Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η παρέλαση (θεατρικό μονόπρακτο)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΖΩΗ: 23 χρονών

ΑΡΗΣ: 7 χρονών

 

Ένα δωμάτιο με παλιά ταπετσαρία. Μια πόρτα στενή και ψηλή. Έπιπλα: Δυο κρεβάτια που θυμίζουν τα παλιά σιδερένια με τα κάγκελα, το ένα ξέστρωτο. Μια πολυθρόνα κουνιστή. Ένα σκαμνί. Μια εταζέρα. Έπιπλα με βιβλία. Κανονικό παράθυρο δεν υπάρχει. Μόνο ψηλά κάτι σα φεγγίτης, αλλά χωρίς σίδερα, με τζάμι που ανοίγει. Κάτω από το φεγγίτη. Ένα κασόνι συσκευασίας. Στο πάτωμα, στο τραπέζι, στο σκαμνί, στο ξέστρωτο κρεβάτι πολλά χάρτινα πλοία και αεροπλάνα. Επίσης πολλά σκόρπια βιβλία και χάρτες. Σκοτάδι. Παύση. Αρχίζουν μες στο σκοτάδι ν' ακούγονται τύμπανα σκέτα, εμβατήρια, πότε μαζί, πότε χώρια, πότε κοντά, πότε μακριά. Παύση.

Φως. Mε το φως ακούγεται μια τρομπέτα μακριά, σαν ο σαλπιγκτής να δοκιμάζει ένα σάλπισμα. Κάποιο τύμπανο επίσης, δοκιμάζεται στο ίδιο μακρινό φόντο. Φαίνεται η ΖΩΗ, καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα, απέναντι στο κοινό. Πλέκει με ρυθμικές κινήσεις, σιγοτραγουδώντας.

 

ΖΩΗ. Ποιός θ' ανέβει στα βουνά

Να μας φέρει τη Ροδούλα

Ποιός θα μπει μες στη σπηλιά

Στο πηγάδι θα κατέβει θα ρωτήσει τη γριά

Π' αγριόχορτα μαζεύει.

Στο σημείο αυτό μπαίνει ο ΑΡΗΣ. Είναι σκεφτικός. Παίζει μια αλυσίδα στο χέρι του, σκαρφαλώνει στο κασόνι και ρίχνει μια ματιά έξω από το φεγγίτη. Πάντα background η τρομπέτα και το τύμπανο. Κάνει μια βόλτα στο δωμάτιο παίζοντας με την αλυσίδα. Πετάει την αλυσίδα στο τραπέζι. Ξαπλώνει στο πάτωμα κι αρχίζει να ταχτοποιεί τα χάρτινα πλοία του. Παίζει ναυμαχία. Αφού βάλει σε θέση μάχης τα πλοία, παίρνει στα χέρια του δυο αεροπλάνα και τα περνάει πάνω απ' το στόλο πολυβολώντας. Στο μεταξύ η ΖΩΗ δεν έχει σταματήσει ούτε το πλέξιμο, ούτε το τραγούδι της.

 

ΖΩΗ. Ποιός θα πάει στην ξενιτειά

Να μας φέρει τη Ροδούλα

Τί ντροπή για την καρδιά —

Άμοιρη, άμοιρη μανούλα

Ποιός λυπάται τώρα πια

Τη χαμένη μας Ροδούλα.

(Χωρίς να στραφεί, πλέκοντας πάντα).

Άρη, είμαστε μόνοι ;

ΑΡΗΣ (μιμείται το αεροπλάνο; : Τζζζζζζζζ… Ναι! Τζζζζ…

ΖΩΗ. Έφυγε ό πατέρας.

ΑΡΗΣ. Έφυγε… Τζζζζζζ, μπουμ, μπουμ, μπουμ, μπουμ…

(Πολυβολεί).

ΖΩΗ. Δεν άκουσα να χτυπήσει η πόρτα. Είναι κι αυτός ό θόρυβος απ' την πλατεία. Κλείσε το παράθυρο. Τί είναι, τρομπέτες ;…

ΑΡΗΣ. Μμμμ… (Σηκώνεται ράθυμα και κλείνει το παράθυρο).

