Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το Παρίσι στην αρχή ήταν καταπληκτικό. Κυκλοφορούσα στους δρόμους. Δε σταματούσα. Η Χουρίγια έμενε κλεισμένη στο διαμέρισμα, μαγείρευε, παρατηρούσε. Φοβόταν τα πάντα. Όπως άλλοτε στο χάνι, εγώ ψώνιζα, εγώ πήγαινα παντού. Έβγαινα το πρωί γύρω στις επτά οκτώ η ώρα με πλαστικές τσάντες, αγόραζα πατάτες (τρώγαμε κυρίως πατάτες βραστές), ψωμί, ντομάτες, γάλα. Το κρέας ήταν πολύ ακριβό, κι έπειτα η Χουρίγια δεν είχε εμπιστοσύνη. Φοβόταν μήπως της δώσουν να φάει χοιρινό.

Έπρεπε να κάνουμε οικονομίες. Το δωμάτιο κόστιζε πεντακόσια φράγκα την εβδομάδα, εκτός από το ηλεκτρικό. Δεν είχαμε θέρμανση. Η κουζίνα ήταν κοινή για όλους τους ενοικιαστές. Ήταν όλοι μαύροι, κι η δεσποινίς Μάγερ τούς βόλευε ανά τέσσερις στο ίδιο δωμάτιο. H ίδια κατοικούσε στο ισόγειο κι ερχόταν κάθε στιγμή να επιθεωρήσει τι συνέβαινε. Ύστερα από μερικές μέρες γνώρισα τη Μαρί-Ελέν, μια Γουαδελουπιανή που δούλευε στο νοσοκομείο Μπουσικό, και το φίλο της Ζοζέ που ήταν κι αυτός από τις Αντίλλες, κι όλους τους Αφρικανούς, τον Νεμπάγε, τον Μάντι, τον Αντουάν, τον Νονό που ήταν πιο μικρός από μένα, πολύ μαύρος κι έπαιζε μποξ. Τους αγαπούσα πολύ, ήταν αστείοι, διασκέδαζαν με τα πάντα και μιλούσαν για την ιδιοκτήτρια, τη δεσποινίδα Μάγερ, αποκαλώντας την «παλιόγρια». Ή την έλεγαν «Σιμπάνια», γιατί ήταν τ’ όνομα που η Φάτιμα, που ζούσε πριν από εμάς στο δωμάτιο, της είχε δώσει. Η δεσποινίς Μάγερ είχε πει βλέποντάς μας: «Κατά βάση, δε νοικιάζω ποτέ σε Άραβες». Είχε κάνει όμως μια εξαίρεση, ίσως εξαιτίας του χρώματός μου.

Τον πρώτο καιρό μού άρεσε πολύ αυτή η πόλη. Με φόβιζε λιγάκι γιατί ήταν τόσο μεγάλη, ήταν όμως γεμάτη καταπληκτικά πράγματα, μ’ ασυνήθιστους ανθρώπους. Εντέλει, έτσι την έβλεπα εγώ.

Αρχικά μ’ εξέπληξαν οι σκύλοι.

Ήταν παντού.

Μεγάλοι, χοντροί, μικροί κοντοπόδαροι, με τόσο μακρύ τρίχωμα, που δεν ήξερες πού ήταν το κεφάλι τους, πού ήταν η ουρά τους, ολόσγουροι σαν να είχαν βγει από τον κομμωτή, άλλοι κουρεμένοι σαν λιοντάρια, σαν ταύροι, σαν πρόβατα, σαν φώκιες. Μερικοί ήταν τόσο μικροί, που θα τους έλεγες ποντίκια, και τρεμάμενοι σαν ποντίκια και με κακό ύφος σαν ποντίκια. Άλλοι ήταν μεγάλοι, σαν μοσχάρια, σαν γαϊδούρια με κρεμαστά ματωμένα χείλη και μάγουλα που κρέμονταν, κι όταν κουνούσαν το κεφάλι τους, πιτσιλούσαν τα πάντα με το σάλιο τους. Μερικοί ζούσαν σε διαμερίσματα των καλών συνοικιών και κυκλοφορούσαν μέσα σ’ αμερικάνικα, αγγλικά, ιταλικά αυτοκίνητα. Μερικοί έβγαιναν μες στην αγκαλιά των κυριών τους, καταστόλιστοι, με κορδέλες και ντυμένοι με μικρά καρό γιλέκα. Είδα μάλιστα κι έναν που έκανε βόλτα δεμένος στην άκρη ενός μακριού λουριού που η κυρία του το είχε δέσει στο αυτοκίνητό της.

