Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων

Μετά το τέλος της βάρδιας, ο Ίγκόρ γύρισε στο νοσοκομείο για να πάρει τον άνδρα. Πέρασε να δει τη Σουζάν και να τη ρωτήσει ποια φάρμακα έπρεπε να πάρει μαζί του για να τον φροντίσει ή αν μπορούσε να έχει μια συνταγή. Εκείνη σήκωσε τους ώμους και είπε:

-Δεν έχει φάρμακα!

Βγήκε απ’ το δωμάτιο των νοσοκόμων, παραμερίζοντάς τον με το χέρι. Ο Ίγκόρ ετοιμαζόταν να βάλει σε μια σακούλα τα πράγματα που είχε αγοράσει για τον τραυματία, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Εμφανίστηκε ο επιθεωρητής Μαώ, κρατώντας ένα χαρτί.

-Δεν μπορούσα να ησυχάσω μ’ αυτή την ιστορία. Ζήτησα να το ερευνήσουν στην υπηρεσία αγνοουμένων προσώπων στα κεντρικά. Ένας φίλος απ’ τις Αντίλλες δουλεύει εκεί. Είναι Μαρτινικέζος αλλά, όποτε μπορούμε, κάνουμε εξυπηρετήσεις ο ένας στον άλλον. Έψαχνε μια ολόκληρη νύχτα. Στο αρχείο αναφοράς των μη ανησυχητικών εξαφανίσεων, βρήκε μια ιδιοκτήτρια που είχε δηλώσει την απουσία του ενοικιαστή της, απάτριδος γερμανικής καταγωγής. Είναι το μόνο στοιχείο που έχουμε.

- Πιστεύετε ότι…

-Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να την επισκεφτούμεν. Δεν είναι μακριά. Θα κερδίσουμε χρόνο αν πάμε εμείς εκεί, αντί να την καλέσουμε στο Τμήμα. Τουλάχιστον, θα ξέρουμε.

-Πάμε λοιπόν. Πώς είπατε ότι τον λένε;

Ο επιθεωρητής Μαώ έβαλε τα γυαλιά του και πρόφερε με δυσκολία το όνομα που ήταν γραμμένο στο χαρτί.

-Βένερ Τελ… Βέρνερ Τολερ.

Ο Ίγκόρ πήρε το χέρι του άνδρα, του χαμογέλασε.

-Είστε ο Βέρνερ Τόλερ;… Έτσι σας λένε;

Ο άνδρας έμεινε για λίγο σκεπτικός.

-Βέρνερ Τόλερ;… Δεν μου λέει κάτι. Δεν γνωρίζω κανέναν Βέρνερ Τόλερ.

-Μπορεί και να μην είναι αυτός, είπε ο επιθεωρητής.

[…]

Έσπρωξε την πόρτα του μεγάλου γωνιακού μπιστρό. Ο χώρος μοσχοβολούσε βοδικνό μπουργκινιόν και κρεμμυδάκια που σιγοψήνονταν. Ήταν νωρίς το πρωί. Μερικοί θαμώνες φλυαρούσαν κοντά στο μπαρ. Τέσσερις φοιτητές τα έδιναν όλα στο ένα από τα δύο ποδοσφαιράκια του μαγαζιού. Ένας πενηντάρης με τουρλωτή κοιλιά έσπευσε να τους υποδεχτεί.

-Βέρνερ! Πού χάθηκες;

Τον έσφιξε στην αγκαλιά του, χαρούμενος που τον ξανάβλεπε. Η διαχυτικότητά του προκάλεσε αμηχανία στον Βέρνερ. Δεν τον αναγνώριζε. Ο ιδιοκτήτης του μπιστρό τον άφησε, γύρισε το κεφάλι και είπε με στεντόρεια φωνή:

-Μαντλέν… Ο Βέρνερ! Γύρισε!

Ο Ίγκορ και ο Μαώ είδαν μια εύσωμη γυναίκα με άσπρη ποδιά. Στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας, πίσω απ’ τον πάγκο, με πρόσωπο που έλαμπε:

-Βέρνερ! Επιτέλους!

Τον αγκάλιασε με τα παχουλά χέρια της και τον ανασήκωσε λίγο, φιλώντας τον, ενθουσιασμένη και συγκινημένη μέχρι δακρύων.

