος, σαν άνθρωποι που έχουν υποστεί μεγάλες απογοητεύσεις. Καθένας τους, ακούγοντας τον άλλο, ξανάβρισκε λησμονημένες μεριές του εαυτού του. Και μ’ όλο που είχαν διαβεί την ηλικία των απλοΐκών συγκινήσεων, δοκίμαζαν μια καινούργια ευχαρίστηση, κάτι σα διάχυση, τη γοητεία που έχουν οι τρυφερότητες όταν πρωταρχίζουν.

Είκοσι φορές είχαν σηκωθεί, είχαν ξανακαθίσει, κι είχαν περπατήσει απάνω κάτω στο βουλεβάρτο, από τον ένα ως τον άλλο υδατοφράκτη, θέλοντας κάθε φορά να φύγουν, μη βρίσκοντας τη δύναμη, κρατημένοι από μια σαγήνη.

Ωστόσο χωρίζανε, κι είχαν σμίξει τα χέρια, όταν ο Μπουβάρ ξαφνικά είπε:

- Αλήθεια! Αν πηγαίναμε να φάμε παρέα;

- Είχα την ιδέα, απάντησε ο Πεκυσέ, αλλά δεν τολμούσα να σας το προτείνω!

Κι άφησε τον άλλο να τον οδηγήσει απέναντι απ’ το Δημαρχείο, σ’ ένα μικρό εστιατόριο, όπου ήταν καλά.

Ο Μπουβάρ έδωσε την παραγγελία.

Ο Πεκυσέ φοβόταν τα μπαχαρικά, λες και μπορούσαν να του βάλουν φωτιά στο κορμί του. Αυτό έδωσε θέμα για μια ιατρική συζήτηση. Ύστερα εγκωμίασαν τα οφέλη των επιστημών: πόσα θα μπορούσαν να μάθουν, πόσες έρευνες θα μπορούσαν να κάνουν… αν είχαν καιρό! Αλίμονο! Όλο τους το χρόνο τον απορροφούσε η βιοπάλη∙ και σήκωσαν έκπληκτοι τα χέρια, λίγο έλειψε να φιληθούν πάνω απ’ το τραπέζι, καθώς ανακάλυψαν πως ήταν κι οι δυο αντιγραφείς, ο Μπουβάρ σ’ έναν εμπορικό οίκο, ο Πεκυσέ στο υπουργείο Ναυτικών∙ πράγμα που δεν τον εμπόδιζε ν’ αφιερώνει, κάθε βράδυ, μερικές στιγμές στη μελέτη. Είχε υπογραμμίσει τα λάθη στο έργο του Τιέρ[1], και μίλησε με το μεγαλύτερο σεβασμό για κάποιον Ντυμουσέλ, καθηγητή.

Ο Μπουβάρ υπερείχε από άλλες πλευρές. Η αλυσίδα του ρολογιού του κι ο τρόπος που χτυπούσε τη σάλτσα με τη μουστάρδα, το λάδι και το σκόρδο μαρτυρούσαν τον πολύπειρο λεβεντόγερο κι έτρωγε με τη γωνιά της πετσέτας χωμένη στη μασχάλη, αραδιάζοντας κουβέντες που έκαναν τον Πεκυσέ να γελάει. Ήταν ένα ιδιόμορφο γέλιο, μια μονάχα, πολύ χαμηλή νότα, η ίδια πάντα, που ξεπετιόταν σ’ αραιά διαστήματα. Το γέλιο του Μπουβάρ ήταν εξακολουθητικό, ηχηρό, ξεσκέπαζε τα δόντια του, του τράνταζε τους ώμους, κι οι πελάτες που κάθονταν κοντά στην πόρτα γύριζαν και τον κοίταζαν.

Όταν τέλειωναν το φαγητό, πήγαν να πάρουν αλλού τον καφέ τους. Ο Πεκυσέ, ενώ κοίταζε τις λάμπες του γκαζιού, αναστέναξε για την υπερβολική πολυτέλεια, κι ύστερα, με περιφρονητική κίνηση, έσπρωξε πέρα τις εφημερίδες. Ο Μπουβάρ ήταν πιο επιεικής μ’ αυτές. Αγαπούσε γενικά όλους τους συγγραφείς κι είχε στα νιάτα του κλίση για ηθοποιός.

Του ήρθε να κάνει ένα κόλπο ισορροπίας με μια στέκα και δυο μπάλες του μπιλιάρδου, όπως το πετύχαινε ο Μπαρμπερού, ένας φίλος του. Όλες έπεφταν απαράλλαχτα και κυλούσαν στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια των πελατών, ώσπου χάνονταν μακριά. Στο τέλος το γκαρσόνι, που κάθε φορά σηκωνόταν για να τις μαζέψει μπουσουλώντας κάτω απ’ τους πάγκους, παραπονέθηκε. Ο Πεκυσέ αρπάχτηκε μαζί του∙ μπήκε στη μέση ο καφετζής, ούτε κι αυτόν θέλησε να τον ακούσει, και μάλιστα κατηγόρησε και τους καφέδες.

