Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Από δύο ετών ο σεβαστός μου φίλος Ζακ ευρίσκεται εν διωγμώ.

Του πήραν την θέσιν εις το καφενείον ! Γνωρίζετε τι γεγονός είναι τούτο δι’ άνθρωπον άγαμον, ο οποίος έζησεν εις το καφενείον είκοσιν έτη και τα είκοσιν εις την αυτήν θέσιν; Υπάρχουν τραπέζια καφενείων και γωνίαι καναπέδων, τα οποία διηγούνται την ιστορίαν ενός μόνον άνθρώπου. Υπάρχει εις το καφενείον, περί του οποίου ομιλώ, μία θέσις η οποία διηγείται έτη από την ζωήν του Ζακ. Υπάρχει παραπλεύρως κάποια θέσις που διηγείται ημέρας και νύκτας από την ζωήν του Βερλαίν… Εκεί έγραψε μερικά από τα θλιβερώτερα ποιήματά του. Υπάρχει εις το καφενείον του Κλουνύ μία θέσις, εις την οποίαν εσκέφθη επί δέκα έτη ο Φάγκε. Υπάρχει εις άλλο γειτονικόν καφενείον ένα τραπέζι, όπου ο δυστυχής και χαντακωμένος αλλά πάντοτε φωτεινός Ραούλ Πονσόν γράφει αιωνίως το ποίημα της Δευτέρας διά το Ζουρνάλ. Τα καφενεία μπορούν να διηγηθούν πολλά… Μία θέσις ήξευρε τα είκοσιν έτη της ζωής του Ζακ, αλλά του την επήραν. Από τότε ευρίσκεται εν διωγμώ.

Ποιος ήτο ο άρπαξ της γωνίας του Ζακ, του ειρηνικού μελετητού πτηνών και ζώων της αιγυπτιακής και ελληνικής αρχαιότητος; Ποιος του επήρε την θέσιν;

Οι Ρουμάνοι φοιτηταί. Ένα κύμα, εκείνο που ωθεί τας ομάδας σήμερον εις το ένα καφενείον και αύριον εις το άλλο, έφερε τους Ρουμάνους εκεί όπου ο γηραιός Ζακ έγραφεν ησύχως από είκοσιν ετών. Ήλθαν τέσσαροι κάποτε κατά τύχην. Την επομένην έγιναν οχτώ, την άλλην δεκαπέντε∙ από τότε δεν εξεκόλλησαν πλέον! Θα υπάρχουν πάντοτε πέντε, δέκα, δεκαπέντε Ρουμάνοι, να παίζουν εκεί χαρτιά. Αι εθνικότητες πέφτουν όπουν οι μύγες. Είναι δύσκολον κατόπιν να φύγουν.

Ένα απόγευμα, ώρα τρεις, ήρχετο ο Ζακ ταχύς φυσέκι, με την σερβιέττα υπό μάλλης γεμάτην χαρτιά, σημειώσεις, παραπομπάς, χρονολογίας, διορθώσεις. Ήρχετο διψασμένος για καφέ και εργασίαν. Αλλ’ οπισθοχώρησε. Τέσσαρες Ρουμάνοι εις το τραπέζι του έπαιζαν χαρτιά θορυβωδώς. Εφουρκίσθη, αλλ’ ενόμισε πως ήτο τυχαίον. Εκάθησεν αλλού – με τι δυσκολίαν! Την επομένην άλλοι Ρουμάνοι. Και πάντοτε κατόπιν επί εβδομάδας, μήνας, έτος, Ρουμάνοι. Ο Ζακ από τότε γυρίζει αιώνιος μετανάστης, αιώνιος νοσταλγός της γωνίας που έχασε. Εργάζεται εις άλλο τραπέζι. Αλλ’ είναι εργασία αυτή; Οι Ρουμάνοι δεν πιάνουν μόνον τας θέσεις, αλλά φωνάζουν, όπως θα εφώναζον εις τον καφενέ της πατρίδος των. Και τι γλώσσα! Χαλίκια, σκίρρα, καρφιά. Με τέτοια χοντρόγλωσσα φωνάζουν μέσα εις ένα καφενείον της χώρας του Ρακίνα, διαπληκτιζόμενοι για τον άσσο σπαθί και για τα λιμά εις επήκοον όλων των πελατών, ως αυτοί οι πελάται να μην υπάρχουν; Πώς είναι, αδερφέ, αυτοί οι λαοί των Βαλκανίων ! Όλα δικά των !