ΖΩΗ. Και τύμπανα, ε ; Σίγουρα θα γίνει παρέλαση έξω απ’ το σπίτι μας. Μήπως καμιά γιορτή;

ΑΡΗΣ. Αν νοιαζόσουν να κοιτάξεις το ημερολόγιο θα ’βλεπες πως είναι κάποια επέτειος.

ΖΩΗ. Εθνική επέτειος με λάβαρα και σημαίες. Και τα σχολεία που περνούν κάτω απ' τα μπαλκόνια. Έχει μαζευτεί κόσμος στην πλατεία;

ΑΡΗΣ. Όχι, δεν ήρθε κανείς ακόμα. (Έχει πάρει απ' το ξέστρωτο κρεβάτι τρία μικρά τόπια. Τα πετά πάνω - κάτω προσπαθώντας να μιμηθεί τους ζογκλέρ).

ΖΩΗ. Δεν μου αρέσει η παρέλαση, θυμάσαι τότε που ήμουν μικρή και στάθηκα πολύ ώρα στον ήλιο και μου πόνεσε το κεφάλι και έκανα εμετό και παραλίγο να πεθάνω;

ΑΡΗΣ. Δε ήταν στην παρέλαση άλλα στα μπάνια, στη θάλασσα.

ΖΩΗ. Το θυμάσαι;

ΑΡΗΣ. Όχι. Ήμουν πολύ μικρός. Μπορεί και να μην είχα γεννηθεί ακόμα. (Προσπαθεί με τα τόπια, δεν τα καταφέρνει).

ΖΩΗ. Καλά, δεν πειράζει. (Παύση μικρή): Τί φόρεσε ο πατέρας σήμερα;

ΑΡΗΣ. Το μπλε σακάκι του.

ΖΩΗ. Το ίδιο που φορούσε και χτες; Του λείπει το τρίτο κουμπί στο κάτω μέρος και η φόδρα είναι ξηλωμένη στα πλάγια. Λογάριαζα να του το ράψω σήμερα πρωί πρωί… Αλήθεια, τώρα που το λέω, θαρρώ πώς το έραψα…

ΑΡΗΣ (Έχει καταφέρει επιτέλους την κίνηση του ζογκλέρ): Δεν το έραψες. Είχε μόνο δύο κουμπιά.

ΖΩΗ. Και τον άφησες να φύγει έτσι; Φόρεσε τουλάχιστον το πουλόβερ του ;

ΑΡΗΣ. Το φόρεσε.

ΖΩΗ. Το κίτρινο ή το γκρίζο ;

ΑΡΗΣ. Το κίτρινο,

ΖΩΗ. Έκανε καλά. Το κίτρινο είναι πιο ζεστό. Άρχισε να κάνει ψύχρα έξω.

ΑΡΗΣ. Πώς το ξέρεις ;

ΖΩΗ. Πώς το ξέρω, τί ; (Σ' όλη τη διάρκεια του διαλόγου δεν έχει στραφεί καθόλου προς τον Άρη).

ΑΡΗΣ (Πετά τα τόπια. Ακουμπά κουρασμένα στον τοίχο. Βάζει τα χέρια στις τσέπες): Πως ό καιρός χάλασε…

ΖΩΗ (πλέκοντας πάντα). Moυ το είπε ο πατέρας χτες βράδυ όταν γύρισε. Μου είπε : «Φόρεσε το μαύρο σάλι σου, μπήκε το φθινόπωρο». Κι έπειτα χουχούλισε τα χέρια του και είπε: «Πρέπει σε λίγες μέρες ν' ανάψουμε σόμπα». Τον τελευταίο καιρό κρυώνει πολύ. Μου ζήτησε μάλλινες κουβέρτες από τώρα και παράγγειλε να του πηγαίνω ζεστό τσάι για τη νύχτα πριν πλαγιάσει. Ίσως είναι άρρωστος. Τί λες εσύ, είναι άρρωστος ;

ΑΡΗΣ (σκαρφαλώνει στο παράθυρο και ανοίγει το τζάμι). Δεν το πιστεύω.

ΖΩΗ. Τί γίνεται έξω ;

ΑΡΗΣ. Τίποτα ακόμα. Η πλατεία είναι έρημη.

ΖΩΗ. Είναι κλειστά τα μαγαζιά ;

ΑΡΗΣ. Θεόκλειστα, με κατεβασμένα τα ρολά.