-Μα, τι έχει πάθει; ρώτησε

Ο επιθεωρητής Μαώ συστήθηκε. Οι ιδιοκτήτες του «Balto» αναγνώρισαν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία τον επονομαζόμενο Βέρνερ Τόλερ, στον οποίο νοίκιαζαν ένα στούντιο στην οδό Βαλ-ντε-Γκράς, περισσότερο από δέκα χρόνια. Κάθισαν όλοι στην πίσω αίθουσα του «Balto». Ο Βέρνερ κάθισε στον πάγκο, λίγο πιο μακριά απ’ τους άλλους˙ ένιωθε παρείσακτος. Ο Ίγκορ περιέγραψε στο ζεύγος Μαρκυζό τα στάδια της αμνησίας του και τη σοβαρότητα της κατάστασής του.

-Δεν είναι άνθρωπος που θα εξαφανιζόταν δίχως να πει κουβέντα, είπε η Μαντλέν. Δεν μας φαινόταν φυσιολογικό. Στο αστυνομικό τμήμα της Εντγκάρ-Κινέ, δεν μας πίστεψαν. Έλεγαν ότι γύρισε στη Γερμανία. Εμείς ξέραμε ότι ήταν αδύνατον. Πείτε μας, θα ξαναβρεί τη μνήμη του;

-Κανείς δεν ξέρει, απάντησε ο Ίγκορ. Η επίθεση του άφησε ένα κρανιακό τραύμα. Είναι βαθύ; Είναι σοβαρό ή μη αναστρέψιμο; Αγνωστο. Η μνήμη του μπορεί να επανέλθει αύριο το πρωί που θα ξυπνήσει, σε έξι μήνες, σε δέκα χρόνια ή και ποτέ.

Ο Ίγκορ τους είπε ότι είχαν διώξει τον Βέρνερ απ’το νοσοκομείο, επειδή ήταν Γερμανός. Ο Αλμπέρ Μαρκυζό, κατακόκκινος, έβαλε τις φωνές.

-Δεν είναι δυνατόν! Είναι παράλογο! Πείτε μου ότι ονειρεύομαι! Ο Βέρνερ Τόλερ είναι αντιναζιστής! Μέλος του δικτύου «Monnaie», ειδικευόταν στη διείσδυση στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Είναι παρασημοφορημένος απ’ την Αντίσταση και κάτοχος ταυτότητας FFI, που την έχει υπογράψει ο Κριγκέλ-Βαλριμόν αυτοπροσώπως. Μα σε τι χώρα ζούμε;

-Δεν ήξερα ότι είχαμε και Γερμανούς στην Αντίσταση, είπε ο Μαώ.

-Τον καιρό που ξέσπασε ο πόλεμος, ζούσαν εδώ τουλάχιστον τρεις με τέσσερις χιλιάδες Αυστριακοί και Γερμανοί, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους τη δεκαετία του ’30. Πολλοί απ’ αυτούς επιτέλεσαν τεράστιο έργο ως πληροφοριοδότες, δούλεψαν ως σύνδεσμοι και μεταφραστές, στρατολόγησαν όσους είχαν λιποτακτήσει απ’ τη Βέρμαχτ, παρείχαν πλήθος πληροφορίες στα αντιστασιακά κινήματα και παραδόθηκαν στους Γερμανούς απ’ την αστυνομία. Οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι ή κομμουνιστές. Υπήρχαν όμως και χριστιανοί, καθώς επίσης και σοσιαλδημοκράτες ή πολίτες που απλώς διαφωνούσαν με τους ναζί. Ο Βέρνερ μπήκε στην αντίσταση προτού ακόμη ξεσπάσει ο πόλεμος. Ήξερε τι μας περίμενε. Σε αντίθεση μ’ εμάς. Θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για το τι έκανε και πώς κατάφερε να μην τον πιάσουν. Απαρνήθηκε τη χώρα του. Δεν ήθελε να επιστρέψει μετά το τέλος του πολέμου. Δεν είναι εύκολο να έχεις γείτονες ή συναδέλφους που να σε έχουν καταδώσει ή συλλάβει και που επευφημούσαν του δήμιους. Αρνείται να μιλήσει γερμανικά. Του έχει μείνει αυτή η αναθεματισμένη προφορά. Δεν κατάφερε να την ξεφορτωθεί. Του έχει κολλήσει. Όταν προσπαθεί, τα καταφέρνει. Κάποτε, μας σταμάτησε μια γερμανική περίπολος. Τον άκουσα να μιλάει στους συμπατριώτες του με γαλλική προφορά. Πλέον, δεν είναι ούτε Γερμανός, ούτε Γάλλος˙ είναι άπατρις.