Ο καημένος ο Ζακ, εκτοπισμένος εις άλλο τραπέζι, αναγκάζεται να ζη εν μέσω του πατάγου της ρουμανικής χαρτοπαιξίας. Εκεί εργάζεται, εκεί μεταφράζει αρχαία κείμενα, εκεί γράφει την ιστορίαν των κοσσύφων, των ψιττακών και των κονίκλων της αρχαιότητος. Από ενός έτους είναι αιωνίως φουρκισμένος ! Τους βρίζει τους επιδρομείς μέσα εις τα δόντια του. Τον ακούω να ψιθυρίζη τα λέξεις barbares, brigands, bandits, sales types… Πολλάκις μιλεί μόνος του. Οι Ρουμάνοι τον ακούν. Προ πολλού ηννόησαν ότι τους βρίζει. Αλλά σιωπούν με Βαλκανικήν πονηρίαν. Και ο Ζακ είναι απαρηγόρητος.

- Α ! Εδώ, μ’ σιέ Παπαντωνιού, θα μου προσφέρετε μίαν υπηρεσίαν. Εξηγήστε μου αυτό το κομμάτι αρχαίου κειμένου: «Εγχέλεις δε λέγεται πολλάς εν εκείνοις τοις ύδασι τους αλιείς αγρεύειν τώδε τω τρόπω. Κάλαμον καταβυθίζειν…» Ah! Taisez vous, sales types, barbares, voyons ! Sacrrrre…nom à D… La peste !

Αλλ’ οι Ρουμάνοι εξακολουθούν το χαρτί και τις φωνές.

- Τι αγριάνθρωποι, τι επιδρομή ! λέγει ο Ζακ… Δεν είναι πλέον καφενείον αυτό, είναι σταύλος.

Και πρόκειται περί καφενείου με φιλολογικήν ιστορίαν, το οποίον εφιλοξένησε και δόξας ! Αλλ’ όπως όλα, εβιομηχανίσθη και αυτό. Άνθρωποι να μπουν, χαρτοπαίζοντες ή πίνοντες, για να γίνεται κατανάλωσις, αυτό αρκεί. Είναι πάντοτε ευπρόσδεκτοι. Διά τούτο και οι Ρουμάνοι θεωρούνται καλοί πελάται. Αν ενοχλούν την εργασίαν του Ζακ ή αν τον εξετόπισαν, είναι τόσον μικρά η ζημία !

Εις την αυτήν θέσιν ευρίσκεται και εντός του απέναντι καφενείου ο Ραούλ Πονσόν. Όταν πηγαίνει να γράψει το ποίημα της Δευτέρας δια το «Ζουρνάλ», βρίσκει συχνά εις το τραπέζι του ένα πελώριον και τυμπανιαίον Ανατολίτην με φέσι ! Είναι Τούρκος ζων εις το Παρίσι προ ετών, ακάθαρτος και «γνωρίζων κατά βάθος τα πράγματα». Συγκεντρώνει γύρω του και άλλους Τούρκους, με τους οποίους συζητούν πώς θα κατακτήσουν τον κόσμον, η δε Παρισινή σπίθα, η οποία φέγγει μέσα εις τον εγκέφαλον του Πονσόν, περιφέρεται εδώ κι εκεί διά να βρει τραπέζι… Και με πόσην κοιλίαν και με πόσην μεγαλοπρέπειαν και νωθρότητα κάθεται ο σοφός Τούρκος, στενοχωρημένος διά την έλλειψιν παντουφλών και ναργιλέ. Είναι, επαναλαμβάνομεν, εκ των καλώς κατεχόντων τα «πράγματα της Ανατολής». Οι άνθρωποι ενόμισαν πάντοτε ότι, με το να γνωρίζουν το αρναουτικόν ή το κουτσοβλαχικόν ζήτημα, κατέχουν κάτι σπουδαίον. Άιντε τώρα να τους πείσεις ότι αυτό δεν ενδιαφέρει πολύ τον κόσμον, ότι καλύτερα θα έκαμναν να σήπωνται αλλού, ότι οι σατιρικοί στίχοι που θα γράψει ο Πονσόν, του οποίου πιάνουν την θέσιν, είναι περισσότερον ενδιαφέροντες από το μέλλον ολοκλήρου της Τουρκίας και από τας αιματοχυσίας των Βαλκανίων !

Δεν το υποπτεύονται.

Παπαντωνίου Ζαχαρίας, Παρισινά Γράμματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ., σ. 83-85.