ΖΩΗ. Κάθεται κανείς στα παγκάκια ;

ΑΡΗΣ. Σου λέω είναι ερημιά. Δεν έχει έρθει κανείς ακόμα.

ΖΩΗ. Κι αυτές οι μουσικές από που ακούγονται;

ΑΡΗΣ. Θα είναι από πέρα. Δε φτάνω να δω. Μα οπού να 'ναι θα πλησιάσουν. Είμαι βέβαιος, πως η παρέλαση θα γίνει εδώ από κάτω.

ΖΩΗ. Γιατί είσαι βέβαιος ;

ΑΡΗΣ (κλείνει το τζάμι, αλλά δεν κατεβαίνει από το κασόνι, στρέφεται στη Ζωή). Έχουν στήσει στην πλατεία ένα άγαλμα — στη μέση ακριβώς, θα κάνουν φαίνεται τ' αποκαλυπτήρια κανενός ήρωα για την επέτειο.

ΖΩΗ. Τίνος ήρωα; Δεν είδες;

ΑΡΗΣ. Όχι. Το 'χουν σκεπασμένο όλο μ' ένα άσπρο πανί, δε φαίνεται τίποτα.

ΖΩΗ. Τότε πως ξέρεις πώς είναι άγαλμα;

ΑΡΗΣ. Τί άλλο μπορεί να είναι ; Το 'χουν στήσει σ' ένα ψηλό βάθρο και γύρω-γύρω είναι σκοινιά για να σταθούν από πίσω οι άνθρωποι που θα 'ρθουν να παρακολουθήσουν την παρέλαση. (Mε ξαφνική χαρά). Είναι φως φανάρι σε λίγο θ' αρχίσουν να 'ρχονται !

ΖΩΗ (τραγουδά). Ποιός θα μπει μες στη σπηλιά.

Στο πηγάδι θα κατέβει θα ρωτήσει τη γριά

Π' αγριόχορτα μαζεύει.

ΑΡΗΣ (Ο ενθουσιασμός του έχει πέσει. Κατεβαίνει αργά και στέκεται πίσω απ τη Ζωή). Τραγουδάς ;

ΖΩΗ. Ναι; Δεν το κατάλαβα. Ήμουν αφηρημένη.

ΑΡΗΣ. Τί σκεφτόσουν;

ΖΩΗ. Δε σκέφτομαι-πλέκω.

ΑΡΗΣ. Τί πλέκεις ; Όχι, μη μου πεις, θα το μαντέψω μόνος μου. Πλέκεις κάτι για σένα. Ένα σάλι ;

ΖΩΗ. Δεν το βρήκες.

ΑΡΗΣ. Τότε ζακέτα.

ΖΩΗ. Ούτε ζακέτα. Έπλεξα την περασμένη βδομάδα.

ΑΡΗΣ. Πουλόβερ χωρίς μανίκια.

ΖΩΗ. Όχι, όχι, όχι. Ένα ολόκληρο φόρεμα. Αυτή είναι η φούστα.

ΑΡΗΣ. Πάντως είναι κάτι για σένα. Αυτό τουλάχιστον το μάντεψα.

ΖΩΗ. Το μάντεψες… Μα, θαρρώ… με ρώτησες και χτες και στο είπα. Μα, ναι! Εγώ στο είπα. Δεν το βρήκες μόνος σου.

ΑΡΗΣ. Μπορώ να το κοιτάξω ;

ΖΩΗ. (του δείχνει). Δεν είναι ωραίο ;

ΑΡΗΣ. Είναι υπέροχο. Γκρενά. Έτσι το λένε αυτό το χρώμα. Μόνο που το 'κανες στενό.

ΖΩΗ. Μα είμαι πολύ αδύνατη.

ΑΡΗΣ. Στενό και μακρύ.

ΖΩΗ. Μα είμαι ψηλή. Θα μου έρχεται ίσα-ίσα.

ΑΡΗΣ. Είσαι κοντή.

ΖΩΗ. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Το λες για να με πειράξεις. Όλο θες να με πειράζεις.

ΑΡΗΣ. Κοντή και χοντρή.

ΖΩΗ. Είσαι κακός, δε σου μιλάω.

ΑΡΗΣ. Στο σπίτι δεν υπάρχει μεγάλος καθρέφτης. Λοιπόν, δεν έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου ολόκληρο. Κοντή και χοντρή. Έτσι είσαι και δεν το ξέρεις. (Χοροπηδά). Έχω μία αδελφούλα, κοντούλα και στρουμπουλούλα.