-Τι δουλειά κάνει; ρώτησε ο Μαώ.

-Είναι μηχανικός προβολής σ’ ένα κινηματογράφο στην οδό Σαμπολιόν, απάντησε ο Αλμπέρ Μαρκυζό. Γνωρίστηκε με τον ιδιοκτήτη στην Αντίσταση και, επιπλέον, είναι ένα επάγγελμα όπου δεν χρειάζεται να μιλάει σε κανέναν. Μετά τη δουλειά, ερχεται να δειπνήσει μαζί μας. Ειναι σχεδόν μέλος τη οικογένειας. Παίζουμε ντάμα, κάθε βράδυ.

-Ο Βέρνερ είχε εχθρούς;

-Όχι, απ’ όσο γνωρίζω.

-Πριν απ’ την εξαφάνισή του, είχε μήπως μπλέξει σε κάποιον καβγά, κάποιον τσακωμό;

-Δεν μου είπε κάτι. Έσενα;

-Είναι ήσυχος άνθρωπος, δεν πάει γυρεύοντας για φασαρίες, επιβεβαίωσε η Μαντλέν.

-Ωστόσο, τον ξυλοκόπησαν και τον άφησαν να πεθάνει.

-Είναι τρομακτικό. Βλέπεις στις μέρες μας εγκλήματα που δεν συνέβαιναν παλιά. Μπορεί ο τραυματισμός του Βέρνερ να μην έχει σχέση με τον πόλεμο ή με το παρελθόν του.

-Θα ’θελα πολύ να το πιστέψω, κυρία μου. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο επάγγελμά μας˙ τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον.

Όλη εκείνη την ώρα, ο Βέρνερ έμενε καθισμένος δίπλα τους, στον πάγκο, λες κι η συζήτηση δεν τον αφορούσε. Δεν πίστευες ότι ήταν ο άνδρας για τον οποίο μιλούσαν οι Μαρκυζό. Ο Ίγκορ πήγε και κάθισε απέναντί του.

-Πώς είστε, Βέρνερ;

-Καλά.

-Χαίρεστε που είμαστε σ’ αυτό το μπιστρό; Ο χώρος φαίνεται να σας είναι οικείος.

-Δεν ξέρω.

-Δεν αναγνωρίζετε κανέναν;

Έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο διπλανό τραπέζι όπου στοιβάζονταν κακήν κακώς τραπουλες, ένα κουτί με μια σκακιέρα και πιόνια, μια ντάμα με τα λευκά και τα μαύρα πούλια τοποθετημένα ξεχωριστά το ένα πάνω στο άλλο, μια τράπουλα ταρό, ένα ταμπλό για ζάρια.

-Θέλετε να παίξουμε; ρώτησε ο Ίγκορ.

Ο Βέρνερ δεν απάντησε, παρά συνέχιζε να κοιτάζει το τραπέζι με τα παιχνίδια.

-Τι θα λέγατε για μια παρτίδα μπουρλότ;

Ο Ίγκορ περίμενε μια απάντηση που δεν ερχόταν.

-Μήπως 421;… Ξέρετε πώς παίζεται; Θα θέλατε να μου δείξετε; Ο νικητής κερνάει το απεριτίφ, τι λέτε;

Ο Βέρνερ δεν μιλούσε.

-Μια παρτίδα σκάκι, ίσως; Έχω να παίξω τέσσερα χρόνια. Κάποτε, δεν τα πήγαινα κι άσχημα.

Ο Βέρνερ, σιωπηλός, συνέχιζε να κοιτάζει το τραπέζι. Ο Ίγκορ γύρισε και κοίταξε τους άλλους, κάπως αποθαρρυμένος. Η Μαντλέν έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. Ο Ίγκορ πήρε τη σκακιέρα και την έβαλε ανάμεσά τους. Τοποθέτησε πάνω της τα πιόνια που βρήκε στο κουτί.

-Είστε για μια παρτίδα; Πλάκα δεν θα’χει; Λοιπόν, σας παραχωρώ τα λευκά. Είναι πλεονέκτημα. Παίζετε πρώτος.