Ύστερα πρότεινε να τελειώσουν ήσυχα τη βραδιά στο σπίτι του, που ήταν εκεί κοντά, στην οδό Σαιν-Μαρτέν.

Μόλις μπήκε, φόρεσε κάτι σαν πουκαμίσα από τσίτι κι έκανε την υποδοχή στο διαμέρισμά του.

Ένα γραφείο από ελατόξυλο, βαλμένο ακριβώς στη μέση του δωματίου, εμπόδιζε με τις γωνιές του∙ και γύρω γύρω, σε ράφια, πάνω στις τρεις καρέκλες, στην παλιά πολυθρόνα και στις γωνιές, βρίσκονταν ανάκατα πολλοί τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας Ρορέ, το Εγχειρίδιον του μαγνητιστού[2] , ένας Φενελόν, άλλα βιβλία, μαζί με σωρούς από χαρτιά, δυο ινδικές καρύδες, διάφορα μετάλλια, ένα τούρκικο φέσι και κοχύλια που είχε φέρει απ’ τη Χάβρη ο Ντυμουσέλ. Μια στρώση σκόνης έντυνε τους τοίχους, που άλλοτε ήταν βαμμένοι κίτρινοι. Η βούρτσα των παπουτσιών κοιτόταν στην άκρη του κρεβατιού, που κρέμονταν τα σεντόνια του. Στο ταβάνι απλωνόταν μια πλατιά μαύρη βούλα, από τον καπνό της λάμπας.

Ο Μπουβάρ, ασφαλώς επειδή μύριζε, ζήτησε την άδεια ν’ ανοίξει το παράθυρο.

- Θα μας πάρει ο αέρας τα χαρτιά! φώναξε ο Πεκυσέ, που φοβόταν κιόλας τα ρεύματα.

Ωστόσο λαχάνιαζε μέσα σ’ αυτό το δωματιάκι, που απ’ το πρωί το ζέσταιναν οι πλάκες της σκεπής.

Ο Μπουβάρ του είπε:

- Εγώ στη θέση σας, θα έβγαζα τη φανέλα μου!

- Αστειεύεστε!

Κι ο Πεκυσέ έσκυψε το κεφάλι, γεμάτος τρομάρα με την υπόθεση πως δε θα φορούσε πια το απαραίτητο για την υγεία του εσώρουχό του.

- Δε με πηγαίνετε σπίτι μου; ξαναμίλησε ο Μπουβάρ. Ο αέρας έξω θα σας δροσίσει.

Στο τέλος ο Πεκυσέ ξαναφόρεσε τις μπότες του μουρμουρίζοντας:

- Εσείς, στην τιμή μου, μου ’χετε κάνει μάγια!

Και, παρά την απόσταση, συνόδεψε τον Μπουβάρ ως το σπίτι του, που ήταν στη γωνιά της οδού Μπετύν, απέναντι στη γέφυρα της Τουρνέλ.

Η κάμαρα του Μπουβάρ, καλά παρκεταρισμένη, με κουρτίνες από περκάλι κι έπιπλα από μαόνι, είχε το προνόμιο ενός μπαλκονιού που έβλεπε στο ποτάμι. Τα δυο κύριο στολίδια της ήταν ένας δίσκος με ποτηράκια του λικέρ, στη μέση στο κομό, και στο μάκρος του καθρέφτη, δαγκερεότυπα[3] , που παράσταιναν φίλους∙ πάνω από το κρεβάτι ήταν μια ελαιογραφία.

- Ο θείος μου! είπε ο Μπουβάρ.

Και το κερί που κρατούσε φώτισε έναν κύριο.

Κόκκινες φαβορίτες πλάταιναν το πρόσωπό του, που το επιστάγαζε ένα τσουλούφι, κατσαρό στην άκρη. Ο ψηλός λαιμοδέτης του, μαζί με τον τριπλό γιακά του πουκαμίσου, του βελουδένιου γιλέκου και της βελάδας, τον έπνιγαν. Στη δαντελένια τραχηλιά του ήταν ζωγραφισμένα διαμάντια. Είχε σκιστά μάτια και χαμογελούσε μισοπόνηρα.

Ο Πεκυσέ δεν κρατήθηκε να μην πει:

- Θα τον έπαιρνα μάλλον για τον πατέρα σας!