ΖΩΗ. Δε σου ξαναμιλάω. Δώστο μου πίσω. (Κάνει να του αρπάξει το πλεχτό. Ό Άρης πηδά μακριά της).

ΑΡΗΣ (τραγουδά). Κοντούλα και στρουμπουλούλα. Έχει πόδια σαν χταπόδια.

ΖΩΗ (τον κυνηγά). Ψεύτη ! Ψεύτη ! Δώστο γρήγορα πίσω.

ΑΡΗΣ (τρέχοντας). Αυτό το φουστάνι είναι πολύ στενό, είναι άχρηστο. (Το κάνει μπάλα και το πετά μακριά, τραγουδώντας πάντα). Έχει μύτη σαν κομήτη.

(Κυνηγιούνται και κάβε φορά που η ΖΩΗ καταφέρνει να πλησιάσει το φουστάνι ο Άρης πιο γρήγορος το ξαναπετά μακριά. Κυλιούνται κάτω τέλος, ό Άρης σηκώνεται και το πατά).

 

ΖΩΗ. Άστο, Άστο, Άστο…

(Από την αρχή που τον κυνηγά, έχει αρχίσει ν' ακούγεται θόρυβος κόσμου, μια μουσική μπάντας που πλησιάζει. Στο σημείο αυτό, ο έξω θόρυβος είναι αρκετά έντονος πια και ξαφνικά ο Άρης τον συνειδητοποιεί, αφήνει το φουστάνι και τρέχει στο παράθυρο, ενώ η ΖΩΗ έχει πέσει στο πάτωμα και κλαίει).

 

ΑΡΗΣ. Νάτοι! Ήρθαν κιόλας! Η πλατεία γέμισε - είναι σχεδόν γεμάτη - ακούς ! Μαζεύονται απ' όλες τις μεριές, παίρνουν θέση πίσω απ' τα σκοινιά. Μερικοί φόρεσαν τα καλά τους, ντύθηκαν για να παρακολουθήσουν την παρέλαση, άλλοι έχουν το κακό τους χάλι μα, σταμάτα, λοιπόν, το κλάμα κι έλα να δεις. Ουφ! Σα μωρό παιδί κάνεις. Ανοίγουν ομπρέλες για τον ήλιο. Ομπρέλες βροχής για τον ήλιο, αστείο δεν είναι; Πάψε να κλαις, με νευριάζεις. Άλλοι φτιάξαν δίκοχα από εφημερίδες και τα φοράν στο κεφάλι τους. Μάλιστα ! Αυτοί εκεί κάνουν την καλύτερη δουλειά. Με τέσσερις κόμπους στο μαντίλι κάνεις ένα σκούφο κι ούτε φόβος να σου τον πάρει ό αέρας. Η πλατεία στη μέση είναι άδεια. Ό στρατός δεν έφτασε ακόμα, μήτε τα σχολεία. Μόνο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, αυτά παίζουν τη μουσική.

(Γυρνά στη ΖΩΗ, που έχει καθίσει στη θέση της και συνεχίζει το πλέξιμο μουτρωμένη. Κλείνει αργά το τζάμι. Κατεβαίνει και πάει κοντά της).

 

ΑΡΗΣ. Μου θύμωσες ;

(Η ΖΩΗ τραβά επιδεικτικά την καρέκλα της πιο πέρα).

ΑΡΗΣ. Άκου: Αύριο θα πω του πατέρα να σου αγοράσει γαλάζιο μαλλί να πλέξεις ένα άλλο φόρεμα. Αυτό το χρώμα είναι χωριάτικο, δεν το βλέπεις; (Παύση). Καλά, πάλι, εγώ δεν ξέρω. Εγώ είμαι άντρας, δεν καταλαβαίνω από χρώματα. Όμως αλήθεια σου λέω, ένα γαλάζιο φουστάνι με… με λίγο χρυσό στο γιακά, ε; Θα ήταν όμορφο. Παραδέξου πως η ιδέα μου για το χρυσό είναι περίφημη. (Παύση), Δε μου μιλείς; Εντάξει. Κι εγώ θα το κλείσω για μια ολόκληρη μέρα. (Γυρνά στα καράβια τον). Ακούς; Για μια Ολόκληρη μέρα. Μιλιά δε θα βγει απ' το στόμα μου… Τζζζζ… (Παίζει).