Ο Βέρνερ κοιτούσε τη σκακιέρα, ακίνητος και αμίλητος. Ο Ίγκορ περίμενε. Στο διπλανό τραπέζι, οι υπόλοιποι, μέσα σε θρησκευτική σιγή, παρακολουθούσαν αυτή την παρτίδα που δεν έλεγε ν’αρχίσει. Στο βάθος, ακούγονταν τα ουρλιαχτά των φοιτητών που έπαιζαν ποδοσφαιράκι και ο θόρυβος της μπάλας που χτυπούσε στα μεταλλικά τέρματα. Δεν τους ενοχλούσε. Η Μαντλέν και ο Αλμπέρ είχαν μουδιάσει. Ο Ίγκορ ένιωθε την πλάτη του να πονάει. Δεν κουνιόταν κανείς. Περίμεναν τον Βέρνερ ν’ αρχίσει να παίζει, όμως εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση. Στεκόταν με τα μάτια καρφωμένα στη σκακιέρα, συνοφρυωμένος, με πρόσωπο σφιγμένο, ακίνητο, θυμίζοντας μαρμάρινη προτομή. Καθισμένος απέναντί του, ο Ίγκορ περίμενε υπομονετικά, δίχως να εκνευρίζεται ή να δείχνει ότι ενοχλείται, με το αχνό συνωμοτικό χαμόγελο του παίκτη που αφήνει τον αντίπαλό του να χαράξει τη στρατηγική του και να σκεφτεί λίγο προτού κάνει την πρώτη κίνηση. Με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε αντίπαλος. Μετά από δύο ώρες και αφού είχαν ανταλλάξει αμέτρητα βλέμματα, ο Ίγκορ ένιωσε ότι οι θεατές είχαν αρχίσει να κουράζονται. Τους άκουγε να βαριαναστενάζουν, να καθαρίζουν τον λαιμό τους, να ξεροβήχουν. Ο πάγκος έτριζε κάτω απ’ τα πιασμένα τους οπίσθια. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα. Θα μπορούσαν να μείνουν χρόνια ο ένας απέναντι στον άλλον, χωρίς ο Βέρνερ ν’ αντιδράσει. Ήταν κακή ιδέα να παίξουν σκάκι, σκέφτηκε ο Ίγκορ κουνώνας ελαφρά το κεφάλι, με σφιγμένα χέιλη και μάτια που ανοιγόκλειναν. Έκανε τότε μια απρόβλεπτη κίνηση. Προχώρησε το μαύρο πιόνι του δύο τετράγωνα στη σκακιέρα. Ήταν εξωφρενικό, παράλογο. Κανένας παίκτης, από τότε που επινοήθηκε το σκάκι, εδώ και αιώνες, δεν είχε ξεκινήσει ποτέ παρτίδα με τα μαύρα. Ήταν ιεροσυλία. Κάτι αδιανόητο. Κάτι που δεν επιτρεπόταν να κάνει ούτε καν να φανταστεί κανείς. Ήταν οργανικό μέρος, ανήκε στην ουσία του παιχνιδιού. Ο Βέρνερ σήκωσε το βλέμμα, κατάπληκτος, σαστισμένος. Κοιτούσε καλά καλά τον Ίγκορ με ανοιχτό στόμα και γουρλωμένα μάτια. Κούνησε το κεφάλι γρυλίζοντας, σαν να ‘θελε να του δώσει να καταλάβει ότι αυτό που έκανε απαγορευόταν. Ύστερα, δίχως να διστάσει, πήρε το λευκό πιόνι, το προχώρησε δύο τετράγωνα και το ακούμπησε απέναντι απ’ το μαύρο πιόνι του Ίγκορ. Η παρτίδα είχε ξεκινήσει. Ο Ίγκορ κούνησε ένα δεύτερο μαύρο πιόνι. Ο Βέρνερ μιμήθηκε την κίνηση του αντιπάλου του. Όταν ο Ίγκορ κούνησε το τρίτο μαύρο πιόνι, ο Βέρνερ κούνησε το άλογό του. Όποιον παίκτη κι αν ρωτήσετε, ακόμα και τον πιο αρχάριο, θα σας πει ότι όταν κάποιος επιλέγει το άλογο στην τρίτη κίνηση, αυτό σημαίνει ότι έχει απειλητικές διαθέσεις. Και όλοι ξέρουν ότι, όταν επιτίθεσαι, δεν είσαι και τόσο άσχημα. Μ’ αυτή την κίνηση του αλόγου του, ο Βέρνερ πήρε τρία πιόνια. Η παρτίδα συνεχίστηκε με καμιά εικοσαριά κινήσεις, μέχρι που ο Βέρνερ έκανε «ροκέ», στριμώχνοντας επικίνδυνα τον Ίγκορ και αφήνοντας έκπληκτους του πάντες.