- Είναι ο νουνός μου, αποκρίθηκε ανέμελα ο Μπουβάρ, προσθέτοντας κιόλας πως τα βαφτιστικά του ονόματα ήταν ο Φραγκίσκος - Διονύσιος -Βαρθολομαίος[4] . Του Πεκυσέ ήταν Δίκαιος – Ρωμανός - Κύριλλος, κι είχαν κι οι δυο την ίδια ηλικία: σαράντα εφτά χρόνων. Αυτή η σύμπτωση τους ευχαρίστησε, αλλά και τους εξέπληξε, γιατί καθένας τους νόμιζε τον άλλο πιο ηλικιωμένο. Ύστερα θαύμασαν τη Θεία Πρόνοια, που καμιά φορά είναι υπέροχοι οι συνδυασμοί της.

- Γιατί στο κάτω κάτω, αν δεν είχαμε βγει τ’ απόγεμα περίπατο, μπορεί και να πεθαίναμε χωρίς να γνωριστούμε.

Κι αφού έδωσαν ο ένας στον άλλο τη διεύθυνση της δουλειάς του, καληνυχτίστηκαν.

- Μην πάτε στις γυναίκες! Φώναξε ψηλά από τη σκάλα ο Μπουβάρ.

Ο Πεκυσέ κατέβηκε τα σκαλοπάτια, χωρίς ν’ απαντήσει στο χωρατό.

Την άλλη μέρα, στην αυλή των Αδερφών Ντεκαμπός, υφάσματα Αλσατίας, οδός Ωτφέιγ, 92, μια φωνή φώναξε:

- Μπουβάρ! Κύριε Μπουβάρ!

Ο Μπουβάρ έβγαλε το κεφάλι απ’ το παράθυρο κι αναγνώρισε τον Πεκυσέ, που δυνάμωσε τη φωνή του:

- Δεν είμαι άρρωστος! Την έβγαλα!

- Ποιαν;

- Αυτήν! Είπε ο Πεκυσέ, κι έδειξε το στήθος του.

Όλα όσα είχαν πει την ημέρα, μαζί με τη ζέστη που έκανε στο δωμάτιό του και μια κάποια βαρυστομαχιά, τον είχαν εμποδίσει να κοιμηθεί, έτσι που, μην αντέχοντας πια, είχε πετάξει τη φανέλα του. Το πρωί είχε θυμηθεί τι είχε κάνει, χωρίς ευτυχώς συνέπειες, κι ερχόταν να πληροφορήσει σχετιά τον Μπουβάρ, που μ’ αυτό το περιστατικό ανέβηκε στην εκτίμησή του σε καταπληκτικό ύψος.

Ήταν γιος ενός μικρέμπορου και δεν είχε γνωρίσει τη μητέρα του, που είχε πεθάνει πολύ νέα. Δεκαπέντε χρόνων, τον είχαν βγάλει απ’ το οικοτροφείο και τον είχαν βάλει τσιράκι σ’ ενός δικαστικού κλητήρα. Είχαν έρθει χωροφύλακες, και το αφεντικό είχε σταλεί στα κάτεργα∙ άγρια ιστορία που ακόμα του ’φερνε τρομάρα. Ύστερα, είχε δοκιμάσει πολλά επαγγέλματα: μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο, παιδονόμος, λογιστής σ’ ένα απ’ τα επιβατηγά ατμόπλοια που ταξιδεύουν στο Σηκουάνα. Στο τέλος, ένας τμηματάρχης, γοητευμένος απ’ το γραφικό χαρακτήρα του, τον είχε προσλάβει στη διεκπεραίωση∙ αλλά η συνείδηση για τη λειψή του μόρφωση, μαζί με τις πνευματικές ανάγκες που του γεννούσε, τον έκανε νευρικό και δύστροπο∙ και ζούσε ολομόναχος, χωρίς συγγενείς, χωρίς ερωμένη. Η διασκέδασή του ήταν, τις Κυριακές, να επιθεωρεί τα δημόσια έργα.

Οι πιο παλιές αναμνήσεις του Μπουβάρ τον έφερναν στις όχθες του Λίγηρα[5], στην αυλή μιας αγροικίας. Ένας άντρας, που ήταν ο θείος του, τον είχε φέρει στο Παρίσι για να του μάθει το εμπόριο. Όταν ενηλικιώθηκε, του έδωσαν κάπου χίλια φράγκα. Παντρεύτηκε τότε κι άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο. Έξι μήνες πιο ύστερα, η γυναίκα του εξαφανιζόταν, παίρνοντας μαζί της και το ταμείο. Οι φίλοι, η καλοφαγία, και προπάντων η τεμπελιά είχαν αποτελειώσει την οικονομική καταστροφή του. Κατόπιν, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την καλλιγραφία του∙ και, δώδεκα χρόνια τώρα, έμενε στην ίδια θέση, στο γραφείο των Αδερφών Ντεκαμπός, υφάσματα, οδός Ωτφέιγ, 92. Όσο για το θείο του, που μια φορά του είχε στείλει γι’ ανάμνηση το περίφημο πορτραίτο του, ο Μπουβάρ δεν ήξερε ούτε τη διεύθυνσή του και δεν περίμενε τίποτα πια απ’ αυτόν. Χίλια πεντακόσια φράγκα ετήσιο εισόδημα κι ο μισθός του αντιγραφέα, του επιτρέπαν να πηγαίνει κάθε βράδυ να παίρνει ένα υπνάκο σ’ ένα καφενεδάκι.