Δε θέλω να πω ότι εμείς δεν είχαμε σκύλους. Υπήρχαν πολλοί, αλλά έμοιαζαν όλοι μεταξύ τους, σταχτί χρώμα με κίτρινα μάτια, κοιλιά τόσο άδεια που θα μπορούσαν να είναι σφήκες. Εκεί κάτω είχα μάθει να τους προσέχω. Όταν έβλεπα ένα σκύλο που πλησίαζε πολύ ή μάλλον που δεν έβγαινε αρκετά γρήγορα από το δρόμο μου, διάλεγα μια πολύ αιχμηρή πέτρα και σήκωνα το χέρι πάνω από το κεφάλι μου, και, γενικά, αυτό αρκούσε για ν’ απομακρύνει το ζώο. Το έκανα αυτό χωρίς καν να το σκεφτώ. Ήμουν τόσο συνηθισμένη, που την πρώτη φορά που, στο Ζαρντέν ντε Πλαντ, ένας μεγάλος αδύνατος σκύλος, δεμένος στην άκρη ενός πολύ μακριού λουριού που έμοιαζε εφοδιασμένο μ’ ελατήριο, πλησίασε για να μυρίσει τις φτέρνες μου, έκανα την κίνηση. Δεν είχα πέτρα, γιατί στο Παρίσι δε βρίσκεις εύκολα χαλίκια στους δρόμους. Ο σκύλος με κοίταξε μ’ έκπληξη, σαν να έπαιζα με μπάλα. Μα η αφεντικίνα του κατάλαβε και μ’ έβρισε, σαν να ήθελα να ρίξω σε κείνη την πέτρα.

Αργότερα, δε συνήθισα στ’ αλήθεια, αλλά έδινα λιγότερη προσοχή στους σκύλους. Ανήκαν όλοι σε ανθρώπους που τους κρατούσαν από το λουρί και κατά συνέπεια δεν ήταν επικίνδυνοι, εκτός από τα κόπρανά τους, που πάνω τους μπορούσες να γλιστρήσεις και να σπάσεις τα κόκαλά σου.

Οι δρόμοι του Παρισιού μού φαίνονταν ατελείωτοι. Και μερικοί ήταν πράγματι ατελείωτοι, λεωφόροι, βουλεβάρτα που χάνονταν στη ροή των αυτοκινήτων, που εξαφανίζονταν ανάμεσα στα κτίρια. Για μένα που είχα γνωρίσει μόνο τον κόσμο του Μελλάχ και την ντενεκεδούπολη του Ταμπρικέ ή τους μικρούς δρόμους τους πλαισιωμένους με γιασεμί της συνοικίας του Ωκεανού αυτή η πόλη ήταν τεράστια, ανεξάντλητη. Σκεφτόμουν πως, ακόμη κι αν ήθελα να διασχίσω όλους τους δρόμους, τον ένα μετά τον άλλο, η ζωή μου δε θ’ αρκούσε. Θα μπορούσα να δω μόνο ένα μικρό μέρος, έναν περιορισμένο αριθμό προσώπων.

Τα πρόσωπα κοιτούσα κυρίως. Όπως και στους σκύλους, υπήρχαν όλα τα είδη. Χοντροί, γέροι, νέοι, με μακρόστενο πρόσωπο, κατάχλωμοι, με κάτασπρο χρώμα και πολύ σκούροι, πιο μαύροι κι από μένα, με μάτια που έμοιαζαν να φωτίζονται από το εσωτερικό.

Τον πρώτο καιρό δε σταματούσα ν’ ατενίζω. Καμιά φορά είχα την εντύπωση πως το βλέμμα μου ήταν αιχμαλωτισμένο, ρουφηγμένο από το βλέμμα του άλλου και πως δεν μπορούσα πια να ξεφύγω απ’ αυτό. Δοκίμασα λοιπόν τα μαύρα γυαλιά σαν μια μάσκα, μα δεν υπήρχε αρκετός ήλιος και δε μου άρεσε η ιδέα πως θα μπορούσα να χάσω μια λεπτομέρεια, μια έκφραση, τη λάμψη ενός βλέμματος.