-Κακή αρχή κάναμε, παραδέχτηκε ο Ίγκορ.

-Θα σας κάνω ματ σε τέσσερις κινήσεις.

-Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που νικήσατε, απάντησε ο Ίγκορ ρίχνοντας κάτω τον βασιλιά του.

-Μου επιτρέπετε να σας κάνω μια παρατήρηση;

-Παρακαλώ.

-Δεν μπορείτε να ξεκινάτε μια παρτίδα με τα μαύρα. Απαγορεύεται.

Όλοι είχαν μείνει άναυδοι που η μνήμη του είχε επανέλθει τόσο γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία. Τον κύκλωσαν. Του έδιναν συγχαρητήρια. Τον αγκάλιαζαν. Τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Ο Βέρνερ θυμόταν τώρα σχεδόν τα πάντα. Θυμόταν τη ζωή του πριν και μετά το κώμα. Δεν θυμόταν, όμως, τίποτα για την επίθεση που είχε δεχτεί. Ο επιθεωρητής Μαώ είχε απελπιστεί. Ο Ίγκορ προσπάθησε να του τονώσει το ηθικό:

-Το σημαντικό είναι να έχει αίσιο τέλος αυτή η υπόθεση.

-Ο Βέρνερ λέει ψέματα. Ξέρει ποιος του επιτέθηκε.

-Τι σας κάνει να πιστεύετε σε κάτι τέτοιο;

-Το γεγονός ότι διστάζει να μιλήσει για το θέμα. Γι’ αυτό μηχανεύτηκε ένα κενό μνήμης.

-Μου κάνει εντύπωση αυτό που λέτε. Ακόμη ψάχνει τα λόγια του. Κάποιος που είχε πάθει αμνησία και τώρα θυμάται, δεν κοιτάει πώς να σε ξεγελάσει.

Ο Αλμπέρ Μαρκυζό πρόσφερε κόκκινο κρασί απ’ το Ντι, ανώτερο κι απ’ την καλύτερη σαμπάνια. Ο Ζακύ, ο σερβιτόρος, άνοιξε μια ντουζίνα μπουκάλια και κέρασε καμιά εικοσαριά πελάτες. Μερικοί νόμιζαν ότι ο Αλμπέρ είχε κερδίσει τον πρώτο λαχνό και γι’ αυτό ήταν τόσο γενναιόδωρος. Δεν φημιζόταν για ανοιχτοχέρης. Ο Ίγκορ συμβούλεψε τον Βέρνερ να μην πιει. Εκείνος τον άκουσε και παρήγγειλε ένα μικρό ποτήρι μπίρα χωρίς αφρό. Η Μαντλέν έλεγε και ξανάλεγε ότι ήταν σημάδι απ’ τον Θεό, με τον οποίο είχε ανοιχτούς λογαριασμούς. Παρότι με το πέρασμα του χρόνου γινόταν όλο και πιο θρήσκα, αρνιόταν να πάει στην εκκλησία. Τα πρωινά της Κυριακής είχε πολλή δουλειά στο «Balto». Όμως, θύμωνε με τον εαυτό της που ήταν αμελής και ήταν βέβαιη ότι, αργά ή γρήγορα, θα πλήρωνε την ασυνέπεια και την αμέλειά της. Υποσχέθηκε ν’ ανάψει μια λαμπάδα στον Άγιο Αντώνιο, για να τον ευχαριστήσει για την παρέμβασή του. Κατά τον Βέρνερ, ο καλός Θεός, δεν είχε καμιά ανάμιξη στην ως εκ θαύματος θεραπεία του. Ήταν «κακός πελάτης». Δεν ήταν απ’ τους τύπους που ο Κύριος τους κάνει χάρες.

-Μη γίνεσαι βλάσφημος, Βέρνερ. Ο Θεός τα βλέπει όλα.

-Αν είναι αλήθεια, Μαντλέν, τότε δεν έχει καμιά δικαιολογία. Ο μόνος που πρέπει να ευχαριστήσω είναι ο Ίγκορ. Ασχολήθηκε μαζί μου και κατάφερε να ξεκλειδώσει τη μνήμη μου. Ευχαριστώ, Ίγκορ.