Έτσι η συνάντησή τους είχε τη σπουδαιότητα μιας περιπέτειας. Είχαν αμέσως γαντζωθεί ο ένας με τον άλλον με μυστικές ίνες. Πώς να εξηγήσουμε άλλωστε τις συμπάθειες; Γιατί η άλφα ιδιομορφία, η βήτα ατέλεια, αδιάφορη ή αποκρουστική στον ένα, ενθουσιάζει στον άλλο; Αυτό που λέμε κεραυνοβόλο αληθεύει σ’ όλα τα πάθη. Πριν κλείσει η βδομάδα μίλησαν μεταξύ τους στον ενικό.

Συχνά, έρχονταν και ζητούσαν ο ένας τον άλλο στο γραφείο του. Μόλις παρουσιαζόταν ο ένας, ο άλλος κλείδωνε τα συρτάρια του κι έβγαιναν μαζί στους δρόμους. Ο Μπουβάρ περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, ενώ ο Πεκυσέ γρηγόρευε τα βήματά του και, με τη ρεδιγκότα του, που του κατέβαινε στους αστραγάλους, φαινόταν σα να τσουλούσε πάνω σε καρούλια. Το ίδιο αρμονίζονταν και τα ιδιαίτερα γούστα τους. Ο Μπουβάρ κάπνιζε τσιμπούκι, του άρεσε στο τέλος του φαγητού το τυρί, έπαιρνε κανονικά το καφεδάκι του, ο Πεκυσέ ρουφούσε ταμπάκο, στα επιδόρπια έτρωγε μόνο κομπόστες και βουτούσε ένα κομματάκι ζάχαρη στον καφέ του. Ο ένας ήταν ομιλητικός, ασυλλόγιστος, ανοιχτοχέρης∙ ο άλλος επιφυλακτικός, στοχαστικός, οικονόμος.

Για να ευχαριστήσει τον Πεκυσέ, ο Μπουβάρ θέλησε να του γνωρίσει τον Μπαμπερού. Ήταν ένας πρώην περιοδεύων παραγγελιοδόχος, χρηματομεσίτης τώρα, καλόβολος άνθρωπος, πατριώτης, γυναικάς και που συνήθιζε τη γλώσσα των λαϊκών συνοικιών. Ο Πεκυσέ τον βρήκε αντιπαθητικό, και πήγε τον Μπουβάρ στον Ντυμουσέλ. Αυτός ο συγγραφέας (γιατί είχε βγάλει μια μικρή μνημοτεχνική), έδινε μαθήματα λογοτεχνίας σ’ ένα οικοτροφείο, είχε ορθόδοξες ιδέες και ντυνόταν με σοβαρότητα. Του Μπουβάρ του έφερε πλήξη.

Κανείς δεν έκρυψε απ’ τον άλλο τη γνώμη του. Κι ο ένας κι ο άλλος την αναγνώρισαν για σωστή. Οι συνήθειές τους άλλαξαν, κι αφήνοντας κι οι δυο τις μπουρζουάδικες πανσιόν τους, κατάληξαν να δειπνούν μαζί κάθε βράδυ.

Αντάλλαζαν γνώμες για τα θεατρικά έργα που μιλούσε γι’ αυτά ο κόσμος, για την κυβέρνηση, για την ακρίβεια των τροφίμων, για τις απάτες στο εμπόριο. Κάθε τόσο, η ιστορία του Περιδέραιου ή η δίκη του Φουαλντές[6] ξανάρχονταν στις συζητήσεις τους∙ κι ύστερα, αναζητούσαν τις αιτίες της Επανάστασης.

Χάζευαν στα παλιατζίδικα. Πήγαν στο Μουσείο Τεχνών και Επαγγελμάτων, στο Σαιν-Ντενί, στο Γκομπελέν, στο Μέγαρο των Απομάχων[7] και σ’ όλες τις δημόσιες συλλογές.

Όταν τους ζητούσαν το διαβατήριό τους, καμώνονταν πως το είχαν χαμένο, και πως ήταν ξένοι, Εγγλέζοι.

