Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Έφθασα ξημερώμα στο Παρίσι. Βγήκα από τον σταθμό. Στάθηκα και είδα την πολιτεία. Ακατοίκητο άγνωστο τοπίο ξένο κι εγώ που ποτέ δεν αγάπησα άνθρωπο ή τόπο. Μια γνώριμη και διαπεραστική οσμή καπνού με χτύπησε κι από πηχτά μαύρα νερά αναδύθηκε και πάλι καταποντίσθηκε. Πρόλαβα κι είδα ρυάκια στους τοίχους. Η Θεσσαλονίκη που πάρθηκε κι είχε χαθεί για πάντα. Εγκαταστάθηκα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο της οδού Vaugirard στο Montparnasse. Δεν γνώριζα κανέναν. Περιπλανήθηκα στην μεγάλη ερωτική πόλη. Επήγαινα στην Salpêtrière. Σπούδαζα τον λόγο. Ανάμεσα στους γάλλους γιατρούς τον ξεχώρισα γιατί ήταν αγέρωχος και σιωπηλός ο docteur Chain. Ακίνητος και ξανθός τα φωτεινά μαλλιά του και σκαφτό το νεαρό του πρόσωπο. Μια ασταθής σκιά έπεφτε πάνω στη μορφή του κι εκεί στο πέρασμα της σκιάς από το μέτωπο στο κλεισμένο στόμα ήσυχα και σβηστά τα μάτια του. Πολέμησα προκλητικά την υπεροψία του την παραβίασα. Του χάρισα ένα βαρύτιμο δώρο. Το πανάρχαιο άγγος που μου είχαν φέρει έλληνες χωρικοί αρχαιοκάπηλοι. Αδιάφορος ο Chain δέχθηκε το δώρο μου. Μου έστειλε ένα τυπικό ευγενικό γράμμα. Με κάλεσε στο σπίτι του. Οι άνθρωποι της κλινικής θορυβήθηκαν. Από όλους τους μονάχα εγώ επήρα τέτοια πρόσκληση. Γρήγορα έχασα το ενδιαφέρον για την ιατρική μου εργασία. Έπληττα στις επιστημονικές συγκεντρώσεις. Οι συζητήσεις για την λειτουργία του λόγου μου φαίνονταν ανούσιες και σχολαστικές. Ο Chain μιλούσε σπάνια αλλά αισθάνθηκα στην σιωπή των άλλων. Εκείνον τον αόριστο φόβο που οι άνθρωποι έχουν για τους ιδιοφυείς. Ο Chain ερευνούσε την ομιλία των τρελλών. Οι επισκέψεις μου στο Κέντρο Του Λόγου αραίωσαν. Όλο μου το ενδιαφέρον είχε τώρα εντοπισθεί σ’ εκείνην την πρωινή διαδρομή ως την Salpêtrière. Αργά περπατούσα στην μεγάλη γέφυρα Austerlitz. Κάθε τόσο σταματούσα κι έσκυβα έβλεπα τον μικρό κυματισμό του ποταμού. Άλλαζε συνέχεια και κάποτε χανόταν και το νερό ετέντωνε. Ήταν ένα μέρος όπου ξεσπούσαν. Εκεί έλεγες συναντιώνταν οι άνεμοι της πόλης. Η ευχαρίστησή μου μεγάλωνε τις ημέρες της βροχής. Χωρίς ομπρέλλα όρθιος με πήγαιναν με έφερναν οι σφοδροί άνεμοι. Αλύπητα με σφυροκοπούσε με βία η βροχή. Περπατούσα αργά κάτω από τους επιβλητικούς θόλους του παληού νοσοκομείου. Πρώτος ήταν ο θόλος του Μαζαρίνου. Με περιέργεια αναζητούσα την καταγωγή του νοσοκομείου στις κρυφές του απαγορευμένες κώχες. Είχε χτιστεί ως εργοστάσιο νίτρου. Από κει πήρε το όνομα Salpêtrière. Πίσω από τις σειρές των αρχαίων κτηρίων άνοιγαν μικρές αυλές χορταριασμένες έρημα παγωμένα πάρκα. Το κατάκλειστο γκρίζο παληό παρεκκλήσι που ήταν ο νεκροθάλαμος. Μετά τα κτήρια χαμήλωναν και εφτώχαιναν. Οικοδομήματα ετοιμόρροπα που χτίσθηκαν προσωρινά τον περασμένο αιώνα κι εκεί μέσα εργαζόταν ο Charcot. Γρήγορα εγκατέλειψα οριστικά την Salpêtrière.

Χειμωνάς Γιώργος, «Αινείας», Πεζογραφήματα, Καστανιώτης, 2005, σ. 405-407.