Αγκαλιάστηκαν. Μπορεί να έφταιγε το κρασί ή η συγκίνηση, πάντως ο Ίγκορ ένιωθε λίγο ζαλισμένος.

-Δεν έκανα τίποτα εξαιρετικό. Τα εύσημα ανήκουν στον επιθεωρητή Μαώ.

Αυτή η εύφημος μνεία συνοδεύτηκε από ομοβροντία χειροκροτημάτων και χάρισε στον Μαώ την αιώνια ευγνωμοσύνη των παρευρισκομένων. Εκείνος συγκινήθηκε αφάνταστα. Δεν τον χειροκροτούσαν κάθε μέρα. Συνήθως συνέβαινε το αντίθετο. Την περίοδο εκείνη, η αστυνομία και οι αστυνομικοί ήταν μάλλον ανεπιθύμητοι. Ο Ίγκορ πρότεινε να κάνουν μια πρόποση. Η ιδέα άρεσε σε όλους. Ο Ζακύ γέμισε τα ποτήρια μέχρι πάνω.

-Στην υγειά του Βέρνερ! φώναξε ο Ίγκορ, πριν κατεβάσει μονοκοπανιά το ποτό του και ρίξει με φόρα το ποτήρι στο πάτωμα.

Όλοι τον μιμήθηκαν, ήπιαν το ποτό τους «άσπρο πάτο» και πέταξαν το ποτήρι με μια μεταδοτική ορμή. Τα ποτήρια έπεφταν στο πάτωμα και γίνονταν χίλια κομμάτια. Ο Αλμπέρ, η Μαντλέν και ο Ζακύ παρακολουθούσαν, έντρομοι, την ντάνα με τα γυαλικά τους να γίνεται θρύψαλα. Από εκείνη τη μέρα, τα μεγάλα γεγονότα εξακολουθούν να γιορτάζονται στο «Balto», όμως οι ιδιοκτήτες έχουν απαγορεύσει τις προπόσεις α λά ρωσικά.

Οι θαμώνες, χωρισμένοι σε μικρές παρέες, κουβέντιαζαν παθιασμένα. Υπήρχαν δύο αντίπαλα στρατόπεδα: οι μυστικιστές, που απέδιδαν τη γιατρειά του Βέρνερ σε κάποια θεϊκή παρέμβαση, και οι άθεοι, που τη θεωρούσαν ένα ακόμα μυστήριο του ανθρώπινου σώματος. Η ανεξήγητη αυτή θεραπεία ήταν, άραγε, κάτι το υπερφυσικό; Ή μήπως ήταν τρανταχτή απόδειξη της αμάθειάς μας; Υπήρχε, άραγε, ένας φυσικό, δηλαδή σωματικός υλισμός, όπως υπήρχε ο ιστορικός υλισμός; Ο τόνος της συζήτησης ανέβαινε. Ο ένας διέκοπτε τον άλλον. Αρπάζονταν. Και οι δυο πλευρές είχαν ουκ ολίγα επιχειρήματα και διαφωτιστικά παραδείγματα να αντιτάξουν. Μολαταύτα, ήταν θλιβερό να διαπιστώνεις ότι καμιά από αυτές τις λαμπρές αποδείξεις δεν είχε αποτέλεσμα. Η αδυναμία μας να πείσουμε τον άλλο αποδεικνύει περίτρανα πόσο χρήσιμα είναι τα μέσα όπως η προσβολή, η γροθιά, το μαχαίρι, το πιστόλι, ο εκρηκτικός μηχανισμός και η πυρηνική βόμβα. Τα δεινά μας έχουν μία και μόνη αιτία: θεωρούμε τις απόψεις μας ιερές. Όσοι αρνούνται ν’ αλλάξουν γνώμη είναι βλάκες και όσοι μεταπείθονται, το ίδιο.

Καθισμένοι στον πάγκο, ο Ίγκορ και ο Βέρνερ μιλούσαν για το παρελθόν, απέχοντας απ’ τους διαξιφισμούς.

-Πρέπει να περάσατε δύσκολα, του είπε ο Ίγκορ.

-Το ίδιο κι εσείς.

-Αυτό που μετράει είναι ότι είμαστε ζωντανοί, έτσι δεν είναι;

-Ναι, πρέπει να σκεφτόμαστε το μέλλον.

-Αν δεν είμαστε εμείς αισιόδοξοι, τότε ποιος θα είναι;

Guenassia Jean-Michel, Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, Αθήνα, Πόλις, 2011, σ. 188-199.