Στις αίθουσες του Muséum[8], πέρασαν εκστατικοί μπροστά απ’ τα ταριχευμένα τετράποδα, χαρούμενοι μπροστά απ’ τις πεταλούδες, αδιάφοροι μπροστά απ’ τα μέταλλα∙ τ’ απολιθωμένα ζώα τούς έριξαν σ’ ονειροπόληση, η κογχυλιολογία τούς έφερε πλήξη. Εξέτασαν, μεσ’ απ’ τα τζάμια, τα θερμοκήπια, κι ανατρίχιασαν, μεσ’ απ’ τα τζάμια, τα θερμοκήπια, κι ανατρίχιασαν με τη σκέψη πως όλα αυτά τα φυτά παρήγαν δηλητήρια. Εκείνο που θαύμασαν από τον κέδρο ήταν πως ήταν τόσο μικρός, που θα μπορούσε να τον βάλει κανείς μέσα σ’ ένα καπέλο.

Στο Λούβρο, προσπάθησαν να ενθουσιαστούν με το Ραφαήλο. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη, θα ήθελαν να μάθουν πόσα ακριβώς βιβλία είχε.

Μια φορά, μπήκαν στο μάθημα αραβικής γλώσσας του Κολλεγίου της Γαλλίας, κι ο καθηγητής παραξενεύτηκε καθώς είδε αυτούς τους δυο αγνώστους που προσπαθούσαν να κρατήσουν σημειώσεις. Χάρη στον Μπαρμπερού, τρύπωσαν στα παρασκήνια ενός μικρού θεάτρου. Ο Ντυμουσέλ τους βρήκε εισιτήρια για μια συνεδρίαση της Ακαδημίας. Ζητούσαν να πληροφορηθούν για τις καινούργιες ανακαλύψεις, διάβαζαν τις ανακοινώσεις και, μ’ αυτή την περιέργεια, ο νους τους αναπτύχθηκε. Στο βάθος ενός ορίζοντα, που κάθε μέρα ξεμάκραινε, αντίκριζαν συγκεχυμένα και μαζί θαυμαστά πράγματα.

Ενώ θαύμαζαν ένα παλιό έπιπλο, λυπούνταν που δεν είχαν ζήσει στη εποχή που χρησίμευε, μ’ όλο που αγνοούσαν όλότελα αυτή την εποχή. Από κάποια ονόματα, φαντάζονταν χώρες, ακόμα ωραιότερες, γιατί δε μπορούσαν να πουν γι’ αυτές τίποτα συγκεκριμένο. Τα βιβλία που δεν καταλάβαιναν τους τίτλους τους τούς φαίνονταν πως περιείχαν κάποιο μυστήριο.

Και, καθώς είχαν περισσότερες ιδέες, είχαν περισσότερα βάσανα. Όταν, στους δρόμους, τους προσπερνούσε μια συγκοινωνιακή άμαξα, λαχταρούσαν να ’φευγαν μ’ αυτήν. Η Προκυμαία των Ανθέων τούς έκανε ν’ αναστενάζουν για την εξοχή.

Μια Κυριακή ξεκίνησαν απ’ το πρωί και, περνώντας απ’ το Μεντόν, τη Μπελβύ, τη Συρέν, το Ωτέιγ, περιπλανήθηκαν όλη μέρα μέσα στ’ αμπέλια, έκοψαν παπαρούνες στις άκρες των χωραφιών, κοιμήθηκαν πάνω στα χόρτα, ήπιαν γάλα, έφαγαν κάτω απ’ τις ακακίες στα ταβερνάκια, και γύρισαν πολύ αργά, βουτηγμένοι στη σκόνη, ξεθεωμένοι, καταγοητευμένοι. Επανέλαβαν συχνά αυτούς τους περιπάτους. Την επομένη ήταν, κάθε φορά, τόσο λυπημένοι, που κατάληξαν να τους απαρνηθούν.

Η μονοτονία του γραφείου τούς γινόταν αφόρητη. Διαρκώς το ξυστήρι κι η σαντράχα[9], το ίδιο καλαμάρι, οι ίδιες πένες κι οι ίδιοι συνάδελφοι! Κρίνοντας τους ηλίθιους, τούς μιλούσαν όλο και λιγότερο. Αυτό τους στοίχισε πειράγματα. Έφταναν καθημερινά αργοπορημένοι κι είχαν κατσαδιάσματα.

