Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η οδός πολύβουη ούρλιαζε ολόγυρά μου.
Ψηλή, λεπτή, με πένθος βαρύ, πόνε αρχοντικέ.
Μια γυναίκα διάβηκε, μ’ εντυπωσιακό χέρι
Σηκώνοντας, αιωρώντας τ’ ανθόπλεγμα και το στρίφωμα∙

Ευλύγιστη κι ευγενική, με πόδι αγαλμάτινο.
Εγώ, έπινα συσπασμένος σαν παράλογος,
Μες στο βλέμμα της, ξάστερος ουρανός όπου φυτρώνει η λαίλαπα,
Με τη γλύκα που μαγεύει και την ηδονή που σκοτώνει.

Μια λάμψη… έπειτα η νύχτα! –Εφήμερη ομορφιά
Που το βλέμμα της ξαφνικά μ’ έκανε να ξαναγεννηθώ,
Δε θα σε ξαναδώ παρά στην αιωνιότητα πια!

Αλλού, πολύ μακριά απ’ εδώ! πολύ αργά! ίσως ποτέ!
Γιατί αγνοώ για πού φεύγεις, δεν ξέρεις που πηγαίνω,
Ω εσύ, που μπορούσα ν’ αγαπήσω, ω εσύ που το γνώριζες!

Κάρολος Μπωντλαίρ, «128. Σε μια περαστική», Τα Άνθη του Κακού, τ. Α΄, Γκοβόστης, Αθήνα, χ.χ., σ. 225.