ΖΩΗ (με κακία). Όταν κάθομαι εδώ στην καρέκλα μου και πλέκω κι εσύ με ρωτάς και με ξαναρωτάς τι σκέφτομαι, θες να σου πω τι σκέφτομαι;

ΑΡΗΣ. Μπουμ, μπουμ, μπουμ (Πολυβολεί).

ΖΩΗ (το ίδιο). Σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένη θα 'μουν αν αντί για σένα είχα μιαν αδερφή. Είμαι τόσο άτυχη που δεν έχω μιαν αδερφή.

ΑΡΗΣ. Τζζζζ… (Κάθετη εφόρμηση).

ΖΩΗ. Αυτό το δωμάτιο είναι φριχτό, δεν μπορώ να το βλέπω. Παντού πεταγμένα τα καράβια σου, τα τόπια, οι χάρτες σου, τα βιβλία σου. Έτσι μου 'ρχεται να τ' αρπάξω όλα μαζί και να τα κάψω.

ΑΡΗΣ. Κι εγώ τότε θα βάλω φωτιά στο καλάθι με τα πλεχτά σου. Μάλιστα δε θα τα κάψω εντελώς, θα τ' αφήσω τσουρουφλισμένα να τα βλέπεις και να σκας.

ΖΩΗ. Σε ξέρω καλά. Είσαι ικανός να το κάνεις. Είσαι κακός και βρωμιάρης. Το κρεβάτι σου βρωμάει. Δεν το στρώνεις ποτέ. Ξέρεις πως θα 'ταν το κρεβάτι της αδερφής μου ;

ΑΡΗΣ. Κρα, κρα, κρα, κρα…

ΖΩΗ. Με πουπουλένια σκεπάσματα, ροζ πουπουλένια σκεπάσματα και άσπρες μαξιλαροθήκες να δένουν με κορδέλες γαλάζιες. Και θα της έπλεκα κι ένα χοντρό κίτρινο χαλάκι να πατά τα πόδια της μόλις θα τ' ακουμπούσε στο πάτωμα. Δε θ' άφηνα κανέναν άλλο να μπει εδώ μέσα. Θα 'μασταν οι δυο μας, μόνο οι δυο μας. Θα λέγαμε, θα λέγαμε… Θα της έλεγα όλα μου τα μυστικά.

ΑΡΗΣ. Έχεις μυστικά;

ΖΩΗ. Και βέβαια έχω. Αλλά δε θα στα φανερώσω ποτέ γιατί είσαι άντρας.

ΑΡΗΣ. Ούτε ένα τόσο δα ;

ΖΩΗ (κουνά αρνητικά το κεφάλι της). Ούτε.

(Ό Άρης σηκώνεται και αρχίζει να φέρνει βόλτες τριγύρα της).

 

ΑΡΗΣ. Τότε δε θα σου πω κι εγώ τα δικά μου. (Την κοιτά με ένα μυστηριώδες ύφος). Παραδείγματος χάριν δε θα σου πω τίποτα για το κλειδί.

ΖΩΗ. Το κλειδί ! Ποιό κλειδί ;

ΑΡΗΣ (πάει στην πόρτα και ξεκρεμά από ψηλά ένα κλειδί). Αυτό! (Της το βάζει μπροστά στο πρόσωπο).

ΖΩΗ. Είναι το κλειδί του σπιτιού.

ΑΡΗΣ. Ακριβώς. Είναι το κλειδί του σπιτιού. Μια μέρα θα το πάρω και θα βγω έξω. (Κοιτάζει προς το παράθυρο) Θα κατέβω στο λιμάνι.

ΖΩΗ. Τί θα κάνεις στο λιμάνι ;

ΑΡΗΣ. Θα δω τα καράβια, θα διαλέξω μια μέρα που θα έχει έρθει ο στόλος για να παρακολουθήσω μια αληθινή ναυμαχία.

ΖΩΗ. Πώς θα το ξέρεις ποια θα είναι αυτή η μέρα ;

Λούλα Αναγνωστάκη, «Η παρέλαση», H Tριλογία της Πόλης, Κέδρος, 41999, σ. 83-91.