Άλλοτε, νιώθαν σχεδόν ευτυχισμένοι∙ αλλά το επάγγελμά τους τούς ταπείνωνε, από τότε που εκτιμούσαν περισσότερο τον εαυτό τους, κι έδιναν ο ένας στον άλλο κουράγιο μέσα σ’ αυτή την αηδία, αλληλοεγκωμιάζονταν, αλληλοχαϊδεύονταν. Ο Πεκυσέ κόλλησε το απότομο ύφος του Μπουβάρ, ο Μπουβάρ πήρε κάτι απ’ την κατσουφιά του Πεκυσέ.

- Έτσι μου ’ρχεται να γίνω σαλτιμπάγκος στα πανηγύρια! έλεγε ο ένας.

- Πιο καλά ρακοσυλλέκτης! αναφωνούσε ο άλλος.

Τι απαίσια κατάσταση! Και κανένας τρόπος για να βγουν απ’ αυτήν! Ούτε καν μια ελπίδα!

Ένα απόγεμα (ήταν στις 20 του Γενάρη 1839), ο Μπουβάρ ενώ καθόταν στο γραφείο του πήρε ένα γράμμα, που το ’φερε ο ταχυδρόμος.

Ανασήκωσε τα χέρια, έγειρε λίγο λίγο το κεφάλι κι έπεσε λιπόθυμος στο πλακόστρωτο.

Οι υπάλληλοι έτρεξαν, του ’βγαλαν το λαιμοδέτη. Έστειλαν να φωνάξουν γιατρό. Εκείνος άνοιξε τα μάτια. Ύστερα, στις ερωτήσεις που του έκαναν:

- Α! ξέρετε…ξέρετε… λίγος αέρας θα με συνεφέρει! Όχι! Αφήστε με! Σας παρακαλώ!

Και μ’ όλο που ήταν εύσωμος, έτρεξε με μιαν ανάσα στο υπουργείο Ναυτικών, φέρνοντας κάθε τόσο το χέρι στο μέτωπό του, θαρώντας πως θα τρελαθεί, πολεμώντας να γαληνέψει.

Είπε να φωνάξουν τον Πεκυσέ.

Ο Πεκυσέ ήρθε.

- Πέθανε ο θείος μου! Παίρνω κληρονομιά!

- Δεν είναι δυνατό!

Ο Μπουβάρ έδειξε το πιο κάτω έγγραφο:

Συμβολαιογραφείον ΤΑΡΝΤΙΒΕΛ

Σαβινύ-αν-Σεπταίν, 14 Ιανουαρίου 1839

Κύριε,

Σας παρακαλώ να έλθετε εις το συμβολαιογραφείον μου, όπως λάβετε γνώσιν της διαθήκης του φυσικού πατρός σας, κυρίου Φρανσουά-Ντενύ-Μπαρτολομέ Μπουβάρ, τέως εμπόρου εν τη πόλει Νάντη, θανόντος εν τη κοινότητι ημών την 10ην τρέχοντος. Η διαθήκη αύτη περιλαμβάνει λίαν σημαντικήν διάταξιν εις όφελός σας.

Δεχθείτε, κύριε, την διαβεβαίωσιν της εκτιμήσεώς μου.

ΤΑΡΝΤΙΒΕΛ, συμβολαιογράφος

Ο Πεκυσέ ένιωσε την ανάγκη να καθίσει σ’ ένα πεζούλι, στην αυλή. Ύστερα έδωσε πίσω το χαρτί κι είπε αργά:

- Μονάχα…να μην είναι…καμιά φάρσα!

- Λες να ’ναι φάρσα! απάντησε με πνιγμένη, σα ρόγχο ετοιμοθάνατου, φωνή ο Μπουβάρ.

Αλλά η ταχυδρομική σφραγίδα, η φίρμα του συμβολαιογραφείου με κεφαλαία, η υπογραφή του συμβολαιογράφου, όλα απόδειχναν πως η είδηση ήταν αληθινή∙ κι αλληλοκοιτάχτηκαν, ενώ το στόμα τους έτρεμε στη γωνιά και στ’ ασάλευτα μάτια τους κυλούσε ένα δάκρυ.

Οι τοίχοι τούς έπνιγαν. Τράβηξαν ως την Αψίδα του Θριάμβου, ξαναγύρισαν απ’ την ακροποταμιά, προχώρησαν πιο κάτω απ’ την Παναγία του Παρισιού. Ο Μπουβάρ ήταν κατακόκκινος. Έδωσε γροθιές του Πεκυσέ, στην πλάτη, και πέντε ολόκληρα λεπτά είχε ολότελα παλαβώσει.

Χασκογελούσαν χωρίς να το θέλουν. Αυτή η κληρονομιά σίγουρα θα ’φτανε τα…

-Αχ, θα ήταν υπέροχο! Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.

Αλλά ξαναμιλούσαν. Τίποτα δεν εμπόδιζε να ζητήσουν αμέσως εξηγήσεις. Ο Μπουβάρ έγραψε στο συμβολαιογράφο.