[…]

Συνέχισα να εξερευνώ το Παρίσι όλο το καλοκαίρι. Ο καιρός ήταν καταπληκτικός, ο ουρανός γαλανός χωρίς κανένα σύννεφο, τα δέντρα ήταν ακόμη καταπράσινα, λαμπερά. Οι αυγουστιάτικες μπόρες είχαν φουσκώσει το Σηκουάνα. Τ’ απομεσήμερο, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, περπατούσα κατά μήκος του ποταμού, πήγαινα μέχρι τις γέφυρες που ενώνουν τις δύο όχθες μπροστά από τη μεγάλη εκκλησία. Δεν είχα ακόμη χορτάσει να περπατώ στους δρόμους, στις λεωφόρους. Τώρα, πήγαινα πιο μακριά. Έπαιρνα καμιά φορά το μετρό, πιο συχνά το λεωφορείο. Δεν κατάφερνα να συνηθίσω το μετρό. Η Μαρί-Ελέν με κορόιδευε, μου έλεγε: «Είσαι χαζή, είναι καλά, το καλοκαίρι έχει δροσιά, το χειμώνα κάνει ζέστη. Δεν έχεις παρά να καθίσεις σε μια γωνιά μ’ ένα βιβλίο, κανείς δε θα σε προσέξει». Δεν ήταν όμως εξαιτίας των ανθρώπων. Βρισκόμουν κάτω από τη γη, κι αυτό μου προκαλούσε ίλιγγο. Παραμόνευα το φως της μέρας, είχα ένα βάρος στο στήθος. Άντεχα μόνο την εναέρια γραμμή, δίπλα στο σταθμό του Οστερλίτζ ή προς την Καμπρόν. Έπαιρνα το λεωφορείο στην τύχη, πήγαινα μέχρι το τέρμα. Δε διάβαζα τα ονόματα των οδών. Έψαχνα να δω, όσο πιο πολύ μπορούσα, τους ανθρώπους, τα πράγματα, τα κτίρια, τα μαγαζιά, τους μικρούς δημόσιους κήπους.

Κι έπειτα, περπατούσα σ’ όλες αυτές τις συνοικίες: στη Βαστίλλη, στη Φαιντέρμπ Σαλινύ, στη Σοσέ ντ’ Αντέν, στην Όπερα, στη Μαντλέν, στη Σεμπαστοπόλ, στην Κοντρσκάρπ, στην Ντανφέρ Ροσερό, στη Σαιν Ζακ, στη Σαιντ Αντουάν, στη Σαιν Πολ. Υπήρχαν αστικές, ευπρεπείς συνοικίες που κοιμόντουσαν στις τρεις η ώρα τ’ απόγευμα, λαϊκές συνοικίες, θορυβώδεις συνοικίες, μακριοί τοίχοι από κόκκινο τούβλο, όμοιοι με τον περίβολο μιας φυλακής, σκαλιά, κουπαστές, άδειες πλατείες, σκονισμένοι κήποι γεμάτοι με παράξενους ανθρώπους, μικροί δημόσιοι κήποι, που κολάτσιζαν τα παιδιά, γέφυρες σιδηρόδρομου, ύποπτα ξενοδοχεία που κατοικούνταν από κορίτσια με μαύρα δερμάτινα ρούχα, πολυτελή μαγαζιά που επιδείκνυαν ρολόγια, κοσμήματα, τσάντες, αρώματα. Είχα φτάσει με δερμάτινα πέδιλα. Το φθινόπωρο είχαν γίνει κομμάτια. Σ’ ένα μαγαζί δίπλα στην πύλη της Ιταλί αγόρασα άσπρα πλαστικά αθλητικά παπούτσια, πολύ άσχημα, αλλά μ’ αυτά μπορούσα να κάνω χιλιόμετρα.

Ζ. Μ. Γκ. λε Κλεζιό, Το χρυσόψαρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998, Το χρυσόψαρο, σ. 79-81 και 86-87.