Εκείνος έστειλε αντίγραφο της διαθήκης, που κατέληγε έτσι:

Συνεπώς, δίδω εις τον Φρανσουά-Ντενύ-Μπαρτολομέ Μπουβάρ, ανεγνωρισμένον φυσικόν υιόν μου, το εκ του νόμου διαθέσιμον μερίδιον των αγαθών μου.

Ο γεροντάκος είχε αποχτήσει αυτό το γιο στα νιάτα του, αλλά τον είχε πάντα κρατήσει με φροντίδα παράμερα, κάνοντας να τον πιστεύουν γι’ ανιψιό του∙ κι ο ανιψιός τον έλεγε πάντα θείο του, μ’ όλο που ήξερε πως είχε το πράγμα. Γύρω στα σαράντα, ο κύριος Μπουβάρ είχε παντρευτεί, κι ύστερα είχε χηρέψει. Μα επειδή οι δυο νόμιμοι γιοι του είχαν πάρει άλλο δρόμο απ’ αυτόν που ήθελε, τον είχε κυριέψει τύψη για την εγκατάλειψη, από τόσα χρόνια, του άλλου παιδιού του. Θα το είχε φέρει μάλιστα σπίτι του αν δεν τον επηρέαζε αντίθετα η μαγείρισσά του. Με τις μηχανορραφίες της οικογένειας, η μαγείρισσα αυτή τον παράτησε και, μέσα στη μοναξιά του, ενώ κόντευε να πεθάνει, αποφάσισε να επανορθώσει το άδικο, κληροδοτώντας στο καρπό των πρώτων του ερώτων ό,τι μπορούσε απ’ την περιουσία του. Είχε μισό εκατομμύριο, κι έβγαιναν έτσι, για τον αντιγραφέα, διακόσιες πενήντα χιλιάδες φράγκα. Ο πρωτότοκος απ’ τους δυο αδερφούς, ο κύριος Ετιέν, είχε δηλώσει πως θα σεβόταν τη διαθήκη.

Ο Μπουβάρ έπεσε σε μια αποβλάκωση. Όλο έλεγε με σιγανή φωνή, χαμογελώντας με το πράο χαμόγελο των μεθυσμένων:

- Δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα εισόδημα!

Κι ο Πεκυσέ, που ωστόσο ήταν πιο στέρεος στα μυαλά του, δε μπορούσε να συνέλθει.

Τους συντάραξε ξαφνικά ένα γράμμα απ’ τον Ταρντιβέλ. Ο άλλος γιος, ο κύριος Αλέξανδρος, δήλωνε πως σκόπευε να πάει στα δικαστήρια και πως μάλιστα θα προσέβαλλε το κληροδότημα αν μπορούσε, απαιτώντας πρώτα σφραγίσματα, καταγραφή, διορισμό μεσεγγυητή, κλπ.! Ο Μπουβάρ αρρώστησε απ’ τη χολή του. Μόλις μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του, έφυγε για το Σαβινύ, απ’ όπου ξαναγύρισε χωρίς να ’χει καταλήξει σε τίποτα και κλαίγοντας τα έξοδα του ταξιδιού του.

Ακολούθησαν αυπνίες, εναλλαγές οργής κι ελπίδας, έξαψης και κατάπτωσης. Τελικά, ύστερα από έξι μήνες, κι αφού καλμάρησε ο κύριος Αλέξανδρος, ο Μπουβάρ πήρε στα χέρια του την κληρονομιά.

Το πρώτο που φώναξε ήταν:

Θα πάμε να ζήσουμε στην εξοχή!


[1 Adolphe Thiers (Αντόλφ Τιέρ). Εξελληνισμένα: Θιέρσος (1797- 1897). Γάλλος πολιτικός και ιστορικός. Πρωθυπουργός το 1836 και 1840, κάτω από την ιουλιανή Μοναρχία και το 1871, μετά την πτώση του Ναπολέοντα Γ’. Υπέρμαχος μιας συντηρητικής δημοκρατίας (που τελικά καθίδρυσε), αρνήθηκε κάθε συνδιαλλαγή με την Κομμούνα και την έπνιξε στο αίμα με φρικτή αγριότητα. (Σ.τ.μ.)
«Το έργο του Τιέρ…». Αν υπολογίσουμε τη χρονολογία όπου αρχίζει η δράση του μυθιστορήματος (1839), το έργο αυτό δε μπορεί να είναι παρά η Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, που οι δέκα πρώτοι τόμοι της είχαν εκδοθεί μεταξύ 1823 και 1830. (Ε.Μ.).

[2]Εγκυκλοπαίδεια Ρορέ. Η περίφημη συλλογή από εκλαϊκευτικά βιβλία, που είχε το όνομα του ιδρυτή της, βιβλιοπώλη Νικολά Ρορέ, άρχισε να κυκλοφορεί το 1825. –Εγχειρίδιον του μαγνητιστού. Ένα ανάλογο σύγγραμμα ξαναβρίσκουμε στο κεφάλαιο VIII, όταν ο Μπουβάρ κι ο Πεκυσέ κάνουν πειράματα με στρογγυλά τραπεζάκια. Από το Γενάρη ως το Μάη του 1879, ο Φλωμπέρ είχε δανειστεί από τη Βιβλιοθήκη της Ρουέν πολλά έργα για το μαγνητισμό, τη μαγεία, τις απόκρυφες επιστήμες και τον Πνευματισμό. (Ε.Μ.).

[3]Το 1838, ο Λουΐ Νταγκέρ, τελειοποιώντας την εφεύρεση του Νιέπς, πέτυχε να σταθεροποιήσει τη φωτογραφική εικόνα πάνω σε μετάλλινη πλάκα. Η ευαίσθητη στρώση ήταν απλωμένη σε μέταλλο, το αρνητικό αντιστρεφόταν σε θετικό και τα δαγκερεότυπα (από τ’ όνομα του εφευρέτη τους), που ήταν ωστόσο μοναδικά, γιατί δεν μπορούσαν να τυπωθούν σ’ αντίτυπα, δεν ήταν χάρτινα, όπως οι σημερινές φωτογραφίες, αλλά μεταλικά. (Σ.τ.μ.).

[4]Φρανσουά – Ντενύ-Μπαρτολομέ και (πιο κάτω) Ζυστ –Ρομαίν-Συρίλ. Μεταφράζω τα ονόματα γιατί δείχνουν ένα πνεύμα θρησκευτικής μπουρζουαδικής επιστημότητας. (Σ.τ.μ.).

[5]Loire (Λουάρ). Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Γαλλίας (980 χλμ.). πηγάζει από τη νότια, διασχίζει όλη τη κεντρική Γαλλία και εκβάλλει στον Ατλαντικό, κοντά στη Νάντη. (Σ.τμ.)

[6]«Η ιστορία του Περιδέραιου…». Το 1867, ο Φλωμπερ έγραφε στον Μισελέ, που μόλις είχε εκδοθεί ο τόμος του της Ιστορίας της Γαλλίας ο αφιερωμένος στο 18ο αιώνα, πως ήταν ο μόνος που τον είχε κάνει να καταλάβει τη Μαρία Αντουανέτα και την υπόθεση του Περιδέραιου (Αλληλογρ. Τ. V, σελ. 335).- «Η δίκη του Φουαλντές…». Η περίφημη δικαστική υπόθεση του 1817. Ένας πρώην ανώτερος δικαστικός, ο Φουαλντές, είχε δολοφονηθεί μέσα σ’ ένα κακόφημο σπίτι του Ροντέζ∙ η υπόθεση είχε για καιρό εξάψει την κοινή γνώμη. (Ε.Μ.).

[7]Σαιν-Ντενί. Ονομαστό αββαείο στη βόρεια άκρη του Παρισιού, όπου θάβονταν οι βασιλιάδες της Γαλλίας. – Γκομπελέν. Το περίφημο εργοστάσιο (μανυφατούρα) κατασκευής ταπισερί που ίδρυσαν το 15ο αιώνα στο Παρίσι, οι Γκομπελέν, βαφείς από τη Ρέμς κι όπου, το 1601, ο Ερρίκος Δ’ εγκατέστησε ταπητουργούς. Δεν έπαψε να λειτουργεί ανά τους αιώνες, διατηρώντας πάντα την παγκόσμια φήμη του. –Μέγαρο των Απομάχων. Περίφημο μνημείο του Παρισιού, χτισμένο το 17ο αιώνα, επί Λουδοβίκου ΙΔ’, για κατοικία και περίθαλψη των απόμαχων αξιωματικών και στρατιωτικών. Κάτω απ’ το θόλο του θάφτηκε, το 1840, ο Ναπολέων. (Σ.τ.μ.).

[8]Muséum. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού λεγόταν απλά Muséum. (Σ.τ.μ.).

[9]Το ξυστήρι για να ξύνουν τα λάθη κι η σαντράχα (σανταράκη), ειδικό ρετσίνι, βγαλμένο από ένα είδος κωνοφόρου, την τούγια, για να ξαναγλασάρουν το χαρτί και να γράφουν πάνω. (Σ.τ.μ.).

Φλωμπέρ Γκυστάβ, Μπουβάρ και Πεκυσέ, Ηριδανός, Αθήνα, 1982, σ